Μια ματιά στην (αμφιλεγόμενη) καριέρα του Edward Norton

Ο πρωταγωνιστής του "Fight Club" και του "American History X" σβήνει κεράκια στις 18 του Αυγούστου.

Ήταν μέσα προς τέλη των 90s όταν ο Edward Norton εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη και μας έκανε να τον λατρέψουμε για πάντα. Εμβληματικοί ρόλοι σε θρυλικές ταινίες των έκαναν να περάσει σύντομα στη λίστα με τους καλύτερους ηθοποιούς του Hollywood. Τι έγινε όμως μετά; Το παράξενο με τον Norton είναι ότι τις επόμενες δύο δεκαετίες οι επιλογές του δεν είναι και οι καλύτερες και πολλές από τις ταινίες στις οποίες έχει πρωταγωνιστήσει είναι είτε μέτριες είτε πέρασαν απαρατήρητες. Ιδού μια σύντομη αποτίμηση της καριέρας του μέσα από οχτώ ταινίες του.

 

Primal Fear (του Gregory Loblit), 1996

Το "Primal Fear" ήταν η ταινία που αποτέλεσε το ξεκίνημα του Norton. Και τι ξεκίνημα! Ένα συγκλονιστικό θρίλερ με απρόβλεπτο φινάλε και μια -διπλή- ερμηνεία από τον Norton που σε στιγματίζει. Αυτή και μόνο η ταινία ήταν αρκετή για να θεωρείται ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός του Hollywood. Φυσικά, κέρδισε και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου.

American History X (του Tony Kaye), 1998

Δύο χρόνια μετά και ο Norton είναι και αρκετά ώριμος και αντάξιος του ξεκινήματος του. Η ταινία "American History X" είναι ένα αριστούργημα και η ερμηνεία του Norton την απογειώνει. Ακόμα μια υποψηφιότητα στα Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου και έχει πλέον καθιερωθεί στο χώρο.

Fight club (του David Fincher), 1999

Ένας αβανταδόρικος ρόλος και μια ταινία-θρύλος που στιγμάτισε και καθόρισε μία γενιά. Εντάξει, πολύ μεγάλη βέβαια και η συμβολή του Brad Pitt, αλλά μετά από αυτό ο Norton κερδίζει για πάντα μια θέση στους αγαπημένους ηθοποιούς των σινεφίλ.

Red Dragon (του Brett Ratner), 2002

Δέκα χρόνια περίπου μετά τη "Σιωπή των αμνών" έχουμε το prequel, κοινώς το πρώτο μέρος της τριλογίας των βιβλίων. Ωραία ταινία, που ασφαλώς όμως δεν καταφέρνει να φτάσει το επίπεδο της "Σιωπής των αμνών" και με έναν Norton, που ενώ είναι αξιοπρεπής στον κεντρικό ρόλο, μοιάζει μάλλον διεκπεραιωτικός και προβλέψιμος. Να πούμε ότι δεν του ταίριασε και πολύ ο ρόλος; Θα το πούμε.

The Illusionist (του Neil Burger), 2006

Για κάποιο λόγο φαίνεται κάπως ασυνήθιστο να πρωταγωνιστεί ο Norton σε ταινία με μάγους, αλλά τα καταφέρνει περίφημα. Πολύ αγαπητό φιλμ, με το μυστήριο του, το love story, την απρόβλεπτη πλοκή, που είχε βέβαια την ατυχία να περάσει λίγο απαρατήρητο επειδή συνέπεσε την ίδια χρονιά με το ίδιας θεματολογίας "The prestige". Κρίμα.

The painted veil (του John Curran), 2006

Άλλη μια αξιοπρεπής ταινία που πέρασε επίσης απαρατήρητη. Ο Norton υποδύεται τον απατημένο σύζυγο που προσπαθεί να συνυπάρξει και πάλι με την άπιστη γυναίκα του. Στωικός ο ίδιος, ελαφρώς υποτονική και η ταινία, αλλά μέχρι το τέλος καταφέρνει να σε κερδίσει.

The Grand Budapest Hotel (του Wes Anderson), 2014

Ο Norton αφού κάνει διάφορα περάσματα από περιπέτειες, από ταινίες με υπερήρωες και από κωμωδίες, έχει μια ωραία εμφάνιση στο απολαυστικό "The Grand Budapest Hotel" -και εμείς χαιρόμαστε που τον ξαναβλέπουμε σε μια τόσο ενδιαφέρουσα ταινία.

Birdman (του Alejandro G. Iñárritu), 2014

Το 2014 όλοι μιλούσαν για το "Birdman": για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, για την επιστροφή του Michael Keaton, για την υπέροχη ερμηνεία του Norton (που κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου). Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για επιστροφή του Norton, σε έναν απολαυστικό ρόλο με ιδιαίτερο στίγμα που του ταίριαζε γάντι, αλλά όχι, τον περιμένουμε σε κάτι καλύτερο.

 

Αναδημοσίευση από το περιοδικό Artcore (artcoremagazine.gr)

Οι σημαίες και οι σημαιοφόροι

Να πω καταρχάς μια ιστορία σχετικά με τη σημαία. Σε ένα Δημοτικό Σχολείο οι αριστούχοι της ταξης είναι τέσσερις. Η αλήθεια ειναι ότι ο ένας από αυτούς είναι λίγο καλυτερος μαθητής απο τους άλλους, αλλά τυπικά είναι όλοι το ίδιο. Μόνο για τρεις ωστόσο υπάρχει τιμητική θέση: μία για τον σημαιοφόρο και δύο για τους παραστάτες. Ετσι γίνεται κλήρωση και ο λίγο καλύτερος μαθητής μένει απ'έξω και κάνει παρέλαση στην προ-προτελευταία σειρά, γιατί οκ, δεν είναι και το πρώτο μπόι. Αδικήθηκε λοιπόν ή όχι ο μαθητής;

Δεν μπορώ με τίποτα να καταλάβω για ποιο λόγο το να μην κρατάει τη σημαία ο καλύτερος μαθητής ειναι απαξίωση της μόρφωσης και της μάθησης. Αν δε δώσουμε τη σημαία στον καλύτερο μαθητή σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε πόσο καλός είναι; Ή μήπως θα τον αποθαρρύνουμε απο τη μελέτη; Κοίτα να δεις κι εγώ που νόμιζα ότι η ανταμοιβή του καλού μαθητή είναι οι γνώσεις που θα πάρει και η προετοιμασία του σε βάθος χρόνου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την επαγγελματική αποκατάσταση.

Το άλλο πάλι θεότρελο που άκουσα είναι η απαξίωση του ίδιου του συμβόλου της σημαίας, το οποίο δεν πρέπει να μπαίνει σε κλήρωση. Κανείς δε βάζει σε κλήρο αυτό που συμβολίζει η σημαία. Ένας τρόπος επιλογής είναι. Φοβάται κανείς μήπως ο κακός μαθητής μολύνει τη σημαία με τα αμόρφωτα ανάξια χέρια του; Ή μήπως ο κακός μαθητής αγαπάει λιγότερο την πατρίδα του από τον καλό;

Κοιτώντας από την αντίστροφη μεριά θα έλεγε κανείς ότι το θέμα του ποιος θα κρατήσει τη σημαία προκαλεί -θεωρητικά- τον ανταγωνισμό στα παιδιά. Τον φρικτό διαχωρισμό τους σε καλούς και κακούς μαθητές. Όσο το σκέφτομαι ούτε καν βαθμοί δε θα έπρεπε να υπάρχουν στα Δημοτικά. Σε τι εξυπηρετεί αν ένα παιδάκι πάρει 10 αντί για 9 και τι θα κερδίσει;

Είναι τρελό να υπερασπιζόμαστε το τιμητικό δικαίωμα του καλού μαθητή στη σημαία σε μια χώρα που απαξιώνει με όλους τους γνωστούς τρόπους την καλή επίδοση, τα πτυχία και τους υψηλούς βαθμούς. Νομίζω θα είχε πιο πολύ νόημα αν όλοι οι καλοί μαθητές μπορούσαν να περάσουν στη σχολή της επιλογής τους και δε συντρίβοταν απο το φρικτό και άδικο σύστημα των πανελληνίων. Αν μπορούσαν να βρούνε δουλειά βάσει του πτυχίου τους. Αν μπορούσαν να δουλέψουν και να πληρωθούν ανάλογα του πόσο κόπιασαν στη μαθητική τους ζωή. Αν κάποιος μπορούσε να τους εγγυηθεί ότι θα έχουν καλύτερη επαγγελματική πορεία απο τους κακούς μαθητές.

Ας χτίσει πρώτα η Ελλάδα μία δίκαιη εκπαίδευση και έναν ρεαλιστικό επαγγελματικό στίβο και ύστερα ας μαλώσουμε για το αν έχει τόση σημασία ποιος θα σηκώσει τη σημαία στο Δημοτικό. 

The Grand Budapest Hotel

The Grand Budapest Hotel, 2014

Σκηνοθέτης: Wes Anderson

Ηθοποιοί: Ralph Fiennes, F. Murray Abraham, Mathieu Amalric

 

Στο θρυλικό ξενοδοχείο Grand Budapest, κάπου στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, υπεύθυνος είναι ο Γκουστάβ Χ (Ralph Fiennes), ο οποίος με μοναδική μαεστρία φροντίζει ώστε όλα να πηγαίνουν ρολόι. Πιστός του φίλος είναι ο Ζίρο Μουσταφά, ένας νεαρός που δουλεύει στο λόμπι. Οι δύο φίλοι και συνεργάτες θα μπλέξουν σε μία τρομερή περιπέτεια, όταν ο Γκουστάβ θα γίνει κληρονόμος ενός ανεκτίμητου πίνακα ζωγραφικής. Ανθρωποκυνηγητά, πληρωμένοι δολοφόνοι, ένας έρωτας, ένας πόλεμος είναι μερικά μόνο από όσα θα συμβούν.

Καταρχάς –και πέρα από οτιδήποτε άλλο- το Grand Budapest είναι μια ταινία-χάρμα οφθαλμών. Η φωτογραφία, η σκηνογραφία, τα πλάνα, τα χρώματα, η σκηνοθεσία, τόσο ιδιαίτερα όλα και τόσο διαφορετικά από το στυλ κινηματογράφησης που έχουμε συνηθίσει που αυτό και μόνο αρκεί για να σε γοητεύσει η ταινία και να σε παρασύρει σε ένα υπέροχο κινηματογραφικό ταξίδι.

Αλλά –ευτυχώς- το Grand Budapest Hotel σε κερδίζει για πολλούς ακόμα λόγους. Η ιστορία, η πλοκή, η εξέλιξη, όλα κυλούν τόσο γρήγορα και όμορφα που δε σε αφήνουν να βαρεθείς λεπτό. Οι ήρωες άκρως ενδιαφέροντες και οι ηθοποιοί που τους ερμηνεύουν αντάξιοι των ρόλων τους –με κορυφαίο ασφαλώς τον Ralph Fiennes. Τα απανωτά γκεστ που σε κάνουν κάθε τόσο να αναφωνείς «α, παίζει κι αυτός;;».

Και αν θες να το πας πιο βαθιά και να δώσεις στην ταινία και άλλες προεκτάσεις, το Grand Budapest προσφέρεται και για αυτό: ο Γκουστάβ, με τους αριστοκρατικούς και παρωχημένους του τρόπους, συμβολίζει την Ευρώπη που πεθαίνει στην αυγή του πολέμου. Αλλά δε χρειάζεται να το ψάξεις τόσο πολύ για να απολαύσεις αυτήν την υπέροχη και ξεκούραστη ταινία, όπου συμβαίνουν απίθανα, σουρεαλιστικά και εντελώς ευφάνταστα πράγματα.

(Μικρές και) Μεγάλες προσδοκίες

Μίλησα πρόσφατα, στα πλαίσια της δουλειάς, με κάποιους μαθητές, ή μάλλον τέως μαθητές, απόφοιτους Λυκείου, μια ανάσα -κυριολεκτικά- πριν το Πανεπιστήμιο.

Ο τρόπος τους κάτι ανάμεσα σε ευγένεια, σε συστολή, σε αθωότητα (ή έτσι τουλάχιστον φάνηκαν σε εμένα!), με έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό που ξεχείλιζε από παντού, σχεδόν ασυγκράτητο, εν όψει των σπουδών, εν όψει της νέας ζωής, της ελευθερίας, της περιόδου των άπειρων επιλογών, των επερχόμενων επιτυχιών, των αμέτρητων πιθανοτήτων-δυνατοτήτων. Θεέ μου τι εποχή! Είχα ξεχάσει πως είναι να είσαι δεκαοχτώ!

Το αίσθημα βέβαια αυτό, της απόλυτης ελευθερίας, που είναι ανακατεμένο λίγο και με την ενηλικίωση, λίγο και με την ανωριμότητα και την άγνοια, λίγο με το θώπευμα των γονιών, δεν κρατάει και πολύ. Δε χρειάζονται παρά μερικά χρόνια για να δεις πως οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες δεν είναι απεριόριστες, οι συνθήκες δεν είναι πάντα ευνοϊκές, η ζωή δεν είναι πάντα καλή μαζί σου ούτε έχει μέλημα να σου κάνει τα χατίρια και αργά ή γρήγορα βολεύεσαι κι εσύ σε καμιά θέση, ξεχνάς τα μεγάλα πλάνα, εγκαθίστασαι σε ένα τριάρι.

Ήμουν έτοιμη να τα πω τα παιδιά πως η ζωή δεν είναι έτσι όπως ονειρεύονται, πως είναι και πιο σκληρή και λιγότερο ανέμελη και πως ο δρόμος για να κάνουν όσοι ονειρεύονται είναι πολύ πιο μακρύς από όσο νομίζουν. Η ζωή, σε σχέση με αυτό που φανταζόμαστε, πολλές φορές μας απογοητεύει.

Ή μήπως τελικά, εμείς απογοητεύουμε τη ζωή;

Γιατί, στο κάτω-κάτω, τι είναι η απογοήτευση; Μήπως δεν είναι, πολύ απλά, η διάψευση των προσδοκιών μας; Μας απογοήτευσε η ζωή ή μήπως προσδοκούσαμε πολλά από αυτή; Μήπως απογοητεύσαμε εμείς τη ζωή που κάναμε τόσα λίγα;

Εμείς οι αλλοτινοί δεκαοχτάρηδες των early 00s νομίζαμε πως θα κατακτήσουμε τον κόσμο. Και γιατί να μην το νομίζουμε εξάλλου, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο και οι γονείς μας μάς είχανε πείσει για το πόσο ικανοί και χαρισματικοί είμαστε. Βέβαια, με ποιον τρόπο θα κατακτούσαμε τον κόσμο, αυτό ούτε το ξέραμε ούτε το είχαμε σκεφτεί. Και τελικά, με την κρίση που έσκασε σαν τσιχλόφουσκα στα μούτρα μας, δεν πήγαμε και πολύ μακριά.

Και από την άλλη, βλέπω τον τελευταίο καιρό να επιτυγχάνουν απίστευτα άνθρωποι που πριν δέκα χρόνια δε σου γέμιζαν το μάτι, δεν είχαν τότε ούτε τα πολλά λεφτά ούτε τις μεγάλες προσδοκίες. Που οι γονείς τους δεν είχαν τη δυνατότητα να τους σπουδάσουν, που δούλευαν από μικροί, που δεν ήξεραν τι θα τους ξημερώσει. Χωρίς προσδοκίες, χωρίς μεγαλεπήβολα σχέδια και μεγάλα λόγια, αλλά με ένα βήμα τη φορά, έφτασαν τελικά μακριά. Και αυτούς κάθε άλλο παρά τους απογοήτευσε η ζωή.

Είναι τόσο εύκολο και τόσο δελεαστικό να τα ρίξουμε όλα στη ζωή. Να πούμε πως αυτή φταίει επειδή είναι σκληρή. Επειδή είναι απρόβλεπτη. Επειδή δε μας ρωτάει, επειδή μας βάζει εμπόδια. Επειδή δε μας αφήνει να τα έχουμε όλα δικά μας.

Οπότε, τι θα έλεγα τελικά στους δεκαοχτάρηδες; Ότι η ζωή, όχι, όντως δεν είναι όπως την περιμένουμε. Είναι πολύ χειρότερη και πολύ καλύτερη συγχρόνως. Ότι τα λάθη μας είναι ατελείωτα, αλλά είναι και ωραία. Ότι χωρίς τα λάθη μας θα παραμέναμε για πάντα ανώριμοι και αφελείς. Ότι μπορούμε κάθε στιγμή να ξαναρχίσουμε, ότι ποτέ δεν είναι αργά κυριολεκτικά. Ότι πρέπει η θέληση μας να είναι μεγαλύτερη από όλα τα εμπόδια. Ότι αν δεν πετύχουμε δε θα φταίει κανείς παρά μόνο εμείς. Ότι το κακό timing και οι ατυχίες και ο τρικλοποδιές είναι συνήθως φτηνές δικαιολογίες. Ότι η ζωή έχει άπειρες στροφές και άπειρες διασταυρώσεις και αμέτρητους δρόμους και δεν ξέρεις πού θα σε πάει. Αυτό το τελευταίο ειδικά, αυτό είναι το πιο ωραίο.

45ο τεύχος του Ser-Free, Ιούλιος 2017

Ο Kevin Spacey και οι καλύτεροι ρόλοι της καριέρας του

Με αφορμή τα σημερινά του γενέθλια, στις 26 Ιουλίου, ρίχνουμε μια ματιά στην υπέροχη καριέρα του και στεκόμαστε για λίγο στον καλύτερο ρόλο της ζωής του, αυτόν στο "American Beauty".

Ο Kevin Spacey είναι ο ηθοποιός που δε φωνάζει από μακριά, που δεν έχει όλα τα φώτα στραμμένα πάνω του, αλλά αν το σκεφτείς θα διαπιστώσεις ότι τον λατρεύεις, είναι ένας αθόρυβος ηθοποιός. Δε θα μετατρέψει την ταινία σε blockbuster, αλλά θα μείνεις άφωνος με την ερμηνεία του, δε θα πας σινεμά για χάρη του, αλλά το δικό του ρόλο θα σκέφτεσαι μετά το τέλος της ταινίας.

Μας τράβηξε για τα καλά την προσοχή με το "The Usual Suspects" το 1995, όπου κέρδισε και το πρώτο του Όσκαρ (Β' Ανδρικού) και μας έδωσε το υποκριτικό του στίγμα. Η ερμηνεία του στο θρίλερ "Seven" το 1995, όπου υποδύεται τον ψυχοπαθή δολοφόνο, αποτελεί τον ορισμό του κακού στο σινεμά, παρόλο που δεν εμφανίζεται στην ταινία παρά ελάχιστα. Άνετος, απολαυστικός και λαμπερός στο "LA Confidential" το 1997. Κόντρα ρόλος στο "Pay it forward" το 2004, όπου τον βλέπουμε ως μάλλον ντροπαλό, εσωστρεφή δάσκαλο με καμένο το μισό του πρόσωπο. Απλός, τραγικός, βαθιά ανθρώπινος στο "The life of David Gale" το 2003, στο οποίο υποδύεται τον θανατοποινίτη που προσπαθεί να πείσει μια δημοσιογράφο ότι είναι αθώος. Και φυσικά ο ρόλος που έπεισε ακόμα κι όσους δεν τον είχαν σε εκτίμηση, ο πανέξυπνος δολοπλόκος Francis Underwood στη σειρά "House of cards", ο ιδανικός ρόλος για αυτόν.

Αλλά ο καλύτερος του ρόλος πάντα παραμένει αυτός στο "American Beauty" -κι αυτό όχι επειδή κέρδισε το Όσκαρ Ά Ανδρικού Ρόλου. Στο αριστούργημα του Sam Mendes που εντυπωσίασε Ακαδημία και κοινό το 1999, ο Kevin Spacey δεν είναι απλώς το κεντρικό πρόσωπο, αλλά αυτός που σηκώνει όλη την ταινία πάνω του. Αυτό φυσικά ισχύει για όλους τους πρωταγωνιστές, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ένα παραπάνω: όλα ξεκινούν από τον ήρωα, τον Lester Burnham και με αυτόν σχετίζονται.

Ο Lester Burnham, λοιπόν, έχει πάθει κρίση μέσης ηλικίας. Μισεί τη δουλειά του, έχει απομακρυνθεί από τη γυναίκα του και έχει ερωτευτεί τη φίλη της κόρης του. Ο έρωτας αυτός θα τον αφυπνίσει και θα τον κινητοποιήσει να βελτιώσει τη ζωή του και τον εαυτό του, να ξεφύγει από όσα τον δυσαρεστούν και να γίνει ευτυχισμένος. Ένα μεγάλο υπαρξιακό ζήτημα -τι είναι ευτυχία; τι είναι ομορφιά; τι κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους; γιατί δεν προσπαθούν οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι;- που μετουσιώνεται κινηματογραφικά με τη μεγαλειώδη ερμηνεία του Spacey.

Ο ήρωας του Spacey στο "American Beauty" είναι ένας απλός καθημερινός άνθρωπος, που φλερτάρει με την έννοια του loser. Η ερμηνεία του Spacey ποντάρει ακριβώς σε αυτό: να παρουσιάσει με αφοπλιστικό τρόπο τον πιο συνηθισμένο άνθρωπο (ώστε να ταυτιστούμε και μαζί του…). Ούτε κακίες, ούτε πονηριές, ούτε σκοτεινές πλευρές, που έχουμε συνηθίσει σε άλλους του ρόλους.

Ο Lester όμως αρχίζει να μεταμορφώνεται και να κυνηγά την ευτυχία. Και έτσι βλέπουμε τον Spacey να λάμπει, να αποκτά αυτοπεποίθηση, θάρρος, σεξ απίλ, τρέλα, και να γίνεται άλλοτε σαγηνευτικός άλλοτε επαναστάτης άλλοτε κυνικός, κρατώντας όμως σταθερό το χαμόγελο του και την ηρεμία του.

Αν ο ρόλος του Lester στο "American Beauty" έχει ερμηνευτικές εξάρσεις και μεταπηδούσε από τη μία ψυχολογική κατάσταση στην άλλη, ο ήρωας θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το αρμονικό και τέλεια ταξινομημένο σύμπαν του Sam Mendes. Το ότι ο Kevin Spacey κατόρθωσε να δώσει μια εσωτερική δύναμη στο ρόλο διατηρώντας όλη την στωικότητα και αποστειρωμένη ηρεμία της ταινίας, ήταν που έκανε όλη τη διαφορά.

Και μπορεί να φαίνεται ότι λείπει το υποκριτικό ταπεραμέντο του, όπως το έχουμε συνηθίσει σε άλλες ταινίες, στην πραγματικότητα όμως είναι ο πιο δύσκολος ρόλος του και η πιο βαθιά του ερμηνεία.

 

Αναδημοσίευση απο το Artcore Magazine (artcoremagazine.gr)