Κατερίνα Μαλακατέ - συνέντευξη στο vakxikon.gr

«Στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό. Δεν έχουμε κουλτούρα ανάγνωσης»

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

Κυρία Μαλακατέ, πείτε μου δυο λόγια για το βιβλίο σας Χωρίς Πρόσωπο, που κυκλοφόρησε το 2020 από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το Χωρίς πρόσωπο είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Ο κεντρικός ήρωας, ο Διονύσης, αυτοπυροβολείται στα είκοσι τρία του, και χάνει το πρόσωπό του. Επιβιώνει στη σκιά για χρόνια, η μόνη του επικοινωνία με τον έξω κόσμο είναι το διαδίκτυο. Ώσπου μια επαναστατική εγχείρηση του δίνει πίσω ένα πρόσωπο και μπορεί να βγει ξανά στον κόσμο, να κάνει φίλους, να ερωτευτεί. Το ζήτημα είναι αν αρκεί αυτό για να ωριμάσει. Κι έτσι το βιβλίο τελικά πραγματεύεται το θέμα της ταυτότητας, αλλά και των σχέσεων μας με τους άλλους, έτσι όπως διαμορφώνεται εδώ και τώρα.

Τι είναι αυτό που θέλετε να εκφράσετε μέσω της γραφής; Κοινώς, για ποιο λόγο και με ποιον «σκοπό» γράφετε;

Νομίζω πως γράφω χωρίς σκοπό. Η γραφή είναι το δικό μου προσωπικό δηλητήριο. Και το μεγαλύτερο ιατρικό βέβαια, αυτά πάνε χέρι χέρι.

Έχετε διαγράψει ήδη μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική πορεία. Πώς θα θέλατε να συνεχιστεί αυτή η πορεία; Ποιοι είναι οι ευσεβείς σας πόθοι για το συγγραφικό σας μέλλον;

Ένας μόνο: να συνεχίσω να γράφω βιβλία, να εκδίδονται, να διαβάζονται. Να νιώθω καλά που τα έγραψα, διαβάζοντάς τα χρόνια μετά, κι ας τους βρίσκω ένα σωρό ατέλειες και ψεγάδια.

Είστε συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Booktalks. Πώς θα χαρακτηρίζατε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Είναι ικανοποιητικός ο αριθμός αυτών που διαβάζουν; Είναι συνειδητοποιημένοι ως αναγνώστες; Τι είδους βιβλία προτιμώνται συνήθως;

Στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό. Δεν έχουμε κουλτούρα ανάγνωσης. Όμως αυτό το μικρό γαλατικό χωριό που διαβάζει, αντιστέκεται σθεναρά, αγαπά τα βιβλία με πάθος, στηρίζει την αξιόλογη εκδοτική παραγωγή, τόσο σε μεταφράσεις, όσο και σε πρωτότυπα κείμενα. Στο Booktalks, που επικεντρώνεται στην πεζογραφία και το δοκίμιο, αναπόφευκτα το κοινό προτιμά την καλή ξένη και ελληνική λογοτεχνία.

Διατηρείτε το μπλογκ Διαβάζοντας και το αντίστοιχο βιβλιοφιλικό γκρουπ στο fb. Τι αλλαγές -θετικές ή αρνητικές- θεωρείτε ότι έχει επιφέρει το διαδίκτυο στον τρόπο που λειτουργεί η αναγνωστική διαδικασία και η «διάδοση» της λογοτεχνίας;

Οι θετικές είναι πως τα νέα για τα βιβλία διαδίδονται από στόμα σε στόμα. Οι αναγνώστες έχουν βήμα, και πολύ συχνά άποψη. Το «κύκλωμα» δεν επηρεάζει πια τις αναγνωστικές επιλογές. Εμείς παλαιότερα περιμέναμε με λαχτάρα τα ένθετα των εφημερίδων. Τώρα η πληροφόρηση είναι άμεση, κανένα βιβλίο δεν χάνεται. Οι αρνητικές προέρχονται από την ίδια δεξαμενή. Χάσαμε την εμπεριστατωμένη λογοτεχνική κριτική, λόγια ή μη. Ακόμα και στα έντυπα κυριαρχούν οι γρήγορες βιβλιοπαρουσιάσεις, λίγοι εμβαθύνουν.

Λογοτεχνία και πανδημία: από τη μια υπάρχει μια τάση για διάβασμα, από την άλλη οικονομικό πλήγμα στον εκδοτικό χώρο. Πώς εκτιμάτε ότι μπορεί να διαμορφωθεί η κατάσταση στον χώρο του βιβλίου μετά την πανδημία;

Υπάρχει σίγουρα μια άνθηση, που αντικατοπτρίζεται και στα οικονομικά του κλάδου. Διαφωνώ με το «πλήγμα». Το ζήτημα είναι αν θα συνεχιστεί, αν η στροφή προς το διάβασμα είναι κάτι συγκυριακό λόγω πανδημίας ή θα αποτελέσει μια σημαντική καμπή στον κόσμο του βιβλίου. Τώρα που τα μάτια πολλών είναι στραμμένα στον χώρο.

Τα λογοτεχνικά σας σχέδια για το μέλλον;

Να διαβάζω και να γράφω ακόμα. Να τελειώσω το μεταπτυχιακό. Το επόμενο μυθιστόρημα. Μια συλλογή διηγημάτων που είναι στα σκαριά. Ίσως και μια ποιητική. Τα σχέδια και οι φιλοδοξίες μου σε προσωπικό επίπεδο είναι κυρίως λογοτεχνικά πια.

Κώστας Κουτσουρέλης - συνέντευξη στο vakxikon.gr

"Το γενικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ποίησης είναι η εσωστρέφειά της"

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το vakxikon.gr

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Κίχλη το βιβλίο σας «Η κόρη μου». Πείτε μου λίγα λόγια για αυτό.

Είναι ένα ποιητικό ημερολόγιο -για να το πω έτσι-, μια λυρική καταγραφή της πρώτης χρονιάς με την κόρη μου, από την γέννησή της ως τα πρώτα της βήματα. Τι φέρνει ο ερχομός ενός παιδιού στον κόσμο; Πώς το μεγάλωμά του αλλάζει τη ματιά μας στα πράγματα; Πώς εμπρός στις συνεχείς του μεταμορφώσεις αλλάζουμε εντέλει οι ίδιοι; Τα είκοσι ποιήματα της σειράς πιάνονται από τέτοιους είδους απορίες και στοχαστικές αφορμές. Κυρίως όμως συγκροτούν μια πινακοθήκη από στιγμές, από εντυπώσεις, συγκινήσεις, βιώματα που έχουν καταλαγιάσει σε λέξεις. Να πω ότι την έκδοση της Κίχλης συμπληρώνει σε δική μου μετάφραση η πλησιόθεμη «Προσευχή για την κόρη μου» του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, γραμμένη εκατό χρόνια πριν, το 1919. Πρόκειται για ένα από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Τι είναι αυτό που θέλετε να εκφράσετε μέσω της γραφής σας; Τι είναι αυτό που σας ωθεί να γράφετε;

Αν ήταν ένα και μόνο αυτό που ο συγγραφέας θέλει να «εκφράσει», τότε αργά ή γρήγορα θα το κατόρθωνε και η περαιτέρω ενασχόλησή του με το γράψιμο θα περίττευε. Όμως η γραφή δεν είναι αυτοέκφραση, κατάθεση μιας προσωποπαγούς μύχιας ουσίας, όπως η μεταρομαντική παράδοση το θέλει. Είναι «έκφρασις» με τη μεσαιωνική σημασία του όρου, περιγραφή, αποτύπωση μιας κατάστασης, κάποτε δυναμικής. Και προσαρμόζεται στα εκάστοτε περιγραφόμενα. Ακόμη και όταν ο ποιητής αυτοεκφράζεται, αυτοπεριγράφεται, στην πραγματικότητα έναν άλλο, έναν τρίτο εκφράζει και περιγράφει, έναν ρόλο υποδύεται μέσα στους πολλούς άλλους που θα μπορούσε να υποδυθεί. Όσο για τα κίνητρα που τον ωθούν προς το γράψιμο φοβάμαι ότι είναι κοινά και τετριμμένα. Ένας συνδυασμός από επιθυμίες, συμπτώσεις, προδιαθέσεις και έξεις, σαν αυτές που οιστρηλατούν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, «υψηλή» ή «ταπεινή».

Ασχολείστε πολλά χρόνια με τη λογοτεχνία με πολλούς και διάφορους τρόπους. Πώς θα κρίνατε την σημερινή ποιητική παραγωγή σε σχέση με αυτήν των προηγούμενων δεκαετιών;

Παρότι έχουμε ακόμη πολλούς αξιόλογους ποιητές και ποιήτριες, γενικά μιλώντας η ελληνική ποίηση είναι σε μεγάλη κάμψη. Ακόμη και οι πιο θερμοί θιασώτες της δεν θα τολμούσαν νομίζω να τη θεωρήσουν ισόκυρη με το έργο της Γενιάς του 1930 ή του πρώτου Μεταπολέμου. Όμως αυτό παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις δυτικές λογοτεχνίες, η τάση είναι παντού φθίνουσα. Το ίδιο συμβαίνει αναπότρεπτα και με την ποιητική κριτική της εποχής μας, σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα. Όσο πρόχειρα σπεύδει να χειροκροτήσει την συγκαιρινή μας παραγωγή, τόσο δυσκολεύεται να δει και να προσλάβει ικανοποιητικά τα έργα του παρελθόντος. Όπως έλεγε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: «Την ποίηση που έχομε τη δηλώνει αλάθευτα η κριτική που έχομε».

Το 2019 κυκλοφόρησε το δοκίμιο σας «Η τέχνη που αυτοκτονεί: Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (από τις Εκδόσεις Μικρή Άρκτος). Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας αυτό το «αδιέξοδο» και πώς θα μπορούσε η ποίηση να βγει από αυτό;

Το γενικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ποίησης, πέρα από τον υπερπληθωρισμό των βιβλίων που εκδίδονται, είναι η εντυπωσιακή εσωστρέφειά της. Λείπει η έγνοια για τον αναγνώστη, οι ποιητές σπανίως γράφουν έχοντας κατά νου να διαβαστούν, τα θέματα και τα εκφραστικά μέσα που επιλέγουν στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρουν κανέναν πλην των ιδίων. Και φυσικά, το κοινό τους το ανταποδίδει, αγνοώντας τους… Σκεφτείτε τώρα έναν ηθοποιό ή έναν μουσικό που δίνει παραστάσεις ερήμην ή σε θέατρα κεκλεισμένων των θυρών. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει; Δυστυχώς αυτήν ακριβώς την κατάσταση βιώνουμε σήμερα στον χώρο της ποίησης. Από το αδιέξοδό τους θα βγουν οι ποιητές μας μόνο αν τολμήσουν να παραδεχτούν ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι ούτε φυσική ή αναπότρεπτη, ούτε βεβαίως επιθυμητή, όπως διατείνονται μερικοί… Όμως απέχουμε ακόμη πολύ από το σημείο αυτό. 

Ξενόγλωσση και εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή: θα μπορούσατε να προβείτε σε μια σύγκριση;

Εννοείτε την σύγχρονη; Είναι αδύνατο να έχει κανείς επαρκή εποπτεία, ωστόσο κρίνοντας από τη γερμανόγλωσση και αγγλόφωνη λογοτεχνία με την οποία είμαι περισσότερο εξοικειωμένος, θα έλεγα ότι σε είδη όπως το ποίημα και το διήγημα είμαστε κοντά ή και πάνω από τον διεθνή μέσο όρο. Στο μυθιστόρημα, στο δοκίμιο, στην κριτική υστερούμε, κάποτε και πολύ. Ίσως το ίδιο ισχύει και για τα θεατρικά μας κείμενα, αυτό όμως το λέω με ακόμη μεγαλύτερη επιφύλαξη.

Ποιος είναι ή ποιος πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του ποιητή στη σημερινή κοινωνία;

Αυτός που ήταν ανέκαθεν, αυτός που είναι πάντα ο ρόλος της τέχνης. Να τέρπει και να διδάσκει, πάει να πει να ψυχαγωγεί το κοινό της, με την ευρύτερη δυνατή σημασία της λέξης. Ο ρόλος της τέχνης δεν είναι να γίνει χόμπι για τον καλλιτέχνη, όπως σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει σήμερα. Ειδικά ο Έλληνας ποιητής έχει τριπλή και βαριά ευθύνη. Απέναντι στην ιστορική γλώσσα στην οποία γράφει, απέναντι στην εκπληκτική ποιητική παράδοση της οποίας φιλοδοξεί να αποτελέσει μέρος, και απέναντι στους αναγνώστες και ακροατές του, ενεστώτες και μελλοντικούς.

Έχετε ασχοληθεί με τη γραφή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Τι είναι ωστόσο αυτό που αισθάνεστε ότι δεν έχετε γράψει ακόμα;

Ο τρόπος της γραφής από μόνος του δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ήθελα τα γραπτά μου να είναι ωφέλιμα, να ανταμείβουν τον αναγνώστη τους, ακόμη και αν χρειάζεται ενίοτε να τον ταρακουνούν. Τα βιβλία μου δεν μοιάζουν μεταξύ τους, ούτε θεματικά ούτε τεχνοτροπικά. Αυτό δεν γίνεται επειδή είμαι καινοθήρας, η καινοτομία ως ζητούμενο λογοτεχνικό μού είναι όλως διόλου αδιάφορη. Γίνεται επειδή η γραφή προσαρμόζεται στα ενδιαφέροντα ενός συγγραφέα και τα δικά μου τυχαίνει να είναι πολλά και ποικίλα. Και υποπτεύομαι ότι αυτό δεν θ’ αλλάξει ιδιαίτερα στο μέλλον.

Αλέξης Σταμάτης - συνέντευξη στο vakxikon.gr

«Ο όρος "πνευματικός άνθρωπος" έχει δυστυχώς εκφυλιστεί»

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το vakxikon.gr

Πείτε μου λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο «Αθώα Πλάσματα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

Τα «Αθώα Πλάσματα» σε πρώτο επίπεδο είναι ένα νουάρ αφήγημα. Ωστόσο, ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει πολλά διαφορετικά πράγματα, εάν θελήσει να εξορύξει τα επιφαινόμενα. H ιδέα προέκυψε από τη φράση «Παρακολούθησέ με…», κάτι που προτείνει μια μεσήλικη γυναίκα στον κεντρικό ήρωα, τον Στέφανο, ο οποίος είναι ιδιωτικός ερευνητής. Έτσι αρχίζει μια περιπέτεια, η οποία εν τω βάθει της σημαίνει πως εξερευνώντας τον άλλο, εξερευνάς τον εαυτό σου. Έτσι δημιουργείται, ελπίζω, μια ταύτιση του αναγνώστη με τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος τον ταξιδεύει σε απρόβλεπτα μονοπάτια ως το απρόσμενο τέλος.

Οι ήρωες σας στα «Αθώα Πλάσματα» είναι λίγο… σκοτεινοί. Διανύουν μια δύσκολη φάση στη ζωή τους, ακροβατούν ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, κρύβουν μυστικά. Προς τι αυτή η επιλογή; Τι θέλετε να εκφράσετε μέσα από αυτό το βιβλίο;

Ο κεντρικός ήρωας, ο Στέφανος, είναι όντως ένας σκοτεινός τύπος. Ένας μοναχικός ιδιωτικός ερευνητής, που επιστρέφει στην πόλη, φέροντας το τραυματικό του παρελθόν. Εκεί, θα δεχτεί μια παράξενη επίσκεψη. Η Μαριάννα, μια επίδοξη πελάτης, του ζητά να την παρακολουθήσει. Αρχικά της αρνείται. Αλλά, χωρίς σχεδόν να το καταλάβει, ακολουθεί τα ίχνη της και πέφτει επάνω σε ένα περίεργο ζευγάρι. Από εκεί και πέρα τα πράγματα αποκτούν μια άλλη μορφή. Τα υφέρποντα δίπολα Καλό-Κακό, Εγκληματίας-Άγιος, Έρωτας-Θάνατος οξύνονται και αρχίζει μια περιπέτεια που εμπλέκει όλους τους ήρωες σε έναν τρελό χορό. Τους ήρωες, που είναι άνθρωποι ικανοί για το καλύτερο, αλλά και το χειρότερο. Ο τίτλος «Αθώα πλάσματα» είναι αλληγορικός, ειρωνικός και μαζί κυριολεκτικός. Βάσει της τρέχουσας κοινά αποδεκτής ηθικής, κανένα από τα πλάσματα του βιβλίου δεν είναι αθώο. Ωστόσο, δεν υπάρχει ψυχή χωρίς σκοτεινές κρύπτες, χωρίς ενστικτώδεις ορμές, χωρίς αποσιωπημένες ανίερες επιθυμίες. Το θέμα είναι εάν αυτά τα στοιχεία θα βγουν ή όχι στην επιφάνεια. Εκείνο που με ενδιέφερε περισσότερο στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν μια υπαρξιακή καταβύθιση, σχεδόν σε όλα τα καίρια θέματα του ανθρώπου, κυρίως όμως στον Έρωτα και το Θάνατο. Το δίπολο αυτό είτε ταλαντώνεται σαν απειλητικό εκκρεμές, είτε πέφτει σαν σκιά στα γεγονότα, οδηγεί την ιστορία σε μια αναπάντεχη διαδρομή που σημαδεύει ανεξίτηλα όλους τους εμπλεκομένους. Τα «Αθώα Πλάσματα» (Εκδ. Καστανιώτη 2020, https://www.kastaniotis.com/book/978-960-03-6684-6) δεν είχαν κλείσει μήνα στα βιβλιοπωλεία από τη στιγμή που σοβάρεψε η κρίση του κορωνοϊού. Υπάρχει όμως η δυνατότητα να αγοράσει κάνεις το βιβλίο διαδικτυακά στον παραπάνω σύνδεσμο.

Μετά από τόσα μυθιστορήματα που έχετε γράψει, θεωρείτε ότι επεξεργάζεστε κάθε φορά την ίδια ιδέα με άλλον τρόπο ή κάθε σας βιβλίο εκφράζει κάτι εντελώς διαφορετικό;

Δεν είναι κάτι που μπορώ να πω εύκολα εγώ για τον εαυτό μου. Κάθε φορά που αρχίζει κάτι, ένα κείμενο, νιώθω ότι αρχίζω από την αρχή. Ωστόσο, είναι λογικό να κουβαλάω τις απόλυτα προσωπικές μου μνήμες, τις εμμονές μου και όλα τα σχετικά. Η ιδέα, το πλάνο, μπορεί να είναι κάτι απλό, όπως στα «Αθώα Πλάσματα». Στην επεξεργασία μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο. Τον οποίο κάποια στιγμή εγκαταλείπω. Μετά το βιβλίο ανήκει σε εσάς τους αναγνώστες. Προσέξτε. Διαβάζετε ένα βιβλίο. Τελειώνετε την ανάγνωση γεμάτη ερωτήματα, συγγραφέας δεν υπάρχει όμως για να παράσχει τις οποιεσδήποτε απαντήσεις. Ο συγγραφέας είναι απών. Το μόνο χειροπιαστό πράγμα που έχετε από αυτόν είναι η δουλειά του, το κείμενο. Οποιοδήποτε συμπέρασμα επιθυμείτε, θα πρέπει να το αντλήσετε μόνη σας από αυτό.

Έχετε ασχοληθεί με διάφορα είδη του λόγου (πεζό, ποίηση, παιδικό μυθιστόρημα). Τι θέλετε να εκφράσετε μέσα από κάθε είδος και τελικά ποιο σας ταιριάζει περισσότερο;

Αυτό δεν είναι κάτι που έχω αποφασίσει συνειδητά. Έτυχε κατά καιρούς και με ιντρίγκαραν διάφορα είδη. Η γραφή είναι μια. Έχω μια ολιστική προσέγγιση ως προς αυτή.

Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Σε πόσο μεγάλο βαθμό μπορεί να διδαχτεί η γραφή και τι ρόλο παίζει το έμφυτο ταλέντο;

Η δημιουργική γραφή, όπως την βλέπω εγώ, προσφέρει μια εξοικείωση με τον μαγικό κόσμο της μυθοπλασίας, ανοίγοντας την «κουρτίνα των εργασιών» της και προσφέροντας μια ανοιχτή θέα στον μαγικό κόσμο της γραφής μαζί με ασκήσεις και πρακτική εμπειρία. Η προσπάθεια θα είναι να εξερευνήσουμε την λογοτεχνία όχι μόνο μέσα από μια σειρά γενικά αποδεκτών κανόνων που αφορούν στην αφήγηση, αλλά, κυρίως, μέσα από το ίδιο της το μαγικό υλικό. Κι αυτό από την εμπειρία ενός συγγραφέα με όχημα την θεωρητική προσέγγιση που βασίζεται σε μια μελετημένη μέθοδο προσέγγισης της λογοτεχνίας, που έχει ήδη εφαρμοστεί σε αρκετές τάξεις με μεγάλη επιτυχία εδώ και δέκα χρόνια. Μαθητές μου έχουν εκδώσει συνολικά είκοσι εννέα βιβλία.

Ποιο θεωρείτε πως είναι το στοιχείο που καθιστά έναν «γραφιά» συγγραφέα;

Ο γραφιάς είναι ο homo scriptor. Η γραφή σημαίνει μια πλήρη αλλαγή στη σχέση συνείδησης του ανθρώπου, μια και τον απελευθερώνει από την τυραννία του παρόντος. Η δραστηριότητα της γραφής και της ανάγνωσης είναι απείρως πιο αφηρημένη από αυτή της ομιλίας και της ακοής. Η γραφή αλλά και η ανάγνωση είναι απόλυτα απαραίτητες μια και όλες οι σκέψεις, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προέρχονται από πρωτογενείς προφορικούς πολιτισμούς, είναι σε κάποιο βαθμό αναλυτικές, διότι κατακερματίζουν το υλικό σε διάφορες συνιστώσες, αλλά η αφηρημένη διαδοχική, ταξινομητική, επεξηγηματική εξέταση των φαινομένων ή των δηλωμένων αληθειών είναι αδύνατη χωρίς γραφή και ανάγνωση. Όποιος συγγραφέας τιμά την ιδιότητά του είναι κάτι παραπάνω από ένας άνθρωπος που βγάζει δυο λέξεις στη σειρά.

Ποιος είναι ή πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος του συγγραφέα στην κοινωνία;

Εάν διευρύνουμε κάπως την ερώτηση μπορούμε να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο ρόλος του «πνευματικού ανθρώπου» στην κοινωνία. Δυστυχώς ο όρος έχει εκφυλιστεί. Πνευματικός άνθρωπος θα λέγαμε ότι είναι εκείνος ο οποίος καταβάλει πνευματικό μόχθο προσπαθώντας να εξερευνήσει το ζωικό μυστήριο. Εκείνος που κοιτάζει στα ενδότερα του ανθρώπου. Ο Μάρκος Αυρήλιος έγραψε: Αδικεί πολλάκις ο μη ποιών τι, ου μόνον ο ποιών τι, δηλαδή, όταν ο πνευματικός άνθρωπος και κατ’ επέκταση ο συγγραφέας σωπαίνει σε κρίσιμες ώρες, ουσιαστικά αδικεί και τον ίδιο του τον εαυτό. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν αυτός ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να αντιταχθεί πίσω από δοκιμασμένους προβληματικούς λόγους, όπως τον πολιτικό λόγο. Σήμερα, σε μια εποχή λαϊκισμού και ευκολίας, η στάση αυτή αποτελεί πρόσφορη βορά για τα σόσιαλ μίντια και το σύστημα το οποίο απλώς τον χρησιμοποιεί, τον καταναλώνει. Δεν τον αφήνει να επέμβει ουσιαστικά. Από το να είναι διακοσμητικός, καλύτερα να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Εντέλει ο πνευματικός άνθρωπος, ο συγγραφέας, μιλάει με το έργο του και είναι ακριβώς αυτή η ιδιότητά του που τον κάνει να είναι παρών, ίσως ακόμα και πιο δραστικά από το εάν παρέμβαινε σχολιάζοντας το επίκαιρο. Ειδικά στις μέρες μας, όπου η δαιμονοποίηση κάθε είδησης και ο κατακερματισμός της σε βαθμό που να απαιτείται ιατροδικαστική εξέταση για να καταλάβουμε τι έγινε, απαιτεί ένα άλλο είδος λόγου.  Ένα λόγο ο οποίος να μπορεί να ερμηνεύει τα κοινωνικά φαινόμενα με όρους που να μην είναι της επικαιρότητας, του θυμικού και του συμφέροντος, αλλά με όρους του υψηλού, του ουσιώδους, όρους μακράς πνοής και πλατιάς οπτικής.

Από ολόκληρη τη συγγραφική σας πορεία, ποια στιγμή θα ξεχωρίζατε; Ποιο είναι το πιο σημαντικό που σας συνέβη ως συγγραφέας;

Καμία στιγμή και το εννοώ. Η καλλιτεχνική πορεία ενός δημιουργού είναι ένα όλον. Κάθε μέρα είναι ισότιμη. Από εκείνη που δεν θα γράψω ούτε μια γραμμή ως και εκείνη που θα μου εμφανιστεί η ιδέα για ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μου μου συνέβησαν σε βιωματικό επίπεδο και ήταν ο έρωτας με την Εύα και ο γιος μας, ο Ερμής.

Πώς φαντάζεστε το συγγραφικό σας μέλλον; Τι άλλο θα θέλατε να κάνετε που δεν έχετε κάνει μέχρι στιγμής;

Θα απαντήσω συλλογικά. Να μπορέσω κάποτε εγώ αλλά και οι συνάδελφοί μου να αντιμετωπιζόμαστε ως πραγματικοί καλλιτέχνες και όχι ως διακοσμητικά πρόσωπα. Να μπορέσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να σπαταλιόμαστε από εδώ και από εκεί.

Συγγραφικά σχέδια για το μέλλον;

Προς το παρόν υπάρχει το μυθιστόρημα μου «Αθώα Πλάσματα». Αυτόν τον καιρό γράφω ένα νέο μυθιστόρημα, έχω έτοιμο ένα παιδικό, ενώ έχουμε κλείσει να ανεβάσουμε το έργο μου «Μπλε Δωμάτιο» σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη. Το έργου είχε ανεβεί υπό μορφής αναλογίου στο Θέατρο Τέχνης τον Οκτώβριο του 2019.

Ανδρέας Μήτσου

«Η τέχνη ανατρέπει βεβαιότητες, δημιουργεί νέους στοχασμούς και σκέψεις, μια καινούργια θέαση του κόσμου»

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

 

Πείτε μου λίγα λόγια για το βιβλίο σας «Η Αστυνόμος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

          Θα αναφερθώ καταρχάς στη λεγόμενη «υπόθεση», παρόλο που για μένα, η υπόθεση είναι πρόφαση της αφήγησης. Όσοι παρουσιαστές-«εκτιμητές» βιβλίου εξαντλούνται στο δευτερεύον αυτό στοιχείο ενός λογοτεχνικού έργου, το διαχειρίζονται διεκπεραιωτικά και επιπόλαια.

          Υπάρχει, εν πάση περιπτώσει, μια νέα γυναίκα στο μυθιστόρημά μου, αστυνόμος, ανικανοποίητη από τη ζωή και το επάγγελμά της, η οποία παρέχει στον συγγραφέα πατέρα της καίριες πληροφορίες για ιδιάζοντα εγκλήματα, ως συγγραφικό υλικό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φιλοδοξεί όμως να καταστεί η ίδια ο συγγραφέας της κάθε ιστορίας, να καταργήσει έτσι την πληκτική ζωή της, να την αναβαθμίσει ποιοτικά, οικειοποιούμενη στην ουσία τη συγγραφική ταυτότητα του πατέρα. Σε συγκεκριμένο μάλιστα ερωτικό έγκλημα, προσδοκά να τον παγιδέψει, ούτως ώστε να τον εμπλέξει στην υπόθεση και να τον καταστρέψει. Υπάρχουν, κατ’ αυτήν, εύλογες αιτίες να μισεί τον πατέρα της.

          Ό,τι επιτυγχάνεται, εν τέλει, από την ασύγγνωστη εμπλοκή τους σ’ αυτή την ερωτική ιστορία, είναι η ταύτιση των δύο τραγικών ηρώων, η ανάδειξη και συνειδητοποίηση της απελπιστικής μοναξιάς τους. Η καταφυγή στην τέχνη της γραφής, σε μία υποκατάστατη πραγματικότητα και μια επίπλαστη ζωή, αποδεικνύεται και για τους δυο μάταιη και ατελέσφορη. Η καθημερινή ζωή απαιτεί την άμεση βίωση.

Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου σας «Η Αστυνόμος» είναι γυναίκα. Είναι εύκολο ή δύσκολο για έναν συγγραφέα να γράφει για ήρωες του αντίθετου φύλου;

          Γράφοντας, ο δημιουργός το πρώτο που αναιρεί είναι το φύλο του. Τείνει να καταστεί άφυλος, ένας άγγελος. Εάν πείθει με το λόγο, το ύφος, για την αλήθεια του, τότε το έργο καθίσταται τέχνη, ειδάλλως μία εμπρόθετη κατασκευή. Αφού αληθινό είναι ό,τι πείθει για την αλήθεια του. «Γιατί υπήρξα άλλοτε», λέει ο Εμπεδοκλής, «και αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί, ψάρι βουβό στη θάλασσα».

          Εύκολο; Τίποτε εύκολο στη γραφή. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο παιδεύτηκα για να φαίνεται πως δεν παιδεύτηκα καθόλου. Ώρες ατέλειωτες ενδοσκόπησης, αϋπνίας, αγωνίας και παιδεμού. Από εβδομήντα χιλιάδες λέξεις η «Αστυνόμος», κατέληξε να μονταριστεί στις σαράντα τέσσερις και οι πεντακόσιες σελίδες να γίνουν διακόσιες σαράντα, με την κάθε μία λέξη να θέλω να καρφώνεται γερά, «να μην την πάρει ο άνεμος», ώστε η ιστορία να αποκαθαρθεί, να κυλάει φυσικά και απλά, κατά «το εικός και το αναγκαίο», γιατί η γραφή, όπως και η ζωή, είναι απλή.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο καλό, κατά τη γνώμη σας;

          Το έργο, οιασδήποτε τέχνης, προσφέρει την παραμυθία, την παρηγοριά. Δηλαδή ουσιώδη χρόνο. Ασφαλώς η κάθε τέχνη, και ως τεχνική ακόμη να εκληφθεί, με την αρχική σημασία της λέξης, απαιτεί μύστες και μυημένους. Υπάρχει, δηλαδή, ως αναγκαίος όρος η αναγνωστική επάρκεια. Ένα βιβλίο λογοτεχνίας είναι καλό μόνο όταν προσφέρει σε κάποιον την άφεση, ή κακό όταν «σου τρώει» τον χρόνο. Είμαστε, σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία μας. Κόκκινα τα γυαλιά σου, κόκκινος σου φαίνεται κι ο κόσμος. Καλό για ποιον επομένως, καταφεύγω στον Μπρεχτ.

          Ένα καλό βιβλίο, πάντως, συντελεί στην ανάδυση του αυθεντικού εαυτού, μέχρι να υπερβείς τα καχεκτικά όρια του εγώ σου, αναιρεί τις βεβαιότητές σου, σε ανυψώνει ώστε να φτάσεις στις προοπτικές της φύσης σου. Ένα κακό βιβλίο σε κάνει χειρότερο άνθρωπο.

           «Η καθαρή αλήθεια» του δημιουργού, σε κάθε περίπτωση, δρα ως καταλύτης και καθαρκτική δύναμη εντός μας. Εννοείται, βέβαια, για την λογοτεχνική γραφή, η σιωπή, το ανείπωτο, ο κρυπτικός λόγος και υπαινιγμός. Πως πρέπει να υπονοούνται τα πράγματα, να είναι κρυμμένα και άδηλα και να μην καταδηλώνονται. Αυτό τα καθιστά φυσικά και «φύσις κρύπτεται φιλεί», ως γνωστόν. Το δε έργο, «δεν λέει, είναι!»

            «Τι θέλει να πει ο συγγραφέας;» ρωτάνε ακόμα οι φιλόλογοι. Τίποτε δεν θέλει να πει, απλά το λέει. Κι ο καθένας «ακούει» ό,τι είναι σε θέση να εισπράξει. Όταν, όμως, ακούσει, τότε καθίσταται πραγματικός αναγνώστης, ο ίδιος δημιουργός, ισότιμος ή και ανώτερος ακόμα συνομιλητής του συγγραφέα.

Έχει υποχρέωση ο συγγραφέας να αποτυπώσει στα βιβλία του το στίγμα της εποχής του;

          Ένα γνήσιο κείμενο αποτυπώνει νομοτελειακά «το στίγμα της εποχής του». Ωστόσο, η τέχνη δεν κάνει προπαγάνδα, δεν είναι καλύτερος ο συγγραφέας από τον αναγνώστη, ούτε κολακεύει τις εγκαθιδρυμένες απόψεις του, παρά ανατρέπει βεβαιότητες, δημιουργεί νέους στοχασμούς και σκέψεις, μια καινούργια θέαση του κόσμου.

          Σήμερα στην λογοτεχνική παραγωγή, ελληνική και ξένη, ως επί το πλείστον, είναι ο κανόνας να εστιάζουν, οι δόλιοι συγγραφείς, στα επίκαιρα θέματα, κολακεύοντας το «πολιτικώς ορθό». Αυτοί επιβιώνουν, αυτούς αναδεικνύουν, αυτοί πουλάνε. Ο συγγραφέας εάν δεν είναι ανατρεπτικός σ’ όλες τις εκφάνσεις του, εγώ δεν τον υπολογίζω για συγγραφέα. Η μόνη υποχρέωση του συγγραφέα είναι να καταπραΰνει το θηρίο που «γαυγίζει» μέσα του, να έρθει σε συμφιλίωση, έστω και πρόσκαιρη, με τον εσώτερο εαυτό και να αποστάξει ό,τι πολύτιμο. Τότε θα συντελέσει στην αρμονία, τη δική του και του κόσμου. Και η αρμονία προϋποθέτει τη διαρκή σύγκρουση με την εσώτερη και την εξωτερική πραγματικότητα.

          «Σε τι χρονικά διαστήματα πρέπει να εμφανίζεται ο συγγραφέας;» με ρωτούν, «πόσο χρόνο σου πήρε να το γράψεις το βιβλίο;» Μα αυτό έχει να κάνει με τον δικό μου χρόνο. Τον δικό μου χρόνο καταθέτω. Δεν υπάρχει δηλαδή κοινός χρόνος με κανέναν, παρά μόνον ο ατομικός, αυτός είναι ο πραγματικός χρόνος, συνάρτηση της εμπειρίας, της βίωσης και του βάθους της κάθε ύπαρξης. Κάθε βιβλίο κρίνεται αυτόνομα και ανεξάρτητα από το κάθε προηγούμενο. Ο δε συγγραφέας δεν είναι το ίδιο άτομο μέσα στη χρονική διαδοχή. Πόσο χρόνο καταθέτει κάποιος και πόσος του μένει ακόμα, ποιος δικαιούται να τον μετράει;

          Τέτοιες συμβατικές αντιλήψεις, δυστυχώς, χαρακτηρίζουν το χώρο του βιβλίου. Εάν ένα βιβλίο γοητεύει, ανταμείβει με το χρόνο της γητείας του. Ο συγγραφέας δεν συνιστά μόνιμη ιδιότητα, όταν γράφεις γίνεσαι συγγραφέας. Το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν δικαιούται κανείς να το κρίνει, παρά μόνο το έργο του. Θαυμάζω, επί παραδείγματι, τον σκηνοθέτη Πολάνσκι και την τελευταία ταινία του «Ντρέιφους». Αυτό το έργο μπορώ να κρίνω, δεν με αφορά ο βίος και η πολιτεία του Πολάνσκι. Ούτε καταλογίζω στον Σκορτσέζε, φερ’ ειπείν, την προχωρημένη ηλικία του για να θαυμάσω τον «Ιρλανδό» του. Αφού μαρτυρία της νεότητας του δημιουργού είναι το κάθε ένα έργο του. Αυτό είναι δηλαδή το «πολιτικώς ορθό». Μια μικροαστική χυδαιότητα και ο ρατσισμός.

Τα βιβλία σας έχουν εκτεταμένους διαλόγους. Θα σας ενδιέφερε και το θεατρικό κείμενο;

          Έχω γράψει και σε θεατρικό τον «Κύριο Επισκοπάκη», που έτυχε πολύ καλής υποδοχής. Ανέβηκε στο «104» με τους Κ. Σπερελάκη, Στ. Μάινα, Κ. Καζανά (ο Καζανάς μάλιστα τιμήθηκε για το ρόλο του στο έργο με το Βραβείο Καρόλου Κουν το 2008).

          Αμέτρητους αφηγηματικούς τρόπους μηχανεύεται ο συγγραφέας για να κατορθώσει να εξορύξει όσα αναταράσσονται εντός και αναμοχλεύονται και να απαλλαγεί.

Έχετε γράψει πολλά βιβλία. Αν έπρεπε να καταλήξετε σε μία κεντρική ιδέα, που να αφορά το σύνολο του έργου σας, ποια θα ήταν αυτή;

        «Ό,τι και να πω, κάτι περισσεύει, τρύπια είναι η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει», ξέρει τι λέει ο Σαββόπουλος. Σαν την αράχνη, πασχίζουμε να καλύψουμε αυτή την τρύπα, να στήσουμε τον ιστό, να πιάσουμε μέσα τον προσδοκώμενο αναγνώστη, τον σκιαγμένο εαυτό μας.

Ο μεγαλύτερος συγγραφικός σας φόβος;

          Συγγραφικός φόβος όχι, δεν θα το ’λεγα. Ενστερνίζομαι τη θέση πως πρέπει να χρησιμοποιούμε τα μέσα της τέχνης στη ζωή, όχι για να την κάνουμε περισσότερο τέχνη, αλλά περισσότερο ζωή. Και στη ζωή πολλοί φόβοι με περικυκλώνουν ύπουλα. Μ’ αυτούς αντιμάχομαι. Αυτούς προσπαθώ να καταπραΰνω γράφοντας. Εξάλλου, ο φόβος συναρτάται με την αγάπη και την απώλεια. Εάν δεν φοβάσαι τίποτε, δεν είσαι ελεύθερος, δεν σου έχει απομείνει αγάπη μέσα σου. Τίποτε δεν σε νοιάζει.

Τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;

          Δε σχεδιάζω, δεν είναι του χαρακτήρα μου. «Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός», αυτό το ρητό του Ηρακλείτου ακολουθώ. «Όλα κρέμονται από τη στιγμή».

Κώστας Βουτσάς

«Στη δική μας τη δουλειά η διάρκεια μετράει, δεν έχει σημασία να κάνεις μια έκρηξη, μια λάμψη και μετά να χαθείς»

Κύριε Βουτσά, έχετε συνεργαστεί με τα λαμπρότερα πρόσωπα του ελληνικού κινηματογράφου. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχουν άξιοι συνεχιστές αυτών των ηθοποιών;

Και βέβαια υπάρχουν. Δε θα σταματήσει το θέατρο σ’ εμάς. Και μάλιστα μπορώ να πω ότι σήμερα οι ηθοποιοί είναι πιο γυμνασμένοι, πάτησαν πάνω σ’ εμάς, όπως εμείς πατήσαμε πάνω στους προηγούμενους. Έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς, και άντρες και γυναίκες, και το θέατρο πάει πάρα πολύ καλά, και έργα σπουδαία παίζονται και παραστάσεις ωραίες γίνονται…

Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα τι βλέπετε να έχει αλλάξει;

Έχουν γίνει αλλαγές προς το καλύτερο, ειδικά όσον αφορά στους ηθοποιούς προς το καλύτερο.

Πιστεύετε ότι και ο κινηματογράφος είναι σε καλή κατάσταση;

Κινηματογράφο δεν έχουμε ακόμα πολύ δυνατό, γιατί υπάρχουν προβλήματα τεχνικά, για παράδειγμα δεν έχουμε αίθουσες να παιχτούν οι ελληνικές ταινίες, επίσης θα έπρεπε να γίνονται συμπαραγωγές με Άγγλους, Αμερικάνους, Αυστραλούς, τέτοια πράγματα.

Τα τηλεοπτικά δρώμενα;

Η τηλεόραση είναι πλέον φαγάνα, πιράνχας είναι, και θέλει κάθε φορά κάτι καινούργιο, ξεχωρίζει κάποιον, μετά σταματάει, έπειτα μπαίνει άλλος στη μέση, έτσι είναι η τηλεόραση. Έχει και καλές έχει και κακές στιγμές, για την κακή στιγμή υπάρχει βέβαια και το τηλεκοντρόλ, αν δε σ’ αρέσει κάτι το αλλάζεις κι έτσι γλιτώνεις.

Σήμερα στην τηλεόραση υπάρχουν πολλές εκπομπές χαμηλής ποιότητας, πολλά reality και shows… Αυτή η προχειρότητα, η ευκολία πιστεύετε ότι έχει απομακρύνει τον κόσμο από τον ποιοτικό κινηματογράφο και το καλό θέατρο ή το ενδιαφέρον του κοινού παραμένει αμείωτο;

Καταρχήν, η τηλεόραση υποβαθμίζει την κοινωνία γιατί θέλει φτηνά και εύπεπτα πράγματα, κάποιο καλό έργο δύσκολα να το περάσει. Τα reality από την άλλη βγάζουν εφήμερους πρωταγωνιστές, εφήμερες φίρμες, γιατί στη δική μας τη δουλειά η διάρκεια μετράει, δεν έχει σημασία να κάνεις μια έκρηξη, μια λάμψη και μετά να χαθείς. Η τηλεόραση αυτό το κακό έχει, πρέπει να κάνεις συνέχεια επιτυχίες, αλλιώς δε σε θυμούνται. Παρολαυτά, ο κόσμος δείχνει πάντα ενδιαφέρον και για το θέατρο και για τον κινηματογράφο, και τώρα τελευταία μάλιστα με τα ΔΗΠΕΘΕ έχει ανέβει και η στάθμη του κοινού.

Εσείς πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι οι ταινίες εκείνης της εποχής είναι τόσο αγαπητές μέχρι σήμερα;

Φαίνεται πως είναι ταινίες νοσταλγίας, ταινίες ευγενικές, με ήθος, και μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση την κοινωνική που ζούμε τώρα, που έχουμε φτάσει στον πάτο, αυτές οι ταινίες φέρνουν μια νοσταλγία, πολύς κόσμος, και ιδιαίτερα τα παιδιά, θα ήθελαν να ζούνε έτσι, τόσο ελεύθερα, τόσο ωραία, κι αυτό παίζει μεγάλο ρόλο. Έπειτα, είναι διαχρονικές, γιατί και τα θέματα είναι ωραία και τα αστεία τους είναι πολύ σωστά.

Τους νέους ηθοποιούς που σας πλησιάζουν με ποιον τρόπο τους βοηθάτε;

Δεν τους βοηθάω. Δε δίνω ποτέ συμβουλές, γιατί άλλη εποχή η σημερινή και άλλη εποχή η δική μου. Απεναντίας, εγώ μαθαίνω από αυτούς.

Στη δική σας εποχή ήταν πιο δύσκολο να γίνει κάποιος ηθοποιός σε σχέση με σήμερα;

Ηθοποιός όχι, αλλά να γίνει κάποιος γνωστός βέβαια. Τώρα είναι πολύ εύκολο να γίνεις ηθοποιός, είναι πάρα πολύ απλό. Τότε ήταν λίγα τα θέατρα, λίγες οι ταινίες και υπήρχαν και λίγοι ηθοποιοί, αναλογικά είναι όλα σωστά.

Μέχρι στιγμής έχετε διαγράψει μια πορεία αξιοζήλευτη. Υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε ή κάτι που δεν έχετε κάνει ακόμα;

Υπάρχουν πάρα πολλά που δεν έχω κάνει ακόμα, αλλά δε γίνεται να τα κάνεις όλα σ’ αυτή τη ζωή. Και βέβαια όμως είμαι ικανοποιημένος, και λεφτά απέκτησα, και σε έργα έπαιξα και παίζω ακόμα, επίσης έχω παίξει στην Επίδαυρο τρεις-τέσσερις φορές, όπως και στο Ηρώδειο, έχω κάνει πολλά πράγματα.

Δραματικούς ρόλους έχετε ερμηνεύσει ποτέ;

Έχω ερμηνεύσει, αλλά όχι ολόκληρους, κάποιους ρόλους κάποιας στιγμής.

Γιατί επιλέγατε πάντα κωμικούς ρόλους; Τι ήταν αυτό που σας άρεζε τόσο στους κωμικούς ρόλους;

Μου άρεσε πάρα πολύ, και να ψυχαγωγώ τον κόσμο και μου ταίριαζε και καλύτερα.

Υπάρχει κάποια ταινία σας που την ξεχωρίζετε ιδιαίτερα από τις άλλες;

Όχι, όχι, τις αγαπάω όλες το ίδιο, γιατί οι ταινίες αυτές ήταν όλες επιλογές μου.

Τηλεόραση, θέατρο ή κινηματογράφος;

Το θέατρο, ούτε συζήτηση. Και η τηλεόραση έχει βέβαια κάποια πράγματα, αλλά μέσα σε όλο αυτό που γίνεται κάποια πράγματα φαίνονται και κάποια άλλα χάνονται…

Σ’ όλες σας τις ταινίες είχατε το ρόλο του «ζεν πρεμιέ» και μέχρι σήμερα έχετε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Μιλήστε μας για τις γυναίκες της ζωής σας.

Τις αγαπάω πολύ τις γυναίκες. Δεν ξεχωρίζω όμως κάποια, δε θέλω να προσβάλω καμία, ήταν όλες επιλογές μου. Και εφόσον έχω χωρίσει δε μιλάω ποτέ άσχημα για κάποια γυναίκα. Μπορεί να την ξεχάσω, αλλά δε θα τη βρίσω ποτέ.

Περιοδικό Alfa in Style, 2007

 

«Το θέατρο βοηθάει στο να διαμορφωθούν καινούργιες συνειδήσεις»

Θεωρείτε ότι το θέατρο είναι ικανό να αναμορφώσει τις πολιτικές συνειδήσεις;

Ωραία ερώτηση. Δεν ξέρω αν μπορεί να ξεσηκώσει τον κόσμο, όμως τον υποψιάζει. Όταν ο κόσμος χειροκροτάει, πάει να πει ότι ξυπνάει, μαθαίνει. Ειδικά η σάτιρα είναι μπουνιά στο στομάχι, πρέπει να ξυπνήσει ο θεατής. Και πιστεύω πως τον ξυπνάμε τον θεατή. Βέβαια δεν κάνουμε επανάσταση, αλλά το θέατρο βοηθάει πάρα πολύ για να διαμορφωθούν συνειδήσεις καινούργιες.

Πιστεύετε η κατάσταση στη χώρα μας, και η πολιτική και η κοινωνική, έχει φτάσει σε σημείο οριακό;

Θα έλεγα πως δεν έχει φτάσει στον πάτο, έχει φτάσει στον απόπατο.

Δικαιολογείτε επομένως τις αντιδράσεις του κόσμου και τα όσα έχουν συμβεί;

Απολύτως, χίλια τοις εκατό. Εσείς οι νέοι δεν έχετε μέλλον. Δηλαδή, παίρνεις το πτυχίο σου και γίνεσαι delivery, μπάρμαν, ταξιτζής... Δεν υπάρχει μέλλον για τους νέους και καλά κάνουν και ξεσηκώνονται. Όταν βλέπει ότι οι υπουργοί κλέβουν, οι παπάδες κλέβουν, στην τράπεζα έχουν δισεκατομμύρια, τι θα κάνει ο νέος; Θέλω επίσης να πω στον κόσμο να ψηφίσει και κάποιο άλλο δυνατό κόμμα, όχι για να γίνει κυβέρνηση, αλλά για να έχει δύναμη μέσα στη Βουλή, να αντιστέκεται στα νομοσχέδια, στις κλεψιές, να ξεμπροστιάζει, να σταματήσει ο δικομματισμός. Δεν πάμε καθόλου καλά. Πρόκειται για ανθρώπους που εμπλέκονται με την πολιτική για να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, για να πλουτίσει ο εαυτός τους.

Εσείς δηλαδή αισθάνεστε ότι έχετε χρέος να βοηθήσετε ως ηθοποιός.

Βέβαια, χρέος και υποχρέωση μεγάλη.

Εφημερίδα Σερραϊκόν Θάρρος, 2009