Πολύ συχνά και σπανίως

Και καμιά φορά

για να φτάσεις στην άνοιξη

μια κόλαση δρόμος

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

«Πιστεύω στον ακτιβιστικό ρόλο του θεάτρου»

 

Φέτος σκηνοθετείτε την παράσταση «Κοινός Λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου, η οποία περιοδεύει σε όλη την Ελλάδα. Πείτε μου λίγα λόγια για την παράσταση.

Έχω μια σχέση με τα κείμενα αυτά της Έλλης Παπαδημητρίου από τότε που ήμουν σπουδαστής δραματικής σχολής και δούλευα στις Εκδόσεις Κέδρος, όπως όλοι οι νέοι ηθοποιοί που δουλεύουν για να τα βγάζουν πέρα... Γιατί, ως γνωστόν, όταν είσαι νέος ηθοποιός το κύριο επάγγελμα σου δεν είναι αυτό του ηθοποιού, αλλά του σερβιτόρου! Στις Εκδόσεις Κέδρος λοιπόν είχα την ευλογία, την τύχη, να συναναστρέφομαι καθημερινά με ανθρώπους σημαντικούς –εκεί σύχναζαν ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος, ο Καββαδίας και πολλοί άλλοι. Και η Έλλη Παπαδημητρίου. Γίναμε φίλοι μέχρι το θάνατο της –πέθανε πριν είκοσι χρόνια- και από την αρχή, παρόλο που δεν είχα βλέψεις σκηνοθετικές, έβλεπα ότι τα κείμενα της είχαν πολλές θεατρικές αρετές, γιατί βασίζονταν σε πραγματικές αφηγήσεις που κατέγραψε η ίδια από πρόσφυγες που ήρθαν από την Μικρά Ασία. Και η ίδια ήταν μικρασιάτισσα, η καταστροφή την βρήκε στην Αγγλία, όπου σπούδαζε γεωπονία. Ως γεωπόνος, η δουλειά της -στην Αθήνα πλέον- ήταν να μοιράζει κτήματα στους πρόσφυγες. Έτσι άρχισε να καταγράφει... Η Έλλη είχε μεγάλο ταλέντο στο να κάνει τους ανθρώπους να ανοίγονται, να βγάζουν αυτό που κουβαλάνε μέσα τους. Συνολικά έγραψε τέσσερις τόμους με αφηγήσεις αντρών και γυναικών.

Για την παράσταση σας επιλέξατε μόνο γυναικείες αφηγήσεις.

Ναι, και αυτό το έκανα για δύο λόγους. Πρώτον, διαπίστωσα ότι οι γυναίκες είναι πολύ καλύτερες από τους άντρες στην αφήγηση και, δεύτερον, η γυναίκα είναι ο βράχος μέσα στην οικογένεια, είναι αυτή που στηρίζει τα μέλη της οικογένειας για να συνεχιστεί η ζωή.

Είναι η δεύτερη φορά που ανεβάζετε τη συγκεκριμένη παράσταση.

Την ξανανέβασα πριν δεκαέξι χρόνια. Με αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία μας τώρα και θεωρώντας ότι υπάρχει μια μεγάλη ταπείνωση στον κόσμο –κι αν κάτι τον έχει μουδιάσει και δεν αντιδράει είναι η ταπείνωση που νιώθει– το παράδειγμα αυτών των γυναικών, η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπισαν τη ζωή, για μένα είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για το σήμερα. Δεν έκανα βέβαια ακριβώς την ίδια παράσταση, κάποια κείμενα άλλαξαν, προστέθηκαν καινούργια μουσικά κομμάτια... Κι αυτό επειδή με ενδιέφερε κυρίως να εντοπίζω τη σχέση με το σήμερα. Επειδή η παράσταση αυτή ανέβηκε πρώτη φορά όταν το Θέατρο του Νέου Κόσμου ήταν στο ξεκίνημα του, θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει, ότι δίνει το στίγμα του θεάτρου του Νέου Κόσμου, από πολλές πλευρές, από το τι εκφράζει, από το τι δουλειές θα με ενδιέφερε να κάνω...

Τι σας ενδιαφέρει να κάνετε στο θέατρο του Νέου Κόσμου;

Πιστεύω σε ένα θέατρο που αφουγκράζεται την κοινωνία, που, με την ευρεία έννοια, σκέφτεται πολιτικά. Ένα θέατρο το οποίο θέτει ερωτήματα –όχι απαντήσεις, γιατί αυτό είναι ένα κακό είδος διδακτικού θεάτρου- και είναι δουλειά του θεατή να καταθέσει τη δική του σκέψη.

Φοβηθήκατε ποτέ ότι μπορεί να πέσετε στην παγίδα της διδαχής;

Όχι, γιατί αντιστέκομαι. Δε με αφορά καθόλου.

Πιστεύετε ότι καταφέρνετε να έχετε αυτήν τη διαλεκτική σχέση με τους θεατές;

Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ. Μπορούν μονάχα οι θεατές. Εγώ και ο καθένας μας νομίζει ότι υπηρετεί αυτό που του ταιριάζει. Αν αυτό που σου ταιριάζει συναντιέται με ένα κοινό, τότε έχει ένα ενδιαφέρον. Γιατί το θέατρο δεν είναι μια μοναχική τέχνη, όπως είναι για παράδειγμα η ποίηση, έχει να κάνει με κόσμο, στον οποίο απευθύνεται. Και εμείς απλωνόμαστε στον κόσμο με πολλούς τρόπους. Πρώτον, με την επιλογή των έργων μας. Δεύτερον, με τις περιοδείες μας εκτός Αθηνών. Τρίτον, με τις δράσεις που κάνουμε. Το θέατρο του Νέου Κόσμου διαθέτει τρεις σκηνές και έτσι δίνουμε βήμα σε νέους δημιουργούς. Μας ενδιαφέρει επίσης το θέμα των μεταναστών που ζούνε στην Ελλάδα, γι’ αυτό έχουμε ανεβάσει έργα με θέμα το ρατσισμό ή έχουμε κάνει παραστάσεις με ηθοποιούς μετανάστες. Ακόμη, πριν από δώδεκα χρόνια δημιουργήσαμε μια κινητή μονάδα για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα και κάθε χρόνο δίνουμε δωρεάν 150 με 180 παραστάσεις.

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου.

Ναι, σε έναν κοινωνικό, σε έναν ακτιβιστικό ρόλο.

Θεωρείτε ότι το θέατρο, και σε πανελλαδικό και σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει το ρόλο που θα έπρεπε να έχει;

Δε με ενδιαφέρει να κάνω κριτική για το τι κάνουν οι άλλοι. Ο καθένας έχει τη δική του στάση και είναι αλαζονικό να θεωρείς ότι το δικό σου είναι το καλύτερο.

Ξεκινήσατε ως ηθοποιός, αλλά τελικά σας κέρδισε η σκηνοθεσία. Για ποιο λόγο;

Ίσως η σκηνοθεσία μου ταιριάζει πιο πολύ, όχι με την έννοια του αποτελέσματος, ότι είμαι δηλαδή πιο καλός ως σκηνοθέτης, αλλά με την έννοια ότι είμαι πιο καλά με τον εαυτό μου. Βρήκα τον εαυτό μου –ως έναν βαθμό βέβαια, γιατί απόλυτα δεν μπορείς να τον βρεις.

Όχι;

Ποιος τον έχει βρει για να τον βρω εγώ; Μια ζωή τον ψάχνουμε...

 

(Καλοκαίρι 2013, Vakxikon.gr #23, www.vakxikon.gr)

Arlington Road

Arlington Road (Ο ύποπτος της οδού Άρλιγκτον), 1999

Σκηνοθεσία: Mark Pellington
Παίζουν: Jeff Bridges, Tim Robbins

 

Ο Michael Faraday (Jeff Bridges), καθηγητής ιστορίας με ιδιαίτερη έμφαση στην ιστορία τρομοκρατικών οργανώσεων, ζει με τον δεκάχρονο γιο του μην έχοντας καταφέρει να ξεπεράσει εντελώς τον θάνατο της γυναίκας του, που σκοτώθηκε από τρομοκράτες κατά τη διάρκεια της δουλειάς της ως πράκτορας του FBI. Στο διπλανό σπίτι θα έρθει να εγκατασταθεί ο Oliver Lang (Tim Robbins) με την οικογένεια του και οι δύο άντρες, καθώς και οι γιοι τους, δεν θα αργήσουν να γίνουν φίλοι. Όλα όμως θα ανατραπούν περίεργα όταν ο Faraday θα αρχίσει να υποψιάζεται για την τρομοκρατική δράση του γείτονά του.

 

Ταινία που κυκλοφόρησε αρκετά πριν την 11η Σεπτεμβρίου, γεγονός που την κάνει να διαφέρει από τις δεκάδες ταινίες περί τρομοκρατίας που γυρίστηκαν έκτοτε και συναγωνίζεται η μία την άλλη σε έλλειψη πρωτοτυπίας. «Ο ύποπτος της οδού Άρλιγκτον» (όπως δηλαδή κυκλοφόρησε η ταινία στην Ελλάδα) δεν έχει να κάνει μόνο με ανατινάξεις, καταδιώξεις και αμέτρητα θύματα, αλλά πολύ περισσότερο με ένα κλιμακωτό κυνηγητό, με ένα κουβάρι που ξετυλίγεται, με ένα αίσθημα αγωνίας που βαθμιαία και επιδέξια γιγαντώνεται. Και προσεγγίζει το θέμα μέσα από τη δράση ενός ανθρώπου και όχι ενός κράτους. Πράγμα βέβαια που φέρνει μεγαλύτερη συγκίνηση και ένταση.

 

Πολύ καλές ερμηνείες από τους έτσι κι αλλιώς έξοχους Jeff Bridges και Tim Robbins, καλό σενάριο, πλήθος πολιτικών μηνυμάτων και ένα φινάλε που το δίχως άλλο θα σπεύσετε να το εντάξετε στη λίστα με τα πιο αναπάντεχα movie-endings....

Χαμένοι έρωτες

Ξέφτισε ο χρόνος

κι εσύ ακόμα

στο παραθύρι σου να βγεις

Κάθε πέρσι και χειρότερα, κάθε φέτος και καλύτερα

Οκ λοιπόν, η εποχή μας είναι χάλια. Ή, όπως πιο χαρακτηριστικά το λέμε, οι παλιές καλές εποχές πέρασαν. Και ποιες ήταν οι καλές εποχές; Ήταν αυτές που κάναμε επίδειξη με το καινούργιο μας αμάξι, που τα σπάζαμε κάθε βδομάδα στα μπουζούκια, που δίναμε σαράντα ευρώ για ένα στρινγκ. Που πηγαίναμε από την παραγωγή στην κατανάλωση και που δεν υφίστατο ο όρος κομπόδεμα.

 

Σε όλο το έθνος έχει ξεσπάσει ένας είδος θρήνου και μιζέριας για τα μεγαλεία που πέρασαν ανεπιστρεπτί, θυμίζοντας μου έντονα άλλες ιστορικές συγκυρίες κομβικής σημασίας (πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι). Μέχρι και τον εαυτό μου έπιασα να κουνάει θλιμμένα το κεφάλι σαν κανένας στριμμένος μεσήλικας και να μελαγχολεί για την εποχή που μόλις χάθηκε, για τότε που κάναμε ακόμη όνειρα και είχαμε την πολυτέλεια της αισιοδοξίας να πιστεύουμε πως θα πραγματοποιηθούν. Δεν έχουμε κι άδικο εδώ που τα λέμε.

 

Αλλά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, σε ποια εποχή μήπως δεν συνήθιζαν οι  άνθρωποι να αναπολούν την αμέσως προηγούμενη; Είχαμε ανέκαθεν την τάση να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, να πλάθουμε για αυτό την τέλεια εικόνα, αυτή του αθώου, του ασφαλούς, όπου όλα ήταν πιο εύκολα και οι προθέσεις των ανθρώπων πιο ειλικρινείς. Κάθε πέρσι και καλύτερα λέει ο λαός –και καταβάθος το εννοεί!

 

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλη αυτή η παρελθοντολατρεία ή προγονολατρεία. Μου θυμίζει εκείνο το έθιμο σε ένα κράτος της Λατινικής Αμερικής που γιορτάζουν τους νεκρούς τους. Έτσι και εμείς σε όλη μας τη ζωή μάθαμε να γιορτάζουμε τον Περικλή, τον Σωκράτη, τον Κολοκοτρώνη, τη δεκαετία του ’60, του ’80, και τώρα του ’90. Και καλά κάναμε βέβαια από τη μια, αλλά, από την άλλη, αναλωθήκαμε τόσο πολύ στο να θαυμάζουμε το παρελθόν που ξεχάσαμε να κοιτάξουμε το μέλλον.

 

Βέβαια, κακά τα ψέμματα, η αμέσως προηγούμενη εποχή, μόλις η προηγούμενη δεκαετία, είχε όντως περισσότερα θετικά από την τωρινή. Γιατί όμως δε ρίχνουμε μια ματιά και στα αρνητικά; Το ότι ζούσαμε με δανεικά λεφτά και παριστάναμε ότι δεν το ξέραμε; Το ότι αναγάγαμε την αναξιοκρατία σε αξία και που αποκηρύξαμε κάθε δημιουργική δουλειά για μια θέση στο δημόσιο; Το ότι χτίσαμε ένα totally fake lifestyle με ακριβά αμάξια, ακριβά ρούχα, δάνεια και πιστωτικές; Το ότι γίναμε σκανδαλωδώς κακομαθημένοι γιατί το κατατάσσουμε σαν ένα από τα καλά που με τόσο πόνο αναπολούμε τώρα;

 

Δυστυχώς, μαζί με το υποτιθέμενο lifestyle –που ήταν επόμενο να λάβει τέλος κάποια στιγμή- ναυάγησε και η ελπίδα μας για μια άνετη αξιοπρεπή ζωή. Ας μη τα μηδενίσουμε όμως όλα. Κάποιοι τα βγάζουν ακόμη πέρα άνετα, άλλοι έχουν απλώς περιοριστεί, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που ανακαλύπτουν καινούργιες ευκαιρίες. Επομένως, γιατί να σκεφτόμαστε μονάχα τι χάσαμε και όχι τι μας έχει απομείνει; Είχα ακούσει κάποτε μια ατάκα σε μια ταινία που έλεγε «δεν έχει σημασία τι σκότωσες αλλά τι άφησες να ζήσει». Έκτοτε, κάθε φορά που συμβαίνει κάτι άσχημο αναλογίζομαι τη βαρύτητα της φράσης αυτής. Και κάθε φορά αισθάνομαι καλύτερα.

 

Δεν έχουν πεθάνει όλα –τουλάχιστον όχι ακόμα. Και έχω καταλήξει πλέον ότι δεν υπάρχουν καλές και κακές εποχές, υπάρχουν μόνο εποχές με τα καλά τους και τα κακά τους. Για πολλά χρόνια συνήθιζα και εγώ, κατά το γνωστό παρελθοντολατρικό σύνδρομο, να πιστεύω ότι η εποχή μας ήταν από τις χείριστες. Τώρα δεν το πιστεύω πια –θεωρώ απλώς πως είναι από τις πολύ δύσκολες. Αλλά πριν την αφορίσουμε εντελώς, ας της ρίξουμε μια πιο αισιόδοξη ματιά. Γιατί θα καταστραφούν πολλά –αυτό είναι βέβαιο- αλλά ας μη χάσουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να βοηθήσουμε σε αυτό που πρόκειται να γεννηθεί. 

 

(Ser-Free #20)