
«Δεν είναι ωραίο να κάνεις στους άλλους αυτά που δε θες να κάνουν οι άλλοι σε εσένα -με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου»
Ο Γιάννης Σερβετάς είναι η κλασσική περίπτωση συνεντευξιαζόμενου που θες και δε θες να συναντήσεις. Από τη μια θέλεις πάρα πολύ να κάτσεις απέναντι από αυτόν που σε κάνει να πιάνεις την κοιλιά σου από τα γέλια και να τον βομβαρδίσεις με ερωτήσεις και από την άλλη έχεις και το φόβο της κατάρρευσης της εικόνας: what if όλο αυτό το ωραίο χιουμοριστικό στυλάκι είναι fake και μου αρχίσει τις δηθενιές και τα ξενέρωτα;
Αυτά σκεφτόμουν ένα απόγευμα του Σαββάτου καθώς ανέβαινα τη σκάλα του Sofaγια να τον συναντήσω λίγο πριν τη βιβλιοπαρουσίαση του. Τον είδα να κάθεται στο βάθος, μπροστά σε ένα laptop, και να κανονίζει με τους υπεύθυνους τις τελευταίες λεπτομέρειες. Φορούσε ένα jockey και ένα T-shirt και πετούσε αστείες ατάκες στο προσωπικό.
Παρ’ όλο που η συνάντηση μας δεν ήταν προγραμματισμένη, πλησίασα με άνεση και του άπλωσα το χέρι –τι στο καλό, για τον Σερβετά επρόκειτο στο κάτω-κάτω! Χαμογέλασε πλατιά. «Φυσικά και προλαβαίνουμε να τα πούμε, είναι νωρίς ακόμα», είπε και έκανε χώρο για να καθίσω δίπλα του.
Μιας και έχω δίπλα μου έναν Σαλονικιό, είμαστε εντός έδρας σκέφτομαι. Τον βάζω να μου πει τις αναμνήσεις του από Σέρρες.
«Να γράψω έκθεση τι μου αρέσει στις Σέρρες;».
Με το πού ξεκινήσαμε αρχίσανε τα γέλια.
«Έχω έρθει πολλές φορές, αν και πρώτη φορά για παρουσίαση. Έχω έρθει για καφέ, για ποτό, για συνεντεύξεις, μία φορά είχα έρθει και για το Δέντρο της Αγάπης, ήταν πολύ γλυκό και τρυφερό. Γενικά έχω ζήσει εδώ ευχάριστες στιγμές. Και τώρα μάλιστα που βλέπω πώς διαμορφώθηκε η πόλη με τους πεζόδρομους, νομίζω πως είστε στη σωστή κατεύθυνση».
Οκ, το πήραμε το κοπλιμέντο μας! Τον βλέπω λίγο ανήσυχο, μου ζητάει συγνώμη και αρχίζει να ψαχουλεύει στο laptop. Έχουν μείνει οι τελευταίες εκκρεμότητες για τη βιβλιοπαρουσίαση. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου, το προσωπικό πηγαινοέρχεται, παραδίπλα μου μια στοίβα βιβλία: «Προσωπικό ημερολόγιο-ανεκδοτολόγιο 2013» του Γιάννη Σερβετά. Ο Σερβετάς είχε την καταπληκτική ιδέα να γράψει μια μικρή ιστορία για κάθε μια ημέρα του έτους και να το κάνει βιβλίο. Σημειώνω τα ραντεβού μου κοινώς και παράλληλα πεθαίνω από τα γέλια. Καθώς στρέφομαι και πάλι σε αυτόν για να συνεχίσουμε τη συνέντευξη αναλογίζομαι ότι μόνο αυτός θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τόσο έξυπνο και χιουμοριστικό.
«Το καλοκαίρι του 2004 κάναμε διακοπές με την οικογένεια μου στην Πελοπόννησο. Όταν το χειμώνα κάναμε απολογισμό του καλοκαιριού και κοιτούσαμε τις φωτογραφίες, χάσαμε δέκα χρόνια από τη ζωή μας. Δε θυμόμασταν τίποτα! Θεώρησα ότι είναι απαράδεκτο να μη θυμάσαι πράγματα από τη ζωή σου. Άρχισα λοιπόν για ένα χρόνο να κρατώ σημειώσεις σε ένα τετράδιο: εδώ πήγαμε, εκεί φάγαμε, αυτούς γνώρισα... Έτσι ξεκίνησε».
Και έτσι συνεχίζεται προφανώς, αφού το φετινό είναι το έβδομο βιβλίο!
«Από την πρώτη χρονιά πήγε καλά, γι’ αυτό συνεχίστηκε. Στην Ελλάδα αν κάτι δεν πάει καλά από την αρχή, κόβεται. Αγαπήθηκε από το πρώτο δευτερόλεπτο, απέκτησε φανατικό κοινό. Το αγοράζουν και για τον εαυτό τους και ως δώρο, γι’ αυτό και έκανε τόσο μεγάλο κύκλο».
Αν κρίνω από τη βιβλιοπαρουσίαση που ακολούθησε, στην οποία αφηγήθηκε κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου (λέγοντας «τις αφηγήθηκε» εννοώ με το δικό του γνωστό τρόπο –σε μια φάση μάλιστα βρέθηκε ανεβασμένος στην καρέκλα με εμάς να του πετάμε γαρύφαλλα τα οποία μας είχε μοιράσει λίγο πριν) αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα την τεράστια επιτυχία του βιβλίου.
Για να είμαι ειλικρινής, λίγο πριν φτάσω στη συνέντευξη είχα την εντύπωση πως θα μιλούσα με τον τηλεοπτικό Σερβετά, με αυτόν που λέει το ένα αστείο μετά το άλλο και φτάνει μια γκριμάτσα για να ξεκαρδιστείς. Τελικά έκανα λάθος. Ο Σερβετάς που έχω δίπλα μου είναι απολύτως σοβαρός, οι απαντήσεις του με γοητεύουν με τη νηφαλιότητα και την ηρεμία τους. Μήπως τελικά το χιούμορ είναι ένα μπούμπερανγκ; Περιμένουν όλοι από εσένα να τους κάνεις να γελάσουν; Κι αν κάποια στιγμή θέλεις να είσαι αλλιώς; Τι γίνεται τότε;
«Να είμαι αλλιώς; Μου το δίνει αυτό το δικαίωμα ο κόσμος».
Τον κοιτώ στα μάτια, η απορία μου εξακολουθεί να εκκρεμεί. Τι γίνεται αν κάποια στιγμή θελήσεις να κάνεις κάτι εντελώς διαφορετικό;
«Δεν το σκέφτομαι έτσι. Γενικά, έχω την αίσθηση ότι είμαστε πολύ ισορροπημένοι –εννοώ όλη η ομάδα του Αρβύλα. Και λέω ισορροπημένοι με την έννοια ότι υπάρχει και το καλό και το κακό, και το αστείο και το σοβαρό, το ένα να φέρνει το άλλο. Οπότε, δε θεωρώ ότι ο κόσμος δε δίνει το δικαίωμα. Πολύ αρμονικά χρησιμοποιώ το αστείο με το πολύ σοβαρό και με αυτό που σου φέρνει κι ένα μικρό δάκρυ. Θεωρώ ότι η ζωή μας πρέπει να είναι ισορροπημένη. Η ζωή είναι ένας μεγάλος δίσκος σερβιρίσματος. Αν βγάλεις κάτι, θα γείρει...».
Μου αρέσει πολύ η ειλικρίνεια που εκπέμπει. Όσο για αυτό, ο τηλεοπτικός Σερβετάς και αυτός που έχω δίπλα μου ταυτίζονται απόλυτα. Χαμογελώ πλατιά. Αυτό που βλέπουμε στη μικρή οθόνη δεν είναι τίποτά άλλο παρά ο πραγματικός Σερβετάς, όπως είναι και στην καθημερινή του ζωή, του κάνω αυθόρμητα.
«Έτσι ακριβώς. Δεν έχω αλλάξει σε τίποτα, ούτε στον τρόπο που μιλάω, ούτε στο τι φοράω... Έτσι μου αρέσω! Δεν υπάρχει κάποια ...στρατηγική πίσω από τη συμπεριφορά μας. Ξυπνάμε κάθε πρωί και κάνουμε το σταυρό μας και ...την επίθεση».
Όπως τον έχω καθισμένο δίπλα μου και μιλάμε, αισθάνομαι ότι ο Σερβετάς ασχολείται με αυτό ακριβώς που τον εκφράζει. Αλλά από την άλλη, γιατί τόσος περιορισμός; Τον κοιτώ πλάγια και αναλογίζομαι αν θα μπορούσαμε ποτέ να τον δούμε σε κάτι διαφορετικό.
«Για μένα τα πάντα είναι σάτιρα! Θα μου άρεσε όμως να ασχοληθώ με το παραμύθι, με τα παιδιά. Έχω γράψει και έχω εκδόσει ένα παραμύθι. Απλώς, όταν κάνω κάτι δε μου αρέσει να το παρατάω, θέλω να ασχολούμαι μαζί του. Και δυστυχώς, επειδή έχω πολλές δουλειές, δεν το καταφέρνω πάντα αυτό. Μετάνιωσα που έβγαλα το παραμύθι, θα έπρεπε να το είχα βγάλει όταν θα είχα περισσότερο χρόνο να ασχοληθώ με αυτό, να μιλήσω περισσότερο με τα παιδιά... Ο χρόνος όμως θα δείξει. Και με αυτά που κάνουμε μέχρι στιγμής είμαστε καλά, περνάμε καλά, και με το Ράδιο Αρβύλα και με το ραδιόφωνο, το ένα βοηθάει το άλλο και όλα πάνε καλά».
Μου αρέσει πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιεί το «εμείς». Όταν αναφέρεται στα επαγγελματικά του δε λέει ούτε μία φορά τη λέξη «εγώ».
Η κίνηση στο χώρο αρχίζει να αυξάνεται. Ο Σερβετάς έχει αφήσει το laptopστην άκρη και κάθεται χαλαρός ακουμπώντας στην πλάτη του καναπέ, ωστόσο το προσωπικό πηγαινοέρχεται ασταμάτητα καθώς αρχίζουν να καταφτάνουν οι πρώτοι επισκέπτες της βιβλιοπαρουσίασης. Όλοι σκανάρουν διστακτικά το χώρο και κάθονται ήσυχα στα πίσω τραπέζια.
Αυτό που μου προξενεί τη μεγαλύτερη εντύπωση στις επαγγελματικές δραστηριότητες του Σερβετά είναι που είναι όλες επιτυχημένες. Με αποκορύφωμα βέβαια το Ράδιο Αρβύλα! Μα πώς το καλό τα καταφέρνουν, όταν το ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα ναυαγεί μετά το άλλο;
«Η επιτυχία του Αρβύλα πιστεύω ότι οφείλεται στην αλήθεια. Το απλό έχει πάντα τη μεγαλύτερη δύναμη. Μια απλή συνταγή για παράδειγμα. Θα φας δεκάδες φαγητά και αν σε ρωτήσουν ποιο είναι το αγαπημένο σου θα πεις πατάτες τηγανιτές με αυγά και λουκάνικα. Ή ένα κομμάτι ψωμί και μια ντομάτα κομμένη στη τέσσερα –το πιο απλό είναι το πιο νόστιμο! Εμείς είμαστε απλοί, όχι φανφάρες –ή ακόμα κι όταν έχουμε ...φανφάρες, το κάνουμε για να γελάσουμε λιγάκι παραπάνω. Η συνταγή της επιτυχίας –αν πούμε ότι υπάρχει συνταγή της επιτυχίας- είναι ότι είμαστε απλοί και ότι πέφτουμε στη φωτιά –κυριολεκτικά πέφτουμε στη φωτιά».
Τόσο απλά! Έχει μια όμορφη ηρεμία ο τρόπος που μιλάει. Από την άλλη βέβαια, αφού έχεις βρει τη συνταγή της επιτυχίας, δε θες να πας λίγο παραπάνω; Ή μάλλον λίγο παρακάτω, μέχρι την Αθήνα φερ’ ειπείν... Ξεστομίζω την ερώτηση και τον κοιτώ πλάγια. Περιμένω να μου πει ότι έχει βαρεθεί να τον ρωτάνε, αλλά οκ, μου απαντά με τη γνωστή ηρεμία του.
«Θα ήταν πιο δύσκολα, θα έπρεπε να προσαρμοστώ σε μια καινούργια κατάσταση... Δεν είμαι από αυτούς που λένε ότι δεν πρόκειται να κατέβουν σε καμία περίπτωση, αλλά, κι από την άλλη, γιατί να κατεβώ; Αφού κάνω την ίδια δουλειά με τον καλύτερο τρόπο στην πόλη μου, στις γειτονιές που μεγάλωσα, με τους ανθρώπους που αγαπώ. Γιατί να φύγω; Θεωρώ ότι κάνω καλά και δε φεύγω. Ζω στην πόλη που αγαπώ, δίνουμε δουλειά στους εαυτούς μας και σε μερικούς φίλους, κάνουμε ωραία πράγματα. Με την ίδια λογική να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στις Σέρρες! Γιατί; Ενώ τώρα κάνουμε κάτι για τον τόπο μας».
Μια παρέα παιδιών μόλις έχει καταφτάσει και περνούν από μπροστά μας κοιτώντας μας διστακτικά. Ο Σερβετάς τους κοιτά και βρίσκει ευκαιρία...
«Γιατί αργήσατε; Καλά κάνατε και ήρθατε να με καμαρώσετε!».
Τα παιδιά ξεσπούν σε γέλια, παίρνουν θάρρος απευθείας. Ο ένας απλώνει το χέρι στο οποίο κρατά μια φωτογραφική μηχανή και του ζητά να βγουν μαζί μια φώτο. What else can I do? Παραμερίζω πρόθυμα για το αναμνηστικό κλικ, όσο οι νεαροί ποζάρουν περιχαρείς δίπλα στον Σερβετά.
Ξαναπαίρνω τη θέση μου και πατώ το rec. Όταν έχω δίπλα μου άτομα τόσο ήρεμα και τόσο ισορροπημένα όσο ο Σερβετάς, πεθαίνω να τους τσιγκλίσω. Τους ρωτώ πάντα αν μετανιώνουν για κάτι.
«Φυσικά μετανιώνω. Ο σπουδαίος Μάλαμας λέει σε ένα στίχο του “κάνω τις αμαρτίες μου για να μπορώ να μετανιώνω”. Δεν είναι δυνατόν να μη μετανιώνεις για μερικά πράγματα. Αυτά είναι εξάλλου που μας κάνουν να πηγαίνουμε μπροστά. Κάθε μέρα θα βρεις να κάνεις και μικρά λαθάκια και σιγά-σιγά μαθαίνεις και πας για την τελική ευθεία».
Κοντοστέκεται για μια στιγμή, για μερικά δευτερόλεπτα κοιτά το κενό. Μετά χαμογελά πλατιά.
«Τέλος πάντων, η ζωή είναι πολύ μικρή για να είναι θλιβερή και για να είμαστε τόσο σοβαροί. Δεν είναι ωραίο να κάνεις στους άλλους αυτά που δε θες να κάνουν οι άλλοι σε εσένα. Εγώ με αυτό πορεύομαι στη ζωή μου, το έχει πει και ο Ιησούς, ανάμεσα στα πολλά που είπε, και έμενα αυτό μου αρέσει και έτσι πάω μπροστά».
Τι ωραίο που ήταν αυτό! Η κουβέντα μας με εξιτάρει όλο και πιο πολύ αντί να εξασθενεί.
Σύντομη σιωπή μερικών δευτερολέπτων. Ένας σερβιτόρος που περνά βιαστικά από μπροστά μάς τραβά την προσοχή. Από το μυαλό μου περνούν σαν φιλμάκι όλες οι δουλειές του Σερβετά: το ΑΜΑΝ, το Αρβύλα, το ραδιόφωνο... Δεν μπορώ να σταθώ σε κάποια. Αυτός άραγε μπορεί; Η ερώτηση φεύγει από τα χείλη μου περισσότερο σαν προσωπική απορία.
«Η αλήθεια είναι ότι κάναμε πολλά πράγματα». (Νάτος πάλι ο γνωστός πληθυντικός!) «Έχω την αίσθηση ότι τα καλύτερα που έχω βιώσει μέχρι τώρα είναι τα προσωπικά μου, το παιδί μου, τέτοια... Αλλά έχουμε κάνει πολλά ωραία πράγματα, έχουμε γελάσει πολύ και εκ των υστέρων ακόμη περισσότερο, με την έννοια ότι μετά από χρόνια καταλαβαίνεις πόσο ωραίο είναι κάτι που έκανες. Εκείνη τη στιγμή καμιά φορά δεν το καταλαβαίνεις».
Ήταν απίστευτα τρυφερός ο τρόπος που ανέφερε το παιδί του. Αλλά εγώ έχω μείνει ακόμα στα επαγγελματικά. Δουλειά οκ, δεν ξεχωρίζει. Αλλά κάτι που να ξεχωρίζει από αυτή τη δουλειά γενικά;
«Τις φιλίες, τις συνεργασίες».
Εντελώς κόντρα στο κλισέ που θέλει τα πρόσωπα του θεάματος να ανταλλάζουν πισώπλατα μαχαιρώματα! Nice!
«Χωρίς φιλία και συνεργασία δεν μπορείς να πας μπροστά. Οικογένεια, στη δουλειά είμαστε σαν οικογένεια... Το να σε καταλαβαίνει ένας άνθρωπος με τον οποίο είστε τόσες ώρες μαζί, το να μπορεί να σε ανακουφίσει με ένα χάδι, μια κουβέντα, αυτό έχω κερδίσει. Έχω λύσει πολλά έτσι. Άλλοι πηγαίνουν σε ψυχιάτρους, εγώ τα λύνω όλα με την κουβέντα! Αναφέρομαι τόσο στους φίλους που απέκτησα μέσω δουλειάς όσο και σε αυτούς που απέκτησα εκτός».
Μαζί με τον κόσμο που πληθαίνει ολοένα και πιο πολύ, έχουν αρχίσει να καταφτάνουν και τα ΜΜΕ... Ένας εικονολήπτης αρχίζει να στήνει το τριπόδι του, ενώ ένας φωτογράφος κάνει πάνω μας τις πρώτες δοκιμαστικές λήψεις. Βλέποντας τα τηλεοπτικά συνεργεία, μου έρχεται ξαφνικά στο μυαλό το σλόγκαν του Ράδιο Αρβύλα «υπάρχει και αυτή η τηλεόραση». Τι πάει στραβά με την τηλεόραση; Τι πρέπει να αλλάξει και να μείνει ίδιο; Αν δεν έχει απάντηση σε αυτό ο Σερβετάς, τότε ποιος;
«Τη δύναμη την έχει το κοινό. Ποτέ δεν την κατάλαβα την ερώτηση αυτή. Εσύ έχεις το τηλεκοντρόλ. Από τη στιγμή που εσύ επιλέγεις, εσύ αποφασίσεις και διαμορφώνεις την τηλεόραση. Πιστεύω ότι αν συντονιζόμασταν όλοι θα κάναμε καλύτερη και την κοινωνία μας και την παιδεία μας και τις δημοκρατίες και τελευταία και τη ρημάδα την τηλεόραση... Αν φτιάξουμε το γύρω τοπίο, θα φτιάξουμε και την τηλεόραση».
Άλλη μια παρέα περνά από μπροστά μας χαμογελώντας πλατιά. Το καλύτερο του Σερβετά...
«Παρακαλώ περάστε, πλούσια δώρα».
Η παρέα ζητά –τι άλλο;- μια φωτογραφία. Το κλίμα στο χώρο έχει κάτι το ανάλαφρο, είναι ευδιάθετο, χαρούμενο. Επικρατεί μια ευχάριστη αναστάτωση, με τον κόσμο που προσπαθεί να βολευτεί καλύτερα καθώς φλυαρεί ασταμάτητα.
Μου άρεσε η κοινωνική διάσταση που έδωσε στην τελευταία του απάντηση. Ένας άνθρωπος εξάλλου που ασχολείται με τη σάτιρα είναι λογικό να είναι κοινωνικά ευαισθητοποιημένος. Ή μήπως και κοινωνικά υποχρεωμένος; Ξεστομίζω την τελευταία μου ερώτηση, όσο η γενική αναστάτωση έχει φτάσει στο ζενίθ.
«Η σάτιρα σίγουρα έχει έναν κοινωνικό ρόλο και είμαι και εγώ μέρος αυτού. Αλλά μέχρι εκεί. Αυτά τα βαρύγδουπα τα φοβάμαι. Γι’ αυτό γουστάρω και τις ομάδες. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Σαν το μπάσκετ: στόχος είναι να κερδίσουμε!».
(Περιοδικό Ser-Free, #29, Ιούλιος 2013)