Once upon a time in Hollywood

Once upon a time in Hollywood (Κάποτε στο Χόλιγουντ), 2019

Σκηνοθέτης: Quentin Tarantino

Παίζουν: Leonardo DiCaprio, Brad Pitt, Margot Robbie

Hollywood 1969. Ο Rick Dalton (Leonardo DiCaprio) είναι ένας διάσημος ηθοποιός της τηλεόρασης, που βλέπει την καριέρα του να παίρνει σιγά σιγά την κατιούσα. Στήριγμα του σε αυτήν τη δύσκολη φάση ανασφάλειας και άγχους είναι ο κασκαντέρ του-κολλητός του φίλος-βοηθός του Cliff Booth (Brad Pitt). Ευχή του Dalton θα ήταν να γνωριστεί με τον διάσημο σκηνοθέτη Polanski, ο οποίος μένει στο διπλανό σπίτι με τη νέα του σύζυγο, την ηθοποιό Sharon Tate (Margot Robbie).

Ξεχάστε ό,τι ξέρατε για τις ταινίες του Tarantino. Το "Once upon a time in Hollywood" είναι πολύ μακριά από το γνωστό κινηματογραφικό ύφος του σκηνοθέτη: δεν έχει ούτε βία ούτε γκάνγκστερ ούτε απόπειρες εκδίκησης - τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχει η υπόλοιπη φιλμογραφία του. Το "Once upon a time in Hollywood" είναι μια φανταστική 60s πανδαισία, ένας πολύχρωμος φόρος τιμής στην χρυσή εποχή του Hollywood, μια ατελείωτη νοσταλγία που αποτυπώνεται όμως με πολλή ζωντάνια και μπόλικο χιούμορ.

Ο Tarantino τα έχει καταφέρει πολύ καλά στην αναπαράσταση εκείνης της εποχής, καθώς από την μεγάλη οθόνη παρελαύνουν οι τότε διάσημες προσωπικότητες, τηλεοπτικά προγράμματα, ταινίες και μουσικές, κινηματογράφοι και νυχτερινά μαγαζιά, το κίνημα των χίπις, τα πάρτι των κινηματογραφικών σταρ, τα παρασκήνια στα γυρίσματα των ταινιών. Μουσική επένδυση, κοστούμια, σκηνικά απογειώνουν την ταινία.

Ασφαλώς βέβαια η μαεστρία του Tarantino φαίνεται πάντα σε άλλον τομέα: στους χαρακτήρες του. Εξαιρετικά καλογραμμένος ο ρόλος του Leonardo DiCaprio -τον οποίο και ερμηνεύει καταπληκτικά- και πολύ ενδιαφέρων, καθώς δε βλέπουμε συχνά στη μεγάλη οθόνη τις υπαρξιακές και επαγγελματικές αγωνίες των σταρ. Ο Tarantino καταφέρνει έτσι να δώσει βάθος σε μια ταινία φαινομενικά ανάλαφρη. Μοιραία όμως τα βλέμματα τραβά ο Brad Pitt, όχι γιατί η ερμηνεία του είναι καλύτερη, αλλά γιατί ο ρόλος του είναι πιο αβανταδόρικος, είναι γνήσιος "ταραντινικός": ο αντισυμβατικός, ο ατρόμητος, αυτός που αντιμετωπίζει όλες τις καταστάσεις με χιούμορ και αυτοπεποίθηση. Όσο για την Margot Robbie ως Sharon Tate, αιθέρια, χαμογελαστή, γεμάτη ζωντάνια, συμπληρώνει την ταινία.

Ο Tarantino έχει φτιάξει ουσιαστικά μια αυτοαναφορική ταινία, μια ταινία που αφορά το ίδιο το σινεμά και την εποχή στην οποία αναφέρεται, εμπλουτίζοντάς την με τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του, με το κίνημα των χίπις, με την ομάδα του Τσάρλς Μάνσον. Μπορεί να αφορά μια τέτοιου είδους ταινία θεατές που δεν έχουν ζήσει καθόλου εκείνη την εποχή; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Απόλυτα νοσταλγική, σίγουρα δε θα την νιώσουν όλοι με τον ίδιο τρόπο.

Παρά τις εξαιρετικές ερμηνείες και το ενδιαφέρον θέμα όμως, η ταινία μοιάζει να υστερεί σε εσωτερική συνοχή, οι επιμέρους σκηνές -μαγνητικές για τον θεατή κατά τα άλλα, στο γνωστό ταραντίνικο ύφος- φαίνονται να μην συνδέονται στενά μεταξύ τους και το -απολαυστικότατο- φινάλε που τελικά τα ενώνει όλα δεν είναι αρκετό. Σε αρκετά σημεία έχουμε περισσότερο καταγραφή της εποχής ή των κινήσεων των ηρώων παρά σκηνές που προωθούν και συμβάλλουν στην εξέλιξη.

Σίγουρα όχι η καλύτερη ταινία του Tarantino, αλλά με άρτιο αποτέλεσμα και ιδανικό για τους λάτρεις εκείνης της εποχής.

6 βιβλία που σημάδεψαν τα καλοκαίρια μου και τις διακοπές μου

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο τα mikropragmata.lifo.gr

Ιντριγκαδόρικες ιστορίες, έρωτες, λάθη, ήρωες που ξεπερνούν ή προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους, καθημερινοί άνθρωποι σε ανατρεπτικά περιστατικά, σουρεαλιστικές ή αστείες καταστάσεις, όλα αυτά ανακατωμένα με την θάλασσα, την αλμύρα, τον καλοκαιρινό ήλιο και τη μελαγχολία του τέλους των διακοπών.

 

"Παλιόκαιρος", της Αμάντα Μιχαλοπούλου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001)

Ο "Παλιόκαιρος" της Αμάντας Μιχαλοπούλου βρέθηκε σχεδόν τυχαία στα χέρια μου πριν από μερικά χρόνια, όταν τη μέρα που έφευγα από την Σύρο μού φάνηκε καλή ιδέα να έχω να διαβάζω κάτι στο πλοίο και στο λεωφορείο της επιστροφής. Το ξεκίνησα χωρίς πολλές αξιώσεις, διαβάζοντας αργά και μάλλον συμβατικά, καθώς προσπαθούσα να προφυλαχτώ από τον ανελέητο ήλιο που έδερνε το βαρετό όχημα του ΚΤΕΛ. Μετά όμως από μερικές σελίδες το πράγμα άρχισε να αλλάζει: μπορεί η πλοκή να ήταν αρχικά αργή, σαν το ταξίδι μου, αλλά το βιβλίο γινόταν ολοένα και πιο μαγνητικό. Η μοναδική ικανότητα της συγγραφέως να μετατρέπει ακόμα και τις πιο απλές σκηνές σε άκρως ενδιαφέρουσες, με έκανε να κολλήσω για τα καλά. Μια παρέα σε ένα νησί, λοιπόν, κάνει τις διακοπές της, αλλά τα πράγματα είναι λιγάκι περίπλοκα… Υπάρχουν έρωτες κατά κάποιον τρόπο ανομολόγητοι, σχέσεις σε δοκιμασία, προστριβές, και υπάρχει και η ηρωίδα μας που "κατασκοπεύει" τις ζωές των υπολοίπων γιατί θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα… Μια φρικτή κακοκαιρία (εξ ου και ο κυριολεκτικός τίτλος) θα φέρει τα πάνω-κάτω στις σχέσεις όλων και μετά τα πράγματα θα αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν… Υπέροχο, καλοκαιρινό, υπαρξιακό ακόμη, με ένα story που παίρνει πολύ ενδιαφέρουσες τροπές, με ήρωες που τους νιώθεις σαν άτομα δικά σου και με πολλές προεκτάσεις για την κοινωνία μας και την εποχή μας. Με αποζημίωσε πλήρως. Έχοντας φτάσει προ πολλού στον προορισμό μου και διαβάζοντας το πλέον από το δωμάτιο μου, μπορώ να πω ότι ένιωσα μια θλίψη το βράδυ που είδα ότι είχα φτάσει στην τελευταία σελίδα.

 

"Η γιορτή του τράγου", του Μάριο Βάργκας Λιόσα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010, πρώτη έκδοση 2000)

Τη "Γιορτή του Τράγου" μού τη σύστησε κάποιος που ξέρει πολλά από βιβλία (να 'ναι καλά ο άνθρωπος), οπότε την πήρα στα χέρια μου χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να ξέρω περί τίνος πρόκειται, χωρίς να επιστρατεύσω το βιβλιοφιλικό μου ένστικτο –χωρίς καν να διαβάσω την περίληψη. Έχω μια αδυναμία στα ιστορικά μυθιστορήματα, έτσι δε μου κακοφάνηκε καθόλου όταν βρέθηκα στον Άγιο Δομίνικο επί δικτατορίας Τρουχίλιο να προσπαθώ να βγάλω άκρη με ονόματα, καταστάσεις και ιστορικά γεγονότα. Απεναντίας, όσο οι σελίδες περνούσαν –και περνούσαν πολύ γρήγορα!- τόσο με ρουφούσε το βιβλίο σε ένα απίστευτα γοητευτικό και καλογραμμένο σύμπλεγμα ιστορίας και μυθοπλασίας. Βαθύτατα συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες, ενδιαφέροντα περιστατικά και δεκάδες ήρωες, όλα επηρεασμένα και τυλιγμένα μοιραία από το πολιτικό καθεστώς του δικτάτορα. Ένα μυθιστόρημα πολιτικό, γραμμένο όμως μέσα από τις ιστορίες των ηρώων του και με απίστευτη συγγραφική δεινότητα από τον Λιόσα (ο οποίος φυσικά είναι και κάτοχος Νόμπελ – λογικό). Θα μπορούσα άνετα να φανταστώ ότι βρίσκομαι κι εγώ στον Άγιο Δομίνικο και έχω τον τρομερό Τρουχίλιο μπροστά μου, αν δε με έφερνε στην πραγματικότητα το αεράκι του Ιούλη που έμπαινε το βράδυ από τα κλειστά παντζούρια. Διαβάζοντας αχόρταγα κάτω από το κίτρινο φως του πορτατίφ και αναβάλλοντας τον ύπνο μου κατά μία-δύο ώρες, έφτασα με μεγάλη θλίψη στην τελευταία σελίδα λίγο πριν μπει ο Αύγουστος και φύγω διακοπές. Το βιβλίο ήταν δανεικό και με βαριά καρδιά το αποχωρίστηκα. Επιστρέφοντας από τις διακοπές το αγόρασα και το έχω πλέον μόνιμα στο κομοδίνο, γιατί ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα το ξαναδιαβάσω.

 

"Η Μεγάλη Χίμαιρα", του Μ.Καραγάτση (Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002, πρώτη έκδοση 1936)

Καλοκαίρι, θάλασσα, ήλιος, νησί και είπα να πάρω κάτι αντίστοιχο να διαβάσω: έτσι κατέληξε στα χέρια μου η "Μεγάλη Χίμαιρα", που μιλάει για τη ζωή μιας Γαλλίδας που ακολουθεί τον άντρα της -ναυτικό στο επάγγελμα- στη γενέτειρά του, τη Σύρο. Το βιβλίο στην αρχή είναι όλο έρωτα, φως και ελληνικό γαλάζιο, αλλά μετά αρχίζει να "συννεφιάζει". Ο χειμώνας έρχεται σκληρός, μοναχικός και η ζωή για τη γυναίκα ενός ναυτικού είναι κάθε άλλο παρά εύκολη. Στερημένα από έρωτα κορμιά, καταπιεσμένα πάθη, ερωτικά συμπλέγματα, μοναξιά και ολέθρια λάθη είναι όλα όσα συμβαίνουν στο δεύτερο μισό του βιβλίου. Η ανάλαφρη αίσθηση του ελληνικού νησιού διαλύθηκε -κόντρα στο δικό μου καλοκαίρι- και το τραγικό τέλος με γέμισε θλίψη, αλλά και με λύτρωσε.

 

"Το θεώρημα του παπαγάλου", του Ντένι Γκέτζ (Εκδόσεις Κέδρος, 2010, πρώτη έκδοση 1998)

Το "Θεώρημα του παπαγάλου" με βρήκε σε μια ωραία παραλία στα Κύθηρα, να προσπαθώ να τα βγάλω πέρα με τον αέρα και τα μαθηματικά. Το πήρα κατόπιν παρότρυνσης μιας φίλης φιλολόγου, επειδή, είπε, το βιβλίο μιλάει για τον Θαλή, τον Πυθαγόρα και άλλες αρχαίες ελληνικές διάνοιες, γι’ αυτό ως φιλόλογοι έχουμε χρέος να το διαβάσουμε. Μαζί με τους αρχαίους όμως φορτώθηκα και τα μαθηματικά, γιατί κατά την ανάγνωση συνειδητοποίησα ότι το "Θεώρημα του παπαγάλου" είναι μια -υπέροχη μεν- ιστορία μυστηρίου, που βασίζεται όμως στους αριθμούς. Η έμφυτη απέχθεια μου για τα μαθηματικά θα μπορούσε να με κάνει να το ρίξω πίσω στη βαλίτσα μου μαζί με τα αντηλιακά και τα καφτάνια, αλλά όφειλα να αναγνωρίσω ότι η ιντριγκαδόρικη υπόθεση με κρατούσε προσηλωμένη στις σελίδες του: ένας θάνατος, μια κληρονομιά, ένας παπαγάλος που φαίνεται να είναι το κλειδί του μυστηρίου, κι όλα αυτά γραμμένα με όση ελαφρότητα και χιούμορ είναι απαραίτητο. Αν και με μένα δε δούλεψε έτσι, είναι ένας απίθανος τρόπος για να μυηθεί κανείς στον κόσμο των μαθηματικών. Εγώ από το βιβλίο κράτησα μόνο την υπέροχη υπόθεση και την ευχάριστη πένα του συγγραφέα –και την αξέχαστη αίσθηση της αλμύρας και του αυγουστιάτικου ήλιου.

 

"Και με το φως του λύκου επανέρχονται", της Ζυράννα Ζατέλη (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1993)

Άκουγα πολλά χρόνια για τη Ζατέλη, είχα δει και είχα διαβάσει συνεντεύξεις της, με είχε γοητεύσει, αλλά βιβλίο της δεν είχε τύχει να διαβάσω. Ένα πρωινό στα μέσα του Αυγούστου αποφάσισα να πάρω το πιο πολυσυζητημένο της: "Και με το φως του λύκου επανέρχονται". Ενισχυμένο βιβλίο – αν δε διαβάζεις γρήγορα ή συστηματικά να τον υπολογίζεις τον έναν μήνα. Δεν τρόμαξα από τον αριθμό των σελίδων, δεν είναι ποτέ η έκταση αυτή που κάνει ένα βιβλίο κουραστικό. Πρωινό Τετάρτης σε μια παραλία κοντά στη Θεσσαλονίκη με ελάχιστο κόσμο και με τον ήχο της θάλασσας να είναι το μόνο που ακούγεται το ξεκίνησα. Ένας πολύ όμορφος νέος, μια μεγάλη οικογένεια, ένα χωριό με πέτρινα σπίτια και άνυδρη γη οι εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό από τις πρώτες σελίδες. Το βιβλίο ξετυλίγεται γρήγορα και σου ανεβάζει το ενδιαφέρον στο κόκκινο. Σελίδα τη σελίδα όλο και πιο πολύ. Ένα τεράστιο σόι, με πρόσωπα και ονόματα να συμπλέκονται και να εναλλάσσονται και με απίστευτα γεγονότα που φτάνουν στα όρια του σουρεαλισμού, χωρίς όμως να χάνουν στο ελάχιστο τη γοητεία τους. Η γλώσσα και οι περιγραφές εξίσου μαγικές. Με τη Ζατέλη ξενύχτησα, παθιάστηκα και πέρασα τις τελευταίες καλοκαιρινές νύχτες μέχρι που με βρήκε ο Σεπτέμβρης. Στην ατμόσφαιρα απλώθηκε μια ωραία μελαγχολική φθινοπωρινή αίσθηση, που ταίριαζε τόσο με τους ήρωες του βιβλίου. Και κάπου εκεί το αποχαιρέτισα.

 

"Αιώνια επιστροφή", της Ελένης Γκίκα (Εκδόσεις Ψυχογιός, 2010)

Η "Αιώνια επιστροφή" είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Μυθιστόρημα μεν, αλλά όχι με την κλασική έννοια του όρου. Είναι περισσότερο η ατέρμονη προσπάθεια της ηρωίδας να ξαναβρεί τον εαυτό της, σε ένα εσωτερικό ταξίδι όπου παρόν και παρελθόν, όπου όνειρα, πραγματικότητα και αναμνήσεις συμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Το διάβασα έναν Αύγουστο, καθώς το καλοκαίρι έφτανε στη δύση του και έμπαινα σιγά σιγά στο mood του Σεπτέμβρη. Έντονα συναισθήματα, δαιδαλώδεις διαδρομές, μια καταβύθιση στα υπαρξιακά ζητήματα της ηρωίδας, δοσμένα μαγικά από την πένα της συγγραφέως - και κάπως έτσι το βιβλίο απλώθηκε και έγινε ένα με την φθινοπωρινή σιωπή.

Η καλοσύνη των ξένων

Στο εμβληματικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς "Λεωφορείον ο πόθος" η εύθραυστη ηρωίδα Μπλανς Ντιμπουά, μετά τον βιασμό της από τον γαμπρό της, Στάνλεϊ Κοβάλσκι, χάνει την ψυχική της ισορροπία και τα λογικά της. Καθώς δύο ψυχίατροι έρχονται να την παραλάβουν, η Μπλανς λέει ήρεμη "Πάντα βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων". Το έργο τελειώνει, η αυλαία πέφτει.

Πάντα με βασάνιζε και εξακολουθεί να με βασανίζει αυτή η ατάκα. Γιατί η Μπλανς, μετά από ό,τι της συνέβη, εξακολουθούσε να βασίζεται στην καλοσύνη των ξένων; Μήπως γιατί ο κόσμος είναι κατά τα άλλα όμορφος και πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι; Ή αυτή είναι μια φράση που μόνο ένας πραγματικά διαταραγμένος άνθρωπος θα ξεστόμιζε; Ή απλώς η Μπλανς μας δουλεύει όλους ψιλό γαζί;

Αυτή τη στιγμή στον κόσμο γίνονται πόλεμοι. Η Ευρώπη γεμίζει με μετανάστες. Ένα μέρος της παγκόσμιας οικονομίας βασίζεται στην παιδική εργασία. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεθαίνουν από την πείνα, την ίδια στιγμή που άλλοι πλουτίζουν με παράνομους τρόπους.

Η δική μας η χώρα βρίσκεται σε συνεχή κατήφορο και οι πολιτικοί μας -από όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως- συνεχίζουν τις παρασκηνιακές παρανομίες. Φυσικά, δεν τιμωρείται κανείς, ούτε καν δια της ψήφου μας. Η διαφθορά, η παρατυπία, η αδιαφορία είναι παρούσες κάθε μέρα, σε κάθε μικρό και μεγάλο περιστατικό της ζωής μας.

Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη από προβλήματα που προκαλούνται κυρίως από την έλλειψη αλληλοσεβασμού, από την έλλειψη ευγένειας, από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, από τη ζήλεια, από τον εγωκεντρισμό, από τον ωχαδερφισμό.

Νομίζω ότι η ενηλικίωση μας και η ωριμότητά μας έρχονται πραγματικά όταν συνειδητοποιούμε σε πόσο μεγάλο βαθμό είναι σάπιος ο κόσμος που ζούμε. Κι ότι οι ρομαντικές ιδέες της εφηβείας μας και της πρώιμης νιότης μας είναι πολύ φτωχές και αδύναμες για να τον αλλάξουν.

Σε έναν τέτοιο κόσμο λοιπόν πού μπορείς να στηριχτείς; Από πού να πιαστείς; Και σε τι να πιστέψεις; Στα μαζικά κινήματα; Στις ιδεολογίες; Στη δύναμη των πολιτών; Στην αλληλεγγύη των ανθρώπων; Στους ποιητές που προσπαθούν να ανακαλύψουν την αλήθεια; Στην τέχνη; Στους "ήρωες"; Στους εμπνευσμένους πολιτικούς; Η ίδια η ζωή σε διαψεύδει, σου τα αφαιρεί όλα ένα-ένα σαν το κρεμμύδι που ξεφλουδίζεται. Ή μήπως στην καλοσύνη των ξένων; Μπορείς να έχεις πίστη στην ανθρωπότητα; Στο καλό που υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου; Κι ότι στο τέλος θα νικήσει αυτό, όπως στις ταινίες;

Εγώ όχι, δεν πιστεύω στην καλοσύνη των ξένων. Δεν πιστεύω ότι μπορείς να βασιστείς στο γενικότερο καλό, στη βοήθεια που θα έρθει απέξω.

Σε τι πιστεύω τότε; Σε ένα πράγμα μόνο: στην ατομική προσπάθεια. Πιστεύω στη δυνατότητα του κάθε ανθρώπου να δουλέψει με τον εαυτό του, να τον βελτιώσει, να τον αλλάξει. Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος πρέπει να κάνει ο ίδιος το καλό και να μην περιμένει να το βρει αλλού. Να αναλαμβάνει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, να εφαρμόζει αυτό που έλεγε ο Καζαντζάκης, "να λες εγώ, εγώ μοναχός μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω". Ας μην περιμένουμε λοιπόν να συναντήσουμε το θαύμα στους άλλους, ας γίνουμε εμείς οι ίδιοι το θαύμα. Κι ας μη βασιζόμαστε στην καλοσύνη των ξένων, ας βασιζόμαστε στη δική μας.

(Περιοδικό Ser-Free #53)

Αναζήτηση ομορφιάς

Ταξίδια

του νου

του κορμιού

φεύγουμε πάντα

γι' άλλες στεριές.

(City zoom, περιοδικο Ser-Free #53)

"Μπαρόκ", της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό www.periou.gr

Αν θα μπορούσε να αποδοθεί ένας μόνο χαρακτηρισμός για το νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου "Μπαρόκ" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018), θα διαλέγαμε τη λέξη πρωτότυπο. Σε αντίθεση με ό,τι συναντάμε συνήθως στη λογοτεχνία, δηλαδή την πορεία μιας ιστορίας από την αρχή της μέχρι το τέλος της και την παράλληλη εξέλιξη των ηρώων μέσα σε αυτήν, εδώ έχουμε ακριβώς το αντίθετο: την αντίστροφη πορεία της ζωής της ηρωίδας, από τη στιγμή που είναι πενήντα ετών μέχρι τη στιγμή της σύλληψης της.

Το "Μπαρόκ" δηλώνεται ως μυθιστόρημα, αλλά είναι τέτοιο με την ευρεία έννοια του όρου˙ αποτελείται από πενήντα κεφάλαια-μικρά διηγήματα, κάθε ένα από τα οποία περιλαμβάνει και ένα περιστατικό από κάθε ηλικία της ζωής της ηρωίδας, αριθμός που φιγουράρει και στον εκάστοτε τίτλο. Εύκολα θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομο το κάθε κεφάλαιο, κι ας δένονται μεταξύ τους με το νήμα της ζωής της ίδιας ηρωίδας.

Είναι ενδιαφέρον το πώς το βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στην (αυτο;)βιογραφία και τη μυθοπλασία, ενώ οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κάθε κεφάλαιο (οι περισσότερες από το προσωπικό αρχείο της συγγραφέως) και υπογραμμίζουν το κείμενο, αλλά και συμβάλλουν στο χτίσιμο μιας οικειότητας με τον αναγνώστη, όπως και επιβάλλεται ίσως σε ένα είδος κειμένου σαν αυτό.

Το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο στο "Μπαρόκ" -εκτός από τη δομή του- είναι η ποικιλία του. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου εξαντλεί κάθε μέσο για να αφηγηθεί την ιστορία της: άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, άλλα σε δεύτερο, άλλα σε τρίτο. Άλλα αποτελούνται από διάλογο, άλλα είναι μία επιστολή ή ένα ποίημα ή μια ημερολογιακή καταγραφή, άλλα η περιγραφή ενός ονείρου. Ομοίως έχουμε ποικιλία στο ύφος και στο θέμα: η συγκίνηση εναλλάσσεται με το χιούμορ, τα πιο σπουδαία περιστατικά με τα πιο ασήμαντα, τα κομβικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας με τις πιο προσωπικές στιγμές. Και φυσικά μία από τις πιο μεγάλες προκλήσεις του βιβλίου -χωρίς την επίτευξη της οποίας θα αποτύγχανε το όλο εγχείρημα- είναι η προσαρμογή της γλώσσας στην εκάστοτε ηλικία: η ηρωίδα μας δε μικραίνει μόνο βιολογικά, αλλά και ως προς τον τρόπο που εκφράζεται, μέχρι τη στιγμή που παύει να …μιλά!

Τι είναι αυτό λοιπόν που προσφέρει λογοτεχνικά μια (αυτο;)βιογραφία προς τα πίσω; Αν θέλει να ξεκινήσει κανείς από το τέλος και να προχωρήσει μέχρι την αρχή, και πάλι θα βγαίνει νόημα. Επομένως προς τι αυτή η αντίστροφη πορεία; Η Αμάντα Μιχαλοπούλου, μέσα από το αυτό το πρωτότυπο συγγραφικό τέχνασμα, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να καταδυθεί στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και να εντοπίσει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ηρωίδα της (και κατ' επέκταση ο κάθε άνθρωπος) διαμορφώνει την προσωπικότητά της. Ξεκινάει από το αποτέλεσμα για να καταλήξει στο αίτιο.

Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά την αποσπασματική φυσιογνωμία του βιβλίου (εφόσον πρόκειται για διηγήματα, όχι άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους), την όλη αφήγηση διατρέχουν οι ίδιες ιδέες, οι ίδιες προσδοκίες, τα ίδια πρόσωπα. Ξεκινάμε από την παντρεμένη γυναίκα, την αναγνωρισμένη πλέον συγγραφέα, με την εμπειρία της ώριμης ηλικίας, για να την δούμε στα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα, στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα, με την διστακτική ορμή μιας νεαρής που ονειρεύεται. Το παράδοξο αυτό φέρνει μια αμηχανία στον αναγνώστη, αμηχανία όμως που λειτουργεί ιντριγκαδόρικα για να συνεχίσει το βιβλίο.

Παρότι γραμμένο με ύφος απλό, ανάλαφρο, ευχάριστο, το "Μπαρόκ" καταφέρνει τελικά να είναι ένα βαθύτατα υπαρξιακό μυθιστόρημα, καθώς παρουσιάζει με τρόπο εύστοχο το μεγαλύτερο δράμα της ανθρώπινης φύσης: πού καταλήγουν οι προσδοκίες και τα σχέδια των ανθρώπων, πού οδηγούνται οι ανθρώπινες σχέσεις, πώς το βίωμα μετατρέπεται σε εμπειρία. Το ότι το βλέπουμε αυτό από το τέλος κρύβει μια μικρή ειρωνεία, κρύβει όμως και μια αθωότητα.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με ωραία τοποθετημένες αναφορές στη λογοτεχνία, στην ιστορία, στην πολιτική, κι έχουμε ένα μυθιστόρημα-έκπληξη.