Κοινωνία αδιέξοδη
Κοιτάζοντας από ψηλά μια κοινωνία που κοντοστέκεται ασθμαίνοντας κουρασμένη,
κάτω από έναν ουρανό που ολοένα σκοτεινιάζει,
η απάντηση σχηματίζεται μία: διέξοδος καμιά.
City zoom, Ser-Free, #22
Κοιτάζοντας από ψηλά μια κοινωνία που κοντοστέκεται ασθμαίνοντας κουρασμένη,
κάτω από έναν ουρανό που ολοένα σκοτεινιάζει,
η απάντηση σχηματίζεται μία: διέξοδος καμιά.
City zoom, Ser-Free, #22
Το υπερρεαλιστικό κίνημα κληροδότησε στη σύγχρονη ποίηση την αγάπη για την εικόνα. Θεωρείται σήμερα πια το κυριότερο συστατικό του ποιητικού λυρισμού και στην πραγματικότητα ισορροπεί την απούσα μουσικότητα του στίχου, διαμορφώνοντας το δικό της ρυθμό στο ποίημα σε συνδυασμό με τη θραυσματική μορφή του και την εκφραστική λιτότητα. Έτσι, η εικόνα καταφέρνει και λειτουργεί μετωνυμικά για το μήνυμα ενώ ταυτόχρονα προκαλεί τις αισθήσεις και το συναίσθημα του δέκτη/αναγνώστη.
Αυτή τη δυναμική διάσταση της μεταμοντέρνας εικονοπλασίας αξιοποιεί και η Χρυσάνθη Ιακώβου στην πρώτη της ποιητική συλλογή «Αχ-έρων» (vakxikon.gr, 2013). Ωστόσο, δεν πρόκειται απλά για μία παράθεση εικόνων που αποκρύπτουν το μήνυμα ή κυριαρχούν επί τούτου. Αντίθετα, στην ποίηση της Ιακώβου, η εικόνα με χαρακτηριστική φειδώ υποτάσσεται στο δικό της υπαρξιακό πλαίσιο αναζητήσεων.
Η δυναμική εικονοπλασία συντελεί στη δημιουργία του γενικότερου συναισθήματος απογοήτευσης. Το αστικό τοπίο επανέρχεται κάθε τόσο με την απάνθρωπη και σκοτεινή διάστασή του. Η φύση με μία ρομαντική διάθεση λειτουργεί ως βασική έμπνευση. Ο άνεμος, η σελήνη και το υγρό στοιχείο αποτελούν τον κορμό της εικονοπλαστικής της, άλλοτε οπτικά κι άλλες φορές ηχητικά. Κεντρική είναι και η θέση της θάλασσας, άμεσα ή έμμεσα (πχ βάρκα).
Οι εικόνες όμως της Ιακώβου λειτουργούν ως πυρήνες του συμβολισμού, είναι το περιβάλλον πάνω στο οποίο δομείται η ποιητική της. Ο πλούτος των εικόνων σε συνδυασμό με το σκοτάδι ή τη δυναμική παρέμβαση του ανέμου διαμορφώνουν έναν σκοτεινό τόπο ανατροπών στον οποίο κυριαρχεί η θλίψη. Ακόμα και η συχνή χρήση του καθρέφτη στις εικόνες της εκφράζει μία διάσταση πικρίας.
Η ποιητική της Ιακώβου είναι κατά βάση υπαρξιακή. Ανεκπλήρωτα όνειρα, προσωπικοί προβληματισμοί, ερωτική απογοήτευση, διαμορφώνουν τη βασική της θεματική σε ένα νόστο προς την ευτυχία. Μόνο που η οδύσσειά της λαμβάνει χώρα πάνω στον ποταμό των ήχων και της θλίψης. Η ποιήτρια άλλες φορές κραυγάζει και κλαίει, άλλοτε σωπαίνει ανήμπορη να ελέγξει το περιβάλλον, ερωτεύεται και απογοητεύεται.
Στην ποίηση βρίσκει το σθένος να αντιμετωπίσει το δικός της ίλιγγο μέσα στο θλιβερό άστυ, μεταμορφώνεται σε ένα άσυλο από το ρεαλισμό... Η πραγματικότητα την φοβίζει, μα εκείνη την αντιμετωπίζει με την ποίηση, με το λόγο και τα συναισθήματα.
Το περιβάλλον της Ιακώβου δεν είναι έμψυχο, δεν περιέχει κοινωνικές παραστάσεις. Βουβό την πολιορκεί λειτουργώντας στην περιφέρεια των βιωμάτων της χωρίς να συμμετέχει. Άλλωστε, η ποιήτρια δεν εντάσσει τα προσωπικά της βιώματα μέσα σε κάποιο κοινωνικό πλαίσιο. Πρόκειται, εξάλλου, για ποίηση προσωπική. Το ρομαντικό περιβάλλον εντείνει την απογοήτευσή της μέσα από την αντίθεση. Μερικές φορές μοιάζει σαν το ίδιο το περιβάλλον (τεχνητό ή φυσικό) να την εμποδίζει να πλησιάσει στην Ιθάκη της.
Η ποίησή της είναι ήπιων τόνων, ξεχωρίζει με το χαμηλόφωνο λόγο και τους οικείους τόνους της καθημερινότητας. Διακρίνεται για την ειλικρίνειά της και την αμεσότητα των διαυγών συμβολισμών χωρίς να χάνει το στοιχείο της γνησιότητας πάνω στους ατομοκεντρικούς προβληματισμούς. Με τη θέρμη της προφορικής ομιλίας και τη γύμνια του καθαρού λόγου εκφέρει κουβέντες βαθιά ανθρώπινες.
Ο λόγος της κινείται σε μία ελεγχόμενη ισορροπία μεταξύ λιτότητας και πληθωρισμού. Άλλοτε εκρηκτικός, άλλοτε στεγνός, όπως ακριβώς και τα συναισθήματα. Η ποιήτρια προσαρμόζει την έκφραση βάσει ακριβώς της ρυθμιζόμενης έντασης. Η γλώσσα της κινείται στο επίπεδο της προφορικότητας, όπου το καθημερινό γίνεται ποιητικό. Δε φοβάται να χρησιμοποιήσει επίθετα ή επιρρήματα.
Το επαναλαμβανόμενο α΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο, ως ποιητικό υποκείμενο, οριοθετεί και το εξομολογητικό ύφος των συνθέσεων. «Οι βιωματικοί άνθρωποι, όπως και οι βιωματικοί συγγραφείς, παρατηρεί ο Αλέξης Ζήρας με αφορμή το έργο του Γιώργου Ιωάννου, είναι δύσκολο να διαλέξουν άλλο τρόπο διατύπωσης τους, εκτός από τον εξομολογητικό. Στόχος είναι η ειλικρινής ανακοίνωση των όσων τεκταίνονται εντός τους. Η τέχνη γίνεται το μέσο για τη λυτρωτική προσέγγιση με τους άλλους. Η τέχνη δεν είναι σκοπός».
Κυρίαρχο επίσης πρόσωπο, ως ποιητικό αντικείμενο, είναι ένας ακαθόριστος "άλλος" που εκφράζεται με το β΄ ενικό. Είναι το αντικείμενο του έρωτα, το αίτιο της απογοήτευσης, ένας βουβός συνομιλητής, ένας ποιητικός εξομολόγος. Η χρήση των δύο γραμματικών προσώπων δημιουργούν την αίσθηση ενός ιδιαίτερου θεατρικού μονολόγου με τον "άλλο" πάντα παρών. Μοιάζουν με ποιητικές επιστολές.
Στην εκφραστική της η ποιήτρια μεταχειρίζεται όλες τις τεχνικές. Αξιοποιεί μεταφορές, παρομοιώσεις, παρηχήσεις και επαναλήψεις. Δεν είναι λίγα τα μικρολογοπαίγνια κυρίως με το διαχωρισμό των συνθετικών μερών κάποιων επιλεγμένων λέξεων. Τούτη η "διάλυση" των λέξεων στα συνθετικά τους, που πατά στο γλωσσικό μας πλούτο, δημιουργεί την αίσθηση ύπαρξης δύο διαφορετικών λέξεων (της αρχικής και της σύνθετης) υποστηρίζοντας το μήνυμα και ενισχύοντας το συναίσθημα.
Ο ίδιος τίτλος της συλλογής («Αχ-έρων») μοιάζει με ένα τέτοιο μικρό λογοπαίγνιο, δανειζόμενος από το τρίτο ποίημα της συλλογής. Είναι ένα εφεύρημα με πολλαπλές ερμηνείες δημιουργικές ή ετυμολογικές. Ο ποταμός Αχέροντας, ο ποταμός του θανάτου, η οδός προς τον Άδη, με το ενωτικό (παύλα) διαχωρίζει ένα ιδιότυπο πρώτο συνθετικό που δημιουργεί το επιφώνημα του πόνου ("Αχ"), ενώ την ίδια στιγμή το δεύτερο συνθετικό μοιάζει με τη λέξη "έρως"... Ωστόσο, ο ίδιος ο Αχέροντας (αχός/ήχος+ρέω) είναι ο ποταμός των ήχων, της βουής, σαν τη βουή και τους ήχους πόνου που εκφράζει ποιητικά η Ιακώβου. Αν μάλιστα ακολουθήσουμε μία άλλη ετυμολογία του Αχέροντα (άχος+ρέω, άχος=θλίψη) είναι ο ποταμός χωρίς χαρά, ο ποταμός της θλίψης, κάτι που μας προετοιμάζει και υπό αυτή την ερμηνεία για το περιεχόμενο της συλλογής. Επιπλέον, ο τίτλος πλαισιώνεται από ένα εξώφυλλο μαύρο με μία δόση κόκκινης ανταύγειας (του πάθους για ζωή) που συμπληρώνουν οπτικά το μήνυμά του...
Ταυτόχρονα με τους γλωσσικούς πειραματισμούς, το πρωθύστερο σχήμα, το ασύνδετο σχήμα και οι επαναληπτικές ή παρενθετικές ημιπερίοδοι-ονοματικά σύνολα (μέσα σε κόμματα και διαφορετικό στίχο) ενισχύουν το συναίσθημα του πόνου κι επιτείνουν την απογοήτευση της ποιήτριας.
Αν και σήμερα παρατηρείται -στο πλαίσιο της αφαιρετικότητας- μία τάση να εξορίζονται τα σημεία στίξης από την ποίηση, η δημιουργός "διαφωνεί" με την "κατάργησή" τους και τα βλέπει ως βασικά σύμβολα του λόγου. Δείχνει μία ιδιαίτερη προτίμηση στα κόμματα. Η παρουσία τους είναι συνεχής (ίσως σε σημεία υπερβολής) είτε σε ασύνδετα σχήματα είτε σε επαναληπτικά σύνολα ή προσδιορισμούς. Και δεν πρέπει να λησμονούμε τη φωνητική τους σπουδαιότητα και πόσο βοηθούν στην απαγγελία και την ανάγνωση. Και σε τούτο ακριβώς επενδύει η Ιακώβου, εντείνοντας ακόμα περισσότερο το συναίσθημα.
Σε κάθε σύνθεση της συλλογής, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, εντοπίζεται μία παθητική μετοχή (σπανιότερα δύο) με τη συντριπτική τους πλειονότητα σε θηλυκό γένος. Η σταθερή τους, αλλά ελεγχόμενη χρήση, καταδεικνύει μία άριστη χειρίστρια του λόγου που δεν πέφτει στην ατοπία της υπερβολικής χρήσης τους, αλλά ούτε και τις καθιστά άχρηστες από το φόβο κακής χρήσης.
Ας θυμόμαστε ότι η παθητική μετοχή ως επιθετικοποιημένη ρηματική λέξη μπορεί εύκολα να οδηγήσει τόσο σε πληθωρισμό ρηματικών επιθέτων όσο και σε στενότητα της ποιητικής έκφρασης. Ωστόσο, ως μέρος του λόγου με την κατάλληλη επεξεργασία του στίχου, μπορεί να αποτελέσει ένα βασικό σημείο του στίχου, αρκεί να μη γίνει επίκεντρο (αποφεύγοντας φυσικά την υπερβολική χρήσης επειδή τάχα μας ευνοεί στη μουσικότητα ή κάποιου είδους ομοιοκαταληξία). Και τούτο το γνωρίζει καλά η Ιακώβου. Με φειδώ, αλλά και τόλμη την αξιοποιεί.
Μέσα από την ποίηση η Ιακώβου προσπαθεί με γλώσσα άμεση, πυρακτωμένη και εξομολογητική να μιλήσει για το προσωπικό της δράμα. Είναι η δική της ψυχική διέξοδος με την οποία ελπίζει να καταλήξει στην εξιλέωση, ο πυρήνας της ποιητικής της. Έτσι η ποίηση μετατρέπεται σε ένα αβαείο όπου εξομολογείται την παραφωνία των ελπίδων της στην αφωνία των σκοτεινών μας καιρών.
Δήμος Χλωπτσιούδης
22/5/2015
tovivlio.net
Αχέροντας
…Επιμένω, λοιπόν, ποιητικά με μια ακόμη νέα φωνή. Χρυσάνθη Ιακώβου και «Αχ-έρων» (Vakxikon.gr). Και μπερδεύοντας πραγματικότητα και φαντασία, βρέθηκα και πάλι νοερά σε αυτό το ποτάμι που οδηγούσε στον Άδη: «Παρα-σύρθηκα στις όχθες του ποταμού Αχέροντα, ένδυμα ήλιου/ άνυδρο ύδωρ για τα κορμιά τα ηδονικά/ κι η βάρκα της επιστροφής χωρίς κουπιά…».
Διάβασα στίχους που με ταξίδεψαν, απολαμβάνοντας τη γλώσσα και τη δύναμη των λέξεων, ένιωσα τι θα πει να ξεκινάς «σπέρνοντας στον άνεμο τα λόγια» σου ή πώς γίνεται να αγαπάς τόσο τη «δύναμη των λέξεων που έρχονται από το στήθος σου/νερό/ απ’ τις παλάμες σου….». Και δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ μελαγχολικά πως «και εμείς είμαστε ιστορία/ σε έναν κόσμο που γυρίζει θλιμμένα»….
Έκλεισα το βιβλίο κι είπα να σας προτείνω λίγη παραπάνω ποίηση. Που ταιριάζει με την άνοιξη. Και τον κόσμο που ονειρευόμαστε….
Κώστας Στοφόρος,
4/5/2014
Εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς
Μία συλλογή, έξι αγαπημένοι πυρηνικοί συμβολισμοί στο πρώτο βιβλίο της Χρυσάνθης Ιακώβου με τίτλο ‘Αχ- έρων’ από τις εκδόσεις Vakxikon.gr: καλοκαίρια, άνεμος, φιλί, φθορά, φως και σκοτάδι.
Σκοπός μου να μας μεταφέρω στον ποιητικό λόγο και τις εικόνες του βιβλίου. Να μας ταξιδέψω όπως με ταξίδεψε. Να μας προκαλέσω να αναμετρηθούμε με ανεκπλήρωτους έρωτες και τις απολυτότητες της ζωής σε αντίθεση με τη θνητή μικρότητα. Να μας φέρω αντιμέτωπους με τη φθορά και το κόστος του αποχωρισμού.
Όταν διάβασα τη συλλογή παρασύρθηκα, ταυτίστηκα, εν-συναισθάνθηκα και χαμογέλασα πολλές φορές οφείλω να πω, καθώς έκλεινα και εγώ συνωμοτικά το μάτι στην προσπάθεια της Χρυσάνθης να χωρέσει τον εαυτό της στο όλον, να αφεθεί στη ροή αλλά και να επιβιώσει αυτής. Να κρατήσει την αυτοσύστασή της ανεπηρέαστη από τις αναπόδραστες αλλαγές. Να αφαιρέσει άλλοτε με χειρουργική ακρίβεια και άλλοτε βίαια τα χάρτινα κομμάτια άλλων από το σύνολό της, κρατώντας τυχόν ψήγματα ακεραιότητας.
Από την άκρη του γκρεμού σου θα πιαστώ
την ηδονή του ιλίγγου
κατάματα μες στο λυγμό της νύχτας να κοιτάξω,
ζαριές ανώφελες
πάνω σε μία τσόχα χάρτινη από αναπάντητα γιατί
χαράζει σκληρά την ύστατη ώρα των αποχωρισμών
[..]
-η συντριβή μου δύναμη,
το κύμα που δεν τόλμησε
μια λέξη να προφέρει
Η ευάλωτη ύπαρξη εν μέσω ματαιότητας και της μικρότητας εν γένει. Το κέντρο που κλονίζεται από τη (μη) αμοιβαιότητα στον έρωτα σε παραλίες με τρωτές αμμουδιές και στίγματα, χρώματα και αρώματα που καλύπτονται από αδηφάγα κύματα συμπαντικής τρωτότητας.
Ταυτόχρονα, ένας αέναος αγώνας ανεξαρτησίας ή μάλλον αυτοεξάρτησης στο αναγκαστικό ερωτικό “μαζί”. Μία να πιάνεσαι και μία να αποδεσμεύεσαι. Μία να ρέεις και μία να συρ-ρέεις και πολλές να ακολουθείς πολύβουα καραβάνια, περιπλανώμενος ατομοκεντρικά στη συντροφικότητα. Σε στενή αναμέτρηση με το χρόνο… Το ρολόι… Τα ατελείωτα τικ τακ των πολλών ζωών που βρίσκονται και χάνονται καθημερινά στο χωροχρόνο…
Να μετράω αιωρούμενη από τους δείκτες
τα λεπτά, τις ώρες , τα χρόνια τις ζωές.
Πολλές ζωές,
7,8,16,25,
όλες δικές σου.
Οι φθίνουσες πορείες και η φαυλότητα κύκλων. Το “φθηνό” κάθε προσωπικής Ιθάκης ως πλάνη αυτοεκπλήρωσης. Κάθε Ιθάκη και μία ρεαλιστικά αδύναμη στοχοθεσία ή μια “θρασύτατη” προσπάθεια επικράτησης της μονάδας στα σύνολα και τα υποσύνολα. Ο στόχος, η μάχη, η λίμνη των ευχών και τα τελειωμένα κέρματα.
Μας είχανε σωθεί τα κέρματα,
μας είχαν εξάλλου τελειώσει και οι ευχές
από τους πιο εύστοχους και αγαπημένους μου στίχους μέσα από το ποίημα ‘Φθινόπωρο’.
Ακόμη, το ποτάμι και η μόνιμη ροή… Πόσο άραγε είναι εφικτό να ακουστούν οι φωνές της ποιήτριας και οι εκκωφαντικές της σιωπές στα φάσματα του φθίνοντος χρόνου; Επιθυμεί να φωνάξει, να σωπάσει, να ζήσει, να προστατευτεί, να ρέει με τις εποχές, τα καλοκαίρια και τα βράδια με το φως του φεγγαριού, άλλοτε αθεράπευτα ρομαντική και άλλοτε μια μάζα ανεξάντλητου δυναμικού. Μία ήρεμη δύναμη…
Ταυτίστηκα με την κραυγή αγωνίας της, η οποία παραπαίει ανάμεσα στον ελαφρύ βηματισμό προς τη ζωή και την απότομη βουτιά στη ζώσα πραγματικότητα. Ήχοι και συλλαβές, σύμφωνα και φωνήεντα φερέφωνα συναισθημάτων και υπαρξιακών αγωνιών εν μέσω συχνής παραφωνίας και προσωπικής αστοχίας .
Περιμένοντας την άνοιξη να ’ρθει,
μα δεν είδα το χειμώνα
----------------------------------
Και εμείς είμαστε ιστορία
σε έναν κόσμο που γυρίζει θλιμμένα
διαπιστώνει στο ποίημα της ‘Διέξοδος’ :
Και ούτε που το’ξερα
βάδιζα χρόνια για να σε συναντήσω
κι ούτε που το’ξερα,
χάραξα μόνη μου το δρόμο για να σε φτάσω […]
Η προσπάθεια γείωσης όταν η ψυχή και η καρδιά θέλουν να ίπτανται, σε άλλο κόσμο, ουτοπικό. Το φως της ημέρας και οι αμέτρητες εικόνες νύχτας. Τα αναπόδραστα απέναντι. Οι διακοπτόμενες πορείες ανθρώπων κατά τα ξεβράσματά τους από τα απρόβλεπτα κύματα του ρεαλισμού και της ωμής πραγματικότητας. Εν μέσω όλων αυτών η Χρυσάνθη κάνει αναστροφές, θαρραλέα u–turns μπροστά στο αδιάλλακτο κάθε μετάβασης που απαιτεί σθένος ψυχής. Με ένα κινητό κέντρο βάρους, όταν προκύπτουν εκρήξεις από τις ενώσεις αλλά και πυροτεχνήματα σε απύθμενους ουρανούς.
Ο κύκλος και η φαυλότητά του. Η φαυλότητα και ο κύκλος της. Γύρω- γύρω όλοι και στη μέση η ανυπεράσπιστη -πλην θαρραλέα- ανθρώπινη φύση. Επιτομή όλων των παραπάνω το ποίημα ‘Η πτώση’. Ξέρετε, όντως, «καμιά φορά το άδειο είναι πιο αβάσταχτο από το γεμάτο» και το φωτεινό πιο κοντινό από όσο τολμάμε να απλώσουμε και να φτάσουμε…
Κλείνοντας θα πω κάτι που πάντα μου έρχεται στο μυαλό σε περιπτώσεις αυτοέκφρασης μέσω ποίησης. Για την ακρίβεια, θα δανειστώ τα λόγια του T.S. Eliot, τα οποία και μνημονεύω συχνά σε περιπτώσεις αυτοέκφρασης μέσω ποίησης.
«Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά».
Δεν ξέρω αν πρόκειται αποκλειστικά για τάσεις φυγής, ξέρω όμως ότι πρόκειται για προσπάθεια αφομοίωσης στον κόσμο και απελευθέρωσης της ενέργειας εκεί που η ψυχή επιθυμεί. Ας γίνει η ποίηση αφορμή για θαρραλέες περιπετειώδεις πτήσεις, μόνο με διδακτικές αναταράξεις και σταθμούς συνάντησης με τον εαυτό…
Ρένα Τριανταφύλλου
Από την παρουσίαση του βιβλίου Αχ-έρων στην Αθήνα
15 Φεβρουαρίου 2014
The Book Thief (Η κλέφτρα βιβλίων), 2013
Σκηνοθέτης: Brian Percival
Παίζουν: Sophie Nélisse, Geoffrey Rush, Emily Watson
Στη Γερμανία του 1938, η μικρή Λίζελ χάνει το μικρό της αδερφό και η μητέρα της τη δίνει σε ανάδοχη οικογένεια. Η Λίζελ προσπαθεί να προσαρμοστεί στο νέο της σπίτι της, με την αυστηρή μητέρα και το στοργικό πατέρα. Η φτωχή αυτή οικογένεια θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στο εύθραυστο περιβάλλον του πολέμου, ζώντας όσο πιο αθόρυβα γίνεται –ειδικά όταν θα κρύψει στο υπόγειο της έναν φίλο Εβραϊκής καταγωγής-, ενώ η ανήσυχη Λίζελ που αγαπά τη λογοτεχνία θα ριψοκινδυνέψει πολλές φορές για να «κλέψει» τα βιβλία που τόσο θέλει.
Πανέμορφη ταινία που κυλά ευχάριστα, χωρίς να βαριέσαι, χωρίς να μαντεύεις απαραίτητα τη συνέχεια. Πολύ καλές ερμηνείες (ειδικά η Λίζελ- Sophie Nélisse είναι υπέροχη), άριστη απεικόνιση της εποχής, ωραία μηνύματα για την ανθρωπιά, την αγάπη, το θάρρος. Σαφής η αντίθεση στην ελευθερία της λογοτεχνίας και το σκοταδισμό του πολέμου. Απρόβλεπτο τέλος, με την έννοια ότι δεν μπορείς να ξέρεις με σιγουριά ποιοι ...θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν. Μια τρυφερή, συγκινητική ταινία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα δεινά του, από τη σκοπιά μιας φιλήσυχης οικογένειας.
Αυτά σε ό, τι αφορά στα καλά. Γιατί κατά τα άλλα, η «Κλέφτρα Βιβλίων» δεν καταφέρνει να βγει από το καλοφτιαγμένο –ομολογουμένως- καλούπι της για να γίνει μια συγκλονιστική ταινία, μια ταινία που δε θα μπορέσεις να βγάλεις από τα μυαλό σου ποτέ. Μοιάζει να επαναπαύεται στην καλή σκηνοθεσία, στο τρυφερό σενάριο, στο γλυκύτατο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας, στα κλισέ μηνύματα, σαν να θεωρεί αυτονόητο ότι θα συγκινηθείς. Σε κρατάει σίγουρα στην οθόνη, αλλά δεν καταφέρνει να σε απογειώσει.