2ο Ποιητικό Αντάμωμα στην Χαλκίδα - "Η ποίηση ταξιδεύει…"

Το Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019 πραγματοποιήθηκε στην Χαλκίδα αντάμωμα ποιητών, στο οποίο συμμετείχα κι εγώ μαζί με άλλους 35 ποιητές από όλη την Ελλάδα.

Η δράση διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Ελληνικής Πολιτιστικής Παράδοσης Χαλκίδας "Το Αλωνάκι" σε συνεργασία με την "Ποίηση στις Ράγες… η ποίηση ταξιδεύει", κατόπιν συνεννόησης της Κικής Κωνσταντίνου, από την πλευρά της Χαλκίδας, και της Μαρίας Ποπκιώση από τα Γιαννιτσά, εμπνεύστρια της δράσης "Ποίηση στις ράγες". Η εκδήλωση/δράση πραγματοποιήθηκε με την ευγενική υποστήριξη του Δήμου Χαλκιδέων και του ΔΟΑΠΠΕΧ, ενώ τον συντονισμό είχε ο Πρόεδρος των Φίλων Γ. Σκαρίμπα, Κώστας Μπαϊρακτάρης.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με ξενάγηση-περίπατο στη Χαλκίδα, στα μέρη όπου έζησε και εργάστηκε ο ποιητής Γιάννης Σκαρίμπας και συνεχίστηκε με επίσκεψη στο Μουσείο-Αρχείο Γιάννη Σκαρίμπα, όπου ο Πρόεδρος των Φίλων Γ. Σκαρίμπα, Κώστας Μπαϊρακτάρης, μίλησε για τη ζωή και το έργο του γνωστού ποιητή και οι παρευρισκόμενοι δωρίσαμε τα βιβλία μας στη βιβλιοθήκη του Μουσείου.

Στη συνέχεια, μεταβήκαμε στη Συνεδριακή Αίθουσα του ΔΟΑΠΠΕΧ, όπου οι 36 ποιητές από Μακεδονία, Κύπρο, Στερεά Ελλάδα και Εύβοια διαβάσαμε από ένα ποίημα μας. Την παρουσίαση ανέλαβε ο Κώστας Μπαϊρακτάρης, ενώ η εκδήλωση πλαισιώθηκε μουσικά από τον τραγουδοποιό-ποιητή Γιώργο Ρούσσο.

Θάνος Μικρούτσικος

«Στην μεγάλη κρίση η απάντηση είναι η τέχνη»

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου / Περιοδικό Ser-Free τ.4, Μάιος 2009

Κύριε Μικρούτσικε, διετελέσατε υπουργός πολιτισμού. Από τότε μέχρι τώρα τι έχει αλλάξει στο πολιτισμικό σκηνικό της Ελλάδας;

Έχουν δημιουργηθεί αρκετοί θεσμοί τα τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ξεκίνησαν από την δική μου εποχή, από την άλλη μεριά όμως μπορώ να πω ότι έχει βαθύνει μια κρίση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα στον πολιτισμό και αυτό οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων. Ο κόσμος συγκεντρώνεται στις μεγάλες πόλεις, οι μεγαλουπόλεις είναι τέτοιες που χάνεται ο συνεκτικός δεσμός των ανθρώπων. Πριν από εκατό-εκατόν πενήντα χρόνια ήταν αλλιώς, στη Βιέννη, στη Φλωρεντία, στο Παρίσι μπορούσε να γίνει τέχνη επειδή οι κάτοικοι είχαν έναν συνεκτικό δεσμό μεταξύ τους. Να φανταστείτε ότι η Πάτρα τον 19ο αιώνα όχι απλά είχε υποδομές, αλλά είχε δύο όπερες, ενώ τώρα σε όλη την χώρα υπάρχει μια. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε κοινό να παρακολουθεί. Το στοιχείο αυτό τώρα έχει αρχίσει να χάνεται. Μόνο σε κάποιες μικρές περιφερειακές πόλεις εξακολουθεί έστω χαλαρά να υπάρχει. Γι’ αυτό κι εγώ όταν ήμουν υπουργός επιχείρησα μια ανάπτυξη του πολιτισμού στην περιφέρεια. Αναφέρομαι στο εθνικό πολιτιστικό δίκτυο πόλεων, για την επίτευξη του οποίου επικοινώνησα με δημάρχους και έκανα καθημερινές συσκέψεις σε περιφερειακές πόλεις της Ελλάδας προσπαθώντας να βοηθήσω στη δημιουργία κάποιου θεσμού, όπως θα ήθελε η πόλη, με στόχο την εξακόντιση της σε πανελλαδική και ενδεχομένως σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Βασιζόμουν στον συνεκτικό δεσμό και στην ύπαρξη μιας ομάδας παθιασμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό το σχέδιο δεν αφορούσε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και έγινε τελικά εφικτό σε κάποιες πόλεις, στην Καλαμάτα, στην Λάρισα, στο Ρέθυμνο, στην Κοζάνη, στη Βέροια, στην Κομοτηνή. Στις Σέρρες μάλιστα υπήρχε θετική ανταπόκριση, αλλά δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί. Ο πολιτισμός επομένως σήμερα υποχωρεί γιατί αλλάζει ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, ή γιατί ασκεί πολύ μεγάλη επιρροή η εικόνα. Είναι εξάλλου φανερό πώς διαμορφώνουν τα ΜΜΕ την συνείδηση και την προτίμηση των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση φυσικά του lifestyle και του χαμηλού γούστου. Παράλληλα με την υποχώρηση όμως υπάρχει κι ένα αντίβαρο, ότι είναι δημιουργημένοι και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αρκετοί θεσμοί που σε μέσο όρο λειτουργούν, όπως είναι  το Μέγαρο Μουσικής, η Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, η Όπερα, το Φεστιβάλ Αθηνών που θεωρείται από τα πέντε καλύτερα της Ευρώπης. Εγώ είχα προτείνει να υπάρχουν θεσμοί σε αρκετές πόλεις, ώστε να έχουμε ένα δίκτυο τέτοιων πραγμάτων.

Τα μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα πώς τα κρίνετε;

Πιστεύω ότι στον χώρο του τραγουδιού υπάρχουν τρεις γενιές, που κρατάνε εξήντα χρόνια και αγγίζουν τον Νεοέλληνα, άλλοτε μειοψηφικά και άλλοτε πλειοψηφικά. Και πρόκειται για ένα τεράστιο διάστημα, δεν υπάρχει μουσική σχολή στην Ευρώπη με μεγαλύτερη διάρκεια από τη δική μας. Αυτή τη στιγμή βέβαια το lifestyle και το τραγούδι το εύκολο, το τυποποιημένο, φαίνεται ότι έχουν κερδίσει την μάχη, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, στην λειτουργία έχει αλλάξει το θέμα. Μπορεί στις τηλεοράσεις να παίζουν 99 το lifestyle και 1 το άλλο, όμως στην κοινωνία δεν είναι αυτή η αναλογία. Οπότε να μην μπλέκουμε την λειτουργία με το “είναι” των πραγμάτων, γιατί είναι διαφορετικά. Και σε αυτό η απάντησή μου είναι κατευθείαν συνομιλία με τον κόσμο.

Έχετε ασχοληθεί και με πολιτικά τραγούδια. Κάποιοι έχουν την άποψη ότι η τέχνη δεν μπορεί ποτέ να είναι στρατευμένη. Εσείς τι απάντηση δίνετε σε αυτό;

Η απάντηση είναι αυτό που κρατώ σαν φυλαχτό από τον αγαπημένο μου φίλο, το δάσκαλό μου, Γιάννη Ρίτσο. Μου έλεγε «γράφε για ό, τι σε καίει, για έρωτα, για ένα πολιτικό ζήτημα, για τη μοναξιά, για ό, τι συναίσθημα σε πνίγει, γράψε. Αλλά πρόσεχε η φόρμα σου να είναι πάντα πρωτότυπη και σύγχρονη. Μόνο τότε θα το εξακοντίσεις στον χρόνο». Αυτό το κρατάω και το προσπαθώ συνεχώς, ως πρόθεση τουλάχιστον. Ως αποτέλεσμα θα δείξει. Το ζήτημα είναι να προσπαθείς να είσαι σύγχρονος, να κοιτάς προς το μέλλον, να μην μιμείσαι το παρελθόν, τότε νομιμοποιούνται όλα. Δεν θα νομιμοποιούνταν η στρατευμένη τέχνη αν επί της ουσίας μετέφερε ένα πολιτικό μήνυμα. Αν όμως πολιτικά έργα έχουν μετουσιωθεί σε τέχνη, είναι αλλιώς. Ποιος θα μπορούσε να πει κάτι για τον Λόρκα, τον Μαγιακόφσκι, το «Μέρες του '36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου; Άρα, οτιδήποτε μπορεί να είναι στρατευμένο στον αγώνα ή στον έρωτα, το θέμα όμως είναι η μετουσίωση σε ένα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικό γεγονός.

Ασχολείστε μεταξύ άλλων με μελοποιημένη ποίηση. Τι θέση μπορεί να έχει η ποίηση και ο καλλιτέχνης γενικά σε μια κοινωνία όπως η σημερινή;

Νομίζω ότι ο μόνος δρόμος σε μια κοινωνία σαν τη σημερινή είναι η τέχνη. Ακριβώς σε στιγμές κρίσης ο πολιτισμός και η τέχνη είναι δρόμος. Και αυτό που φωτίζει αυτόν τον δρόμο είναι η μεγάλη ποίηση. Δηλαδή δεν μπορεί να μην καθοδηγηθούμε από τον Καβάφη, από τον Ρίτσο, από τον Ρεμπώ, σε μια εποχή κρίσης αξιών ή οικονομίας. Τότε είναι που μας χρειάζονται αυτά. Στην μεγάλη κρίση η απάντηση είναι η τέχνη. Γιατί αυτή βοηθάει την ανάπτυξη ενός ανθρώπου, είναι το χνάρι ενός ανθρώπου και η ζώσα ιστορία του. Και δεν το λέω επειδή είμαι καλλιτέχνης, το λέω επειδή είμαι σκεπτόμενος άνθρωπος.

Τι είναι αυτό που έχει δημιουργήσει αυτήν την γενικότερη κρίση στην Ελλάδα και ποια είναι η απάντηση για την έξοδο από αυτήν;

Νομίζω ότι αυτός ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός μιας τέτοιας κοινωνίας, όπου αναπαράγονται αξίες του Εγώ και του Υπερεγώ έναντι του συλλογικού Εμείς, όπου τα πάντα είναι το άγριο κυνήγι του χρήματος από το οποίο προέκυψε και η οικονομική κρίση, όπου όλες οι αξίες του ανθρωπισμού και του ουμανισμού έχουν υποχωρήσει, είναι οι αιτίες αυτής της βαρβαρότητας που ζούμε. Παράλληλα με τη βαρβαρότητα που αφορά στον πόλεμο στο Ιράκ ή στη Γιουγκοσλαβία, υπάρχει και η καθημερινή που βιώνουμε, αυτή η εκτόξευση του χυδαίου από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και μπορεί η τηλεόραση να μην διαμορφώνει συνειδήσεις σε ανθρώπους που έχουν πάρει ισχυρές βάσεις, αλλά διαμορφώνει την συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι ο καθένας από εμάς να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια νησίδα αναπνοής. Κι αν αυτό το κάνουμε όλοι όσοι συνειδητοποιούμε πώς έχει η κατάσταση, τότε οι νησίδες αυτές μπορεί να ενωθούν και αρκετοί άνθρωποι να αναπνέουμε ελεύθερα. Κι όταν αναπνέουμε ελεύθερα πολλοί, τότε μπορεί και να αλλάξει η κατάσταση.

 

Συμμετοχή στην παρουσίαση του βιβλίου της Ελένης Σαμπάνη "Η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας"

Στις 13 Δεκεμβρίου 2019 παρουσιάστηκε στα Public η πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Σαμπάνη "Η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας" (Εκδόσεις Κέδρος 2018). Για το βιβλίο μίλησαν ο Θωμάς Νότας, φιλόλογος, και η ποιήτρια-δημοσιογράφος Χρυσάνθη Ιακώβου.

Φωτογραφίες: Γιώργος Χατζηδάκης

(Το κείμενο της παρουσίασης εδώ)

Βιωματική μαθητική δράση για την ποίηση "Με ένα ποίημα... ταξιδεύω!"

Η Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Σερρών, σε συνεργασία με τα Public, διοργάνωσαν βιωματική μαθητική δράση για την ποίηση με τίτλο "Με ένα ποίημα...ταξιδεύω!" Η δράση πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου στο χώρο των Public Σερρών και συμμετείχαν πενήντα μαθητές από τέσσερα δημοτικά σχολεία του Νομού Σερρών (Πειραματικό, Σκουτάρεως, 12ο, 19ο).

Στη δράση συμμετείχαν πέντε εκπαιδευτικοί (Γιάννης Πούλιος, Μαρία Ζερβάκη, Κιννά Πασχαλίνα, Χρηστομάτη Εύη, Γκουτουλούδη Μαρία) και δύο Σερραίες ποιήτριες, η Χρυσάνθη Ιακώβου και η Ελένη Σαμπάνη.

Μέσα από τις ποιητικές συλλογές των δύο ποιητριών ("Τεθλασμένοι χρόνοι" της Χρυσάνθης Ιακώβου, Εκδόσεις Βακχικόν & "Η σκόνη που βαραίνει τα ράφια μας" της Ελένης Σαμπάνη, Εκδόσεις Κέδρος) οι μαθητές ήρθαν σε επαφή με την ποίηση, έπαιξαν με τους στίχους, οπτικοποίησαν ποιήματα, ερμήνευσαν τίτλους και στο τέλος ανέκριναν τις δύο ποιήτριες!

 

Πού μπορεί να οφείλεται η τεράστια επιτυχία του "Joker";

Η ταινία "Joker" είναι επισήμως η εμπορικότερη ταινία της δεκαετίας στην Ελλάδα. Πώς έφτασε σε αυτή τη θέση και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το σινεμά στη χώρα μας.

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο mikropragmata.lifo.gr

Πριν από λίγους μήνες ανακοινώθηκαν οι εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας στην Ελλάδα (κι εμείς γράψαμε αυτό εδώ το άρθρο). Φυσικά, κανένας δε φανταζόταν ότι στο πάρα πέντε κυριολεκτικά της συμπλήρωσης της δεκαετίας θα ερχόταν μία ταινία που θα έσπαγε τα ελληνικά ταμεία και θα σκαρφάλωνε άνετα στην κορυφή του box office, ρίχνοντας το "Ένας άλλος κόσμος" του Χριστόφορου Παπακαλιάτη από την πρώτη θέση. Ο λόγος φυσικά για το "Joker", που έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 800.000 εισιτήρια και συνεχίζει.

Ασχέτως αν το "Joker" είναι μια καλή ή όχι ταινία (εντάξει, είναι καλή, νομίζω πως όλοι συμφωνούμε πως δεν είναι κακή ταινία), αποτελεί αυτή τη στιγμή κινηματογραφικό φαινόμενο: αναλύσεις επί αναλύσεων, αμέτρητες κριτικές σε περιοδικά και sites, συζητήσεις σε σινεφίλ πηγαδάκια, μια μικρή φρενίτιδα που όμοια της βλέπουμε σπάνια (τελευταία ταινία που απασχόλησε τόσο πολύ το κοινό ήταν το "La La Land" του 2014, όμως οι συζητήσεις περί αυτού δεν έφτασαν στο βάθος του "Joker"). Ακόμα και η έφοδος της αστυνομίας στις κινηματογραφικές αίθουσες για να απομακρύνει τους ανήλικους θεατές άλλο δεν έκανε από το προσθέσει ακόμα περισσότερο μύθο στο φαινόμενο "Joker".

Τι είναι λοιπόν αυτό που έκανε τους Έλληνες να τρέξουν μαζικά στον κινηματογράφο, περισσότερο από ότι έτρεξαν για κάποια ελληνική ταινία (παραδοσιακά οι ελληνικές παραγωγές τραβάνε πάντα το ενδιαφέρον του κοινού), περισσότερο απ' ότι έτρεξαν για εμβληματικές ταινίες, όπως το "James Bond" ή το "Harry Potter" ή το "Star Wars" και το "Avengers";

Για να δώσουμε μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα, θα πρέπει καταρχάς να λάβουμε υπόψη το είδος του κοινού που συνηθίζει να πηγαίνει σινεμά. Ανατρέχοντας στη λίστα με τις είκοσι εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας, σινεμά πηγαίνουν κατεξοχήν οι λάτρεις των ταινιών με υπερήρωες και των ταινιών δράσης. Εμπίπτει το "Joker" σε αυτές τις κατηγορίες; Αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον στοιχείο στην όλη υπόθεση: και ναι και όχι.

Κάνοντας μια ταινία για τον Τζόκερ, έχεις αυτομάτως ένα σίγουρο κοινό: αυτό που λατρεύει τα κόμικ, αυτό που λατρεύει το σύμπαν των υπερηρώων, αυτό που αγαπάει τον …Μπάτμαν. Το "Joker" όμως δεν είναι μια τέτοια ταινία, είναι μια ταινία κυρίως κοινωνική, ψυχογραφική -και πολιτική ακόμα αν θέλεις με την ευρεία έννοια του όρου-, που εστιάζει σε έναν ψυχικά ασθενή άνθρωπο, ο οποίος καταβυθίζεται στην τρέλα λόγω του περίγυρού του. Με αυτήν την θεματολογία, το "Joker" κερδίζει και την …άλλη μισή μερίδα θεατών, αυτών που θέλουν κάτι πιο βαθύ, πιο μεστό, πιο ουσιαστικό, ικανό να πυροδοτήσει συζητήσεις και να δώσει τροφή για σκέψη. Με λίγα λόγια, έχουμε μ' ένα σμπάρο-δυο τρυγόνια.

Το "Joker" έρχεται να ενώσει, κατά κάποιον τρόπο, δύο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη: είναι μια "βαριά" από άποψη περιεχομένου ταινία, που χρησιμοποιεί όμως έναν ευρέως διαδεδομένο και δημοφιλή ήρωα, έναν ήρωα οικείο, "αγαπητό" και δοκιμασμένο, κατά κάποιον τρόπο, τόσο από τα κόμικ όσο και από άλλες ταινίες (μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι δε θα υπήρχε τόσο ενδιαφέρον για τον Τζόκερ στις μέρες μας αν δεν είχαν προηγηθεί ο Χιθ Λέτζερ του "Σκοτεινού Ιππότη" και ο Τζακ Νίκολσον του "Μπάτμαν"). Στη συγκεκριμένη ταινία λοιπόν ο ήρωας μας θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, χωρίς να αλλάξει καθόλου η πλοκή ή το τέλος. Το ότι είναι ο Τζόκερ όμως είναι που έκανε την (εισπρακτική) διαφορά.

Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, ήταν σε πρώτη φάση αρκετό για να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού και να το φέρει μέχρι την σκοτεινή αίθουσα. Σε δεύτερη φάση όμως, που η ταινία διαδίδεται από στόμα σε στόμα, χρειάζεται και κάτι παραπάνω για να έχει μαζική επιτυχία. Τι ήταν αυτό το κάτι παραπάνω στην περίπτωσή μας; Το ότι το "Joker" καταπιάνεται με δύο πολύ ενδιαφέροντα θέματα: αυτά της ψυχικής ασθένειας και της κοινωνίας Ή, ακόμα καλύτερα, καταπιάνεται με το διαχρονικά φλέγον θέμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και κοινωνίας.

Είτε πρόκειται για τέχνη είτε πρόκειται για την πραγματικότητα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να έλκονται από αυτούς που παρεκκλίνουν από τα όρια της "φυσιολογικής" συμπεριφοράς, από αυτούς που είναι πολύ διαφορετικοί για να ενταχτούν στους κοινωνικούς κανόνες, από τους διαταραγμένους, τους ψυχικά ασθενείς, τους κατατρεγμένους. Είναι κάτι ανοίκειο, που προκαλεί τρόμο και γοητεία ταυτόχρονα. Στην περίπτωση του "Joker" αυτό λειτουργεί με δύο τρόπους: έχουμε έναν ήρωα σκοτεινό που πάσχει από ψυχική ασθένεια, ο οποίος παράλληλα πέφτει συνεχώς θύμα κακομεταχείρισης, αδιαφορίας και επιθετικής συμπεριφοράς. Μπορείς να τρομάξεις και να ταυτιστείς συνάμα.

Αυτό που προσθέτει η συγκεκριμένη ταινία στην ήδη γνωστή και χιλιοειπωμένη ιστορία του Τζόκερ είναι ότι τον παρουσιάζει ως θύτη και θύμα ταυτόχρονα. Όσο κι αν μέσα σου διαφωνείς με τη βία και την εγκληματική συμπεριφορά, δυσκολεύεσαι να μη συμπαθήσεις και πολύ περισσότερο να μη συμπονέσεις έναν κινηματογραφικό ήρωα που δεν γεννήθηκε κακοποιός, αλλά ήταν η κοινωνία αυτή που τον ώθησε στα άκρα. Σε αντίθεση με άλλες εκδοχές του Τζόκερ, εδώ δεν έχουμε έναν φύσει κακό άνθρωπο, αλλά ένα πρόσωπο μελαγχολικό, αδικημένο, κατατρεγμένο.

Και κάπου εδώ υπεισέρχεται η άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση της ταινίας: η κοινωνική. Το Γκόθαμ Σίτι είναι το κατεξοχήν μέρος ανομίας, αλλά ίσως εδώ, για πρώτη φορά, δεν παρουσιάζεται ως μία σουρεαλιστική κοινωνία όπου συμβαίνουν απίστευτα πράγματα με φανταστικούς "κακούς", αλλά ως μια πόλη σε αναβρασμό που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η δική μας. Πολιτικοί διεφθαρμένοι, πλουσιόπαιδα που νομίζουν ότι μπορούν να φέρονται όπως θέλουν, απουσία κρατικής μέριμνας, δυσαρεστημένοι πολίτες, αδιαφορία, μοναξιά, αποξένωση, μισαλλοδοξία, φόβος. Η κοινωνία του "Joker" δεν είναι απλώς μια κοινωνία που μας αφορά όλους, είναι -δυστυχώς- η δική μας κοινωνία.

Σε όλα αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και την απίθανη ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ, καθώς και το καλό επίπεδο παραγωγής σε όλους τους τομείς: φωτογραφία, σκηνοθεσία, καστ, μουσική. Αξίζει όμως να είναι το "Joker" στην κορυφή των εμπορικότερων ταινιών της δεκαετίας στην Ελλάδα; Είναι, δηλαδή, η "καλύτερη" ταινία της δεκαετίας; Μάλλον όχι. Αν καταφέρουμε να τη δούμε με μια πιο νηφάλια ματιά, απογυμνωμένη από τον ντόρο και το hype, θα διαπιστώσουμε πιθανότατα ότι αποτελεί απλώς μια καλογυρισμένη ταινία με ιντριγκαδόρικο στόρι και έναν ενδιαφέροντα κεντρικό ήρωα.

Πέρα από όλα αυτά όμως, το να κατέχει την πρωτιά μια ταινία σαν το "Joker" τι μπορεί να σημαίνει για το σινεμά στην Ελλάδα; Δύο πράγματα. Από τη  μια, το ότι μία ταινία κοινωνικού περιεχομένου κατάφερε να ενθουσιάσει και να κερδίσει τόσο κόσμο είναι μια αισιόδοξη εξαίρεση στον καταιγισμό επιτυχίας των ταινιών που είναι γεμάτες εφέ και προσφέρονται για θέαμα και όχι για προβληματισμό. Από την άλλη, το ότι η επιτυχία της οφείλεται κυρίως στο όνομα "Τζόκερ" αποδεικνύει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να σταθεί εμπορικά μια ταινία αν δεν ανήκει σε ένα φραντσάιζ ή σε ένα ευρύτερο κινηματογραφικό σύμπαν. Και αυτό δεν ξέρω πόσο αισιόδοξο μπορεί να είναι για το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας.