Ανδρέας Μήτσου

«Η τέχνη ανατρέπει βεβαιότητες, δημιουργεί νέους στοχασμούς και σκέψεις, μια καινούργια θέαση του κόσμου»

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

 

Πείτε μου λίγα λόγια για το βιβλίο σας «Η Αστυνόμος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.

          Θα αναφερθώ καταρχάς στη λεγόμενη «υπόθεση», παρόλο που για μένα, η υπόθεση είναι πρόφαση της αφήγησης. Όσοι παρουσιαστές-«εκτιμητές» βιβλίου εξαντλούνται στο δευτερεύον αυτό στοιχείο ενός λογοτεχνικού έργου, το διαχειρίζονται διεκπεραιωτικά και επιπόλαια.

          Υπάρχει, εν πάση περιπτώσει, μια νέα γυναίκα στο μυθιστόρημά μου, αστυνόμος, ανικανοποίητη από τη ζωή και το επάγγελμά της, η οποία παρέχει στον συγγραφέα πατέρα της καίριες πληροφορίες για ιδιάζοντα εγκλήματα, ως συγγραφικό υλικό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φιλοδοξεί όμως να καταστεί η ίδια ο συγγραφέας της κάθε ιστορίας, να καταργήσει έτσι την πληκτική ζωή της, να την αναβαθμίσει ποιοτικά, οικειοποιούμενη στην ουσία τη συγγραφική ταυτότητα του πατέρα. Σε συγκεκριμένο μάλιστα ερωτικό έγκλημα, προσδοκά να τον παγιδέψει, ούτως ώστε να τον εμπλέξει στην υπόθεση και να τον καταστρέψει. Υπάρχουν, κατ’ αυτήν, εύλογες αιτίες να μισεί τον πατέρα της.

          Ό,τι επιτυγχάνεται, εν τέλει, από την ασύγγνωστη εμπλοκή τους σ’ αυτή την ερωτική ιστορία, είναι η ταύτιση των δύο τραγικών ηρώων, η ανάδειξη και συνειδητοποίηση της απελπιστικής μοναξιάς τους. Η καταφυγή στην τέχνη της γραφής, σε μία υποκατάστατη πραγματικότητα και μια επίπλαστη ζωή, αποδεικνύεται και για τους δυο μάταιη και ατελέσφορη. Η καθημερινή ζωή απαιτεί την άμεση βίωση.

Το κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου σας «Η Αστυνόμος» είναι γυναίκα. Είναι εύκολο ή δύσκολο για έναν συγγραφέα να γράφει για ήρωες του αντίθετου φύλου;

          Γράφοντας, ο δημιουργός το πρώτο που αναιρεί είναι το φύλο του. Τείνει να καταστεί άφυλος, ένας άγγελος. Εάν πείθει με το λόγο, το ύφος, για την αλήθεια του, τότε το έργο καθίσταται τέχνη, ειδάλλως μία εμπρόθετη κατασκευή. Αφού αληθινό είναι ό,τι πείθει για την αλήθεια του. «Γιατί υπήρξα άλλοτε», λέει ο Εμπεδοκλής, «και αγόρι και κορίτσι, θάμνος, πουλί, ψάρι βουβό στη θάλασσα».

          Εύκολο; Τίποτε εύκολο στη γραφή. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο παιδεύτηκα για να φαίνεται πως δεν παιδεύτηκα καθόλου. Ώρες ατέλειωτες ενδοσκόπησης, αϋπνίας, αγωνίας και παιδεμού. Από εβδομήντα χιλιάδες λέξεις η «Αστυνόμος», κατέληξε να μονταριστεί στις σαράντα τέσσερις και οι πεντακόσιες σελίδες να γίνουν διακόσιες σαράντα, με την κάθε μία λέξη να θέλω να καρφώνεται γερά, «να μην την πάρει ο άνεμος», ώστε η ιστορία να αποκαθαρθεί, να κυλάει φυσικά και απλά, κατά «το εικός και το αναγκαίο», γιατί η γραφή, όπως και η ζωή, είναι απλή.

Τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο καλό, κατά τη γνώμη σας;

          Το έργο, οιασδήποτε τέχνης, προσφέρει την παραμυθία, την παρηγοριά. Δηλαδή ουσιώδη χρόνο. Ασφαλώς η κάθε τέχνη, και ως τεχνική ακόμη να εκληφθεί, με την αρχική σημασία της λέξης, απαιτεί μύστες και μυημένους. Υπάρχει, δηλαδή, ως αναγκαίος όρος η αναγνωστική επάρκεια. Ένα βιβλίο λογοτεχνίας είναι καλό μόνο όταν προσφέρει σε κάποιον την άφεση, ή κακό όταν «σου τρώει» τον χρόνο. Είμαστε, σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία μας. Κόκκινα τα γυαλιά σου, κόκκινος σου φαίνεται κι ο κόσμος. Καλό για ποιον επομένως, καταφεύγω στον Μπρεχτ.

          Ένα καλό βιβλίο, πάντως, συντελεί στην ανάδυση του αυθεντικού εαυτού, μέχρι να υπερβείς τα καχεκτικά όρια του εγώ σου, αναιρεί τις βεβαιότητές σου, σε ανυψώνει ώστε να φτάσεις στις προοπτικές της φύσης σου. Ένα κακό βιβλίο σε κάνει χειρότερο άνθρωπο.

           «Η καθαρή αλήθεια» του δημιουργού, σε κάθε περίπτωση, δρα ως καταλύτης και καθαρκτική δύναμη εντός μας. Εννοείται, βέβαια, για την λογοτεχνική γραφή, η σιωπή, το ανείπωτο, ο κρυπτικός λόγος και υπαινιγμός. Πως πρέπει να υπονοούνται τα πράγματα, να είναι κρυμμένα και άδηλα και να μην καταδηλώνονται. Αυτό τα καθιστά φυσικά και «φύσις κρύπτεται φιλεί», ως γνωστόν. Το δε έργο, «δεν λέει, είναι!»

            «Τι θέλει να πει ο συγγραφέας;» ρωτάνε ακόμα οι φιλόλογοι. Τίποτε δεν θέλει να πει, απλά το λέει. Κι ο καθένας «ακούει» ό,τι είναι σε θέση να εισπράξει. Όταν, όμως, ακούσει, τότε καθίσταται πραγματικός αναγνώστης, ο ίδιος δημιουργός, ισότιμος ή και ανώτερος ακόμα συνομιλητής του συγγραφέα.

Έχει υποχρέωση ο συγγραφέας να αποτυπώσει στα βιβλία του το στίγμα της εποχής του;

          Ένα γνήσιο κείμενο αποτυπώνει νομοτελειακά «το στίγμα της εποχής του». Ωστόσο, η τέχνη δεν κάνει προπαγάνδα, δεν είναι καλύτερος ο συγγραφέας από τον αναγνώστη, ούτε κολακεύει τις εγκαθιδρυμένες απόψεις του, παρά ανατρέπει βεβαιότητες, δημιουργεί νέους στοχασμούς και σκέψεις, μια καινούργια θέαση του κόσμου.

          Σήμερα στην λογοτεχνική παραγωγή, ελληνική και ξένη, ως επί το πλείστον, είναι ο κανόνας να εστιάζουν, οι δόλιοι συγγραφείς, στα επίκαιρα θέματα, κολακεύοντας το «πολιτικώς ορθό». Αυτοί επιβιώνουν, αυτούς αναδεικνύουν, αυτοί πουλάνε. Ο συγγραφέας εάν δεν είναι ανατρεπτικός σ’ όλες τις εκφάνσεις του, εγώ δεν τον υπολογίζω για συγγραφέα. Η μόνη υποχρέωση του συγγραφέα είναι να καταπραΰνει το θηρίο που «γαυγίζει» μέσα του, να έρθει σε συμφιλίωση, έστω και πρόσκαιρη, με τον εσώτερο εαυτό και να αποστάξει ό,τι πολύτιμο. Τότε θα συντελέσει στην αρμονία, τη δική του και του κόσμου. Και η αρμονία προϋποθέτει τη διαρκή σύγκρουση με την εσώτερη και την εξωτερική πραγματικότητα.

          «Σε τι χρονικά διαστήματα πρέπει να εμφανίζεται ο συγγραφέας;» με ρωτούν, «πόσο χρόνο σου πήρε να το γράψεις το βιβλίο;» Μα αυτό έχει να κάνει με τον δικό μου χρόνο. Τον δικό μου χρόνο καταθέτω. Δεν υπάρχει δηλαδή κοινός χρόνος με κανέναν, παρά μόνον ο ατομικός, αυτός είναι ο πραγματικός χρόνος, συνάρτηση της εμπειρίας, της βίωσης και του βάθους της κάθε ύπαρξης. Κάθε βιβλίο κρίνεται αυτόνομα και ανεξάρτητα από το κάθε προηγούμενο. Ο δε συγγραφέας δεν είναι το ίδιο άτομο μέσα στη χρονική διαδοχή. Πόσο χρόνο καταθέτει κάποιος και πόσος του μένει ακόμα, ποιος δικαιούται να τον μετράει;

          Τέτοιες συμβατικές αντιλήψεις, δυστυχώς, χαρακτηρίζουν το χώρο του βιβλίου. Εάν ένα βιβλίο γοητεύει, ανταμείβει με το χρόνο της γητείας του. Ο συγγραφέας δεν συνιστά μόνιμη ιδιότητα, όταν γράφεις γίνεσαι συγγραφέας. Το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν δικαιούται κανείς να το κρίνει, παρά μόνο το έργο του. Θαυμάζω, επί παραδείγματι, τον σκηνοθέτη Πολάνσκι και την τελευταία ταινία του «Ντρέιφους». Αυτό το έργο μπορώ να κρίνω, δεν με αφορά ο βίος και η πολιτεία του Πολάνσκι. Ούτε καταλογίζω στον Σκορτσέζε, φερ’ ειπείν, την προχωρημένη ηλικία του για να θαυμάσω τον «Ιρλανδό» του. Αφού μαρτυρία της νεότητας του δημιουργού είναι το κάθε ένα έργο του. Αυτό είναι δηλαδή το «πολιτικώς ορθό». Μια μικροαστική χυδαιότητα και ο ρατσισμός.

Τα βιβλία σας έχουν εκτεταμένους διαλόγους. Θα σας ενδιέφερε και το θεατρικό κείμενο;

          Έχω γράψει και σε θεατρικό τον «Κύριο Επισκοπάκη», που έτυχε πολύ καλής υποδοχής. Ανέβηκε στο «104» με τους Κ. Σπερελάκη, Στ. Μάινα, Κ. Καζανά (ο Καζανάς μάλιστα τιμήθηκε για το ρόλο του στο έργο με το Βραβείο Καρόλου Κουν το 2008).

          Αμέτρητους αφηγηματικούς τρόπους μηχανεύεται ο συγγραφέας για να κατορθώσει να εξορύξει όσα αναταράσσονται εντός και αναμοχλεύονται και να απαλλαγεί.

Έχετε γράψει πολλά βιβλία. Αν έπρεπε να καταλήξετε σε μία κεντρική ιδέα, που να αφορά το σύνολο του έργου σας, ποια θα ήταν αυτή;

        «Ό,τι και να πω, κάτι περισσεύει, τρύπια είναι η αγάπη μας και δεν μας προστατεύει», ξέρει τι λέει ο Σαββόπουλος. Σαν την αράχνη, πασχίζουμε να καλύψουμε αυτή την τρύπα, να στήσουμε τον ιστό, να πιάσουμε μέσα τον προσδοκώμενο αναγνώστη, τον σκιαγμένο εαυτό μας.

Ο μεγαλύτερος συγγραφικός σας φόβος;

          Συγγραφικός φόβος όχι, δεν θα το ’λεγα. Ενστερνίζομαι τη θέση πως πρέπει να χρησιμοποιούμε τα μέσα της τέχνης στη ζωή, όχι για να την κάνουμε περισσότερο τέχνη, αλλά περισσότερο ζωή. Και στη ζωή πολλοί φόβοι με περικυκλώνουν ύπουλα. Μ’ αυτούς αντιμάχομαι. Αυτούς προσπαθώ να καταπραΰνω γράφοντας. Εξάλλου, ο φόβος συναρτάται με την αγάπη και την απώλεια. Εάν δεν φοβάσαι τίποτε, δεν είσαι ελεύθερος, δεν σου έχει απομείνει αγάπη μέσα σου. Τίποτε δεν σε νοιάζει.

Τα σχέδιά σας για το άμεσο μέλλον;

          Δε σχεδιάζω, δεν είναι του χαρακτήρα μου. «Τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός», αυτό το ρητό του Ηρακλείτου ακολουθώ. «Όλα κρέμονται από τη στιγμή».

"Ευστοχία υλικού" του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου

"Ευστοχία υλικού" του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου (Εκδόσεις Ιωλκός, 2018)

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό periou.gr

 

"Κουρασμένοι άνθρωποι.

Λάμπες που αργοσβήνουν.

Στραγγισμένη ζωή.

Κατάχρηση φωτός.

Στο σκοτάδι (ελπι)ζουν".

Εικοσιπέντε ποιήματα, μικρά σε φόρμα, λόγος λιτός και κοφτός. Ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος στην "Ευστοχία υλικού" είναι ιδιαίτερα λακωνικός, σχεδόν αυστηρός, και καταφέρνει να συμπυκνώσει το ποιητικό του σύμπαν σε λίγους στίχους, οι οποίοι όμως προκαλούν μεγάλη αίσθηση.

Απαλλάσσοντας εντελώς τη γραφή του από στολίδια και φλυαρίες, ο Στεργιόπουλος διαλέγει τον μικρό στίχο, τις σύντομες προτάσεις, το γρήγορο πέρασμα από ποίημα σε ποίημα. Ο λόγος του καταντά σχεδόν αφοριστικός: ο ποιητής δεν αναρωτιέται, δε θέτει ερωτήματα, περισσότερο φαίνεται να έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα.

"Ας επαναλάβουμε

αυτή την τραγωδία

μπας και βρούμε τον εαυτό μας".

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον επομένως ότι μορφή και περιεχόμενο φαίνονται να ταυτίζονται και να βρίσκονται σε μια σχέση ατελείωτης αλληλεξάρτησης. Η αυστηρή δομή περικλείει κι ένα αυστηρό περιεχόμενο: ο ποιητής, άλλοτε ως παρατηρητής κι άλλοτε ως μέρος ενός συνόλου, ρίχνει ιδιαίτερα σκληρή τη ματιά του στον κόσμο που μας περιβάλλει.

Τι κόσμος είναι αυτός; Ένας κόσμος σε τέλμα ή ακόμα και σε πλήρη αποσύνθεση. Και στο κέντρο αυτού ο άνθρωπος -ο πραγματικός πρωταγωνιστής αυτής της ποιητικής συλλογής- με τις αδυναμίες του, τα πάθη του, την αναβλητικότητα του, την λιποψυχία του, κουρασμένος και σε απόλυτη παραίτηση, που δεν έχει ούτε τη δύναμη ούτε τη διάθεση να προχωρήσει σε κάποια αλλαγή. Γι' αυτό και η ποίηση του Αλέξανδρου Στεργιόπουλου μπορεί να διαβαστεί και ως υπαρξιακή, αλλά και ως κοινωνική. Ή μάλλον, ακόμα καλύτερα, είναι κοινωνική μέσα από ένα υπαρξιακό πρίσμα.

"Ετερόφωτες υπάρξεις,

αδύναμες,

τρέμουν, αργοσβήνουν,

πασχίζουν να κρατήσουν το δανεικό φως.

Θάνατος και ξανά θάνατος".

Ποιος είναι ο ρόλος του ποιητή μέσα σε όλα αυτά; Απλώς να καταγράψει, να επισημάνει, να επιστήσει την προσοχή. Να κάνει το κατηγορώ του. Το εγώ απουσιάζει εντελώς από τη συλλογή˙ αντιθέτως, το εμείς και το εσύ είναι διαρκώς παρόντα, καθώς τα περισσότερα ποιήματα είναι γραμμένα σε πρώτο πληθυντικό ή σε δεύτερο ενικό. Ο ποιητής πάντως ούτε ελπίζει ούτε απελπίζεται, ούτε παρακινεί ούτε κρίνει. Το χρέος του αρχίζει και τελειώνει στην ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας.

"Με το πουκάμισο

του φιδιού μάς έντυσαν.

Γι' αυτό σερνόμαστε

σ' ένα βουνό άπειρων εγώ".

Ο ποιητής φαίνεται να ξέρει την αξία και τη δύναμη των λέξεων κι αυτή είναι μία έννοια που επανέρχεται ξανά και ξανά στους στίχους. Όπως και το δίπολο φως-σκοτάδι, που εμφανίζεται συνεχώς με καινούργιες μορφές και με διαφορετικές αιτίες και μοιάζει να συμπυκνώνει πολλές φορές τη βαθύτερη σκέψη του ποιητή.

"Είδα ένα κομμάτι φως

να τρέχει.

Άκουσα το σκοτάδι του".

Η "Ευστοχία υλικού" είναι μια σκληρή ποιητική συλλογή, που καταφέρνει όμως να αποφύγει τις δραματικές εξάρσεις και υπερβολές και να διατηρήσει ένα νηφάλιο και λιτό προφίλ. Γι' αυτό ακριβώς οι στίχοι ασκούν τόση δύναμη στον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να μπορεί να διαβαστεί ξανά και ξανά.

"Ο Φοίνικας" του Χρήστου Χωμενίδη

"Ο Φοίνικας" του Χρήστου Χωμενίδη (Εκδόσεις Πατάκη, 2018)

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το periou.gr

Εμπνεόμενος από τη ζωή του ποιητή Άγγελου Σικελιανού, ο Χρήστος Χωμενίδης αφηγείται στον "Φοίνικα" την ιστορία του Πάρη Κερκινού και μέσω αυτής και την ιστορία της Ελλάδας, από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίας του 20ου. Θυελλώδης, αντισυμβατικός, οραματιστής, ο ποιητής Κερκινός, έχοντας πάντα ως στήριγμα και πηγή έμπνευσης τη σύζυγό του, Ήβη Σπρίνγκφιλντ, κινείται από την Πάρνηθα στη Νέα Υόρκη κι από εκεί στην Αθήνα, παίρνει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, ταράζει τα λογοτεχνικά νερά της χώρας του, υλοποιεί το μεγάλο του όραμα με μια γιορτή στους Δελφούς.

Ένα αναμφίβολα φιλόδοξο μυθιστόρημα, που συνδυάζει με ενδιαφέροντα τρόπο μυθοπλασία και ιστορική αλήθεια, που πλάθει σχεδόν σουρεαλιστικούς λογοτεχνικούς ήρωες και την ίδια στιγμή περιγράφει ρεαλιστικά την κοινωνία της εποχής. Από τις σελίδες του βιβλίου περνούν όλα τα σημαντικά γεγονότα της Ελλάδας από το 1860 ως το 1927 και παρελαύνουν -λογοτεχνικά παραλλαγμένα- ένα σωρό ιστορικά πρόσωπα από το χώρο της πολιτικής και της τέχνης.

Ο Χρήστος Χωμενίδης βέβαια δεν ενδιαφέρεται να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, απλώς πατάει πάνω στην ιστορική αλήθεια για να μιλήσει για τα ζητήματα που τον ενδιαφέρουν. Οι ήρωες του βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με την κοινωνία στην οποία κινούνται: επηρεάζονται ασφαλώς από αυτήν, αλλά είναι τόσο μεγάλη η ορμή τους που καταλήγουν κι αυτοί με τη σειρά τους να την επηρεάζουν και να προσπαθούν διαρκώς να τη φέρουν στα μέτρα τους.

Οι ήρωες του "Φοίνικα" ξεφεύγουν κατά πολύ από τα ανθρώπινα μέτρα. Ανένταχτοι στις κοινωνικές επιταγές, παθιασμένοι, με μεγάλες ιδέες και μεγαλόπνοα σχέδια, φτάνουν στα όρια του σουρεαλισμού. Ο Χωμενίδης δε φοβάται να τους ανεβάσει σε δυσθεώρητα ύψη, να τους μυθοποιήσει και από εκεί να τους γκρεμίσει, να τους εκθέσει και να τους βάλει να ξεκινήσουν από την αρχή.

Αντίβαρο σε αυτό στέκεται η ιστορική πραγματικότητα, το ιστορικό πλαίσιο που είναι πέρα για πέρα αληθινό και καταγράφεται με άκρως ενδιαφέροντα τρόπο. Πέρα από τον έξυπνο συνδυασμό λογοτεχνίας και αλήθειας, ο Χωμενίδης προχωρά και ένα βήμα παραπέρα: μας παρουσιάζει τις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές ζυμώσεις της εποχής, τολμώντας να φωτογραφίσει -αν και χωρίς να κατονομάσει- τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά πρόσωπα της Ελλάδας του τότε.

Ο "Φοίνικας" είναι ένα τολμηρό βιβλίο, που δε διστάζει να διακωμωδήσει πρόσωπα και καταστάσεις και την ίδια στιγμή να μιλήσει για σοβαρά πράγματα. Το σίγουρο είναι ότι μπορεί και αφορά ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό είτε για τις ιστορικές αναφορές είτε για τις ιδέες που εκφράζει, είτε απλώς για τον φρέσκο και άνετο τρόπο γραφής.

7 τύποι ανθρώπων που προέκυψαν από την πανδημία του κορονοϊού

Οι μενουμεσπιτάκηδες

Εντάξει, εννοείται πως πρέπει να μείνουμε σπίτι, αλλά κάποιοι έχουν πάρει ΠΟΛΥ προσωπικά την υπόθεση. Είναι αυτοί που έχουν βάλει το λογότυπο του "Μένουμε σπίτι" στα προφίλ τους, ανεβάζουν κάθε τρεις και λίγο αυστηρές προτροπές και κατακεραυνώνουν αυτούς που βγαίνουν έξω. (Γι' αυτούς που πάνε εκκλησία δεν λένε τίποτα). Αλήθεια, εσείς πού τους βλέπετε αυτούς που βγαίνουν έξω; Σπίτι δεν είστε;

Οι επαναστάτες

Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν οι ανένταχτοι, οι κουλ, οι υπέρανω. Αυτοί που δεν καταδέχονται να ακολουθήσουν τα πρέπει και τα μη. Είναι αυτοί που δεν έχουν αγοράσει ακόμα 15 πακέτα κωλόχαρτα και αυτοί που βγαίνουν έξω γιατί "έλα μωρέ εντάξει". Στην προκειμένη περίπτωση μπορείς να τους πει πολύ απλά και ηλίθιους. Πάντως, θα έχει πλάκα αν αυτοί κολλήσουν μετά από όλους τους άλλους.

Οι έντρομοι γονείς  

Η πλειοψηφία των γονιών έχει τρομοκρατηθεί με την καραντίνα, όχι μόνο γιατί φοβούνται μην κολλήσουν τα παιδιά τους, αλλά κυρίως γιατί δεν έχουν ιδέα πώς να τα απασχολήσουν μέσα στο σπίτι. Πράγμα που γεννά εύλογα την απορία: δεν έχουν ξαναμείνει με τα παιδιά τους στο σπίτι; Δεν είναι δικά τους αυτά τα παιδιά; Πού βρίσκονταν αυτά τα παιδιά πιο μπροστά; Δεν ασχολούνταν ήδη μαζί τους; Τα άφηναν να μεγαλώνουν μόνα τους; Τι συμβαίνει τέλος πάντων με αυτά τα παιδιά; Ας απαντήσει κάποιος έντρομος γονιός υπεύθυνα.

Οι υπερβολικά πιστοί  

Στο ευρωπαϊκό κράτος του 21ου αιώνα που λέγεται Ελλάδα κλείνουν τα πάντα, αλλά οι εκκλησίες μένουν ανοιχτές. Οι πιστοί, αν και υπερβολικά πιστοί και υπερβολικά θρήσκοι, δε γνωρίζουν ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύουν τους ακούει από παντού και μπορούν να προσευχηθούν από οπουδήποτε. Προτιμούν να πιστέψουν τον παπά της ενορίας τους που τους λέει ότι με την Θεία Κοινωνία δεν κολλάς, παρά τους γιατρούς. Δεν τους έχει κλονίσει καν η τραγική ειρωνεία του γεγονότος ότι οι αμαρτωλοί Πατρινοί καρναβαλιστές δεν κόλλησαν τίποτα αλλά οι ευσεβείς εκδρομείς στους Αγίους Τόπους την πάτησαν για τα καλά.

Οι "δράττοντας την ευκαιρία"

Είναι αυτοί που έχουν διαφημίσεις στην τηλεόραση και πουλάνε μάσκες με το αζημίωτο, αυτοί που πουλάνε αλοιφές και θαυματουργά φάρμακα μυστηριώδους σύστασης. Είναι αυτοί που ανεβάζουν τις τιμές προϊόντων που έχουν ζήτηση. Είναι ακόμα κι αυτοί που κυκλοφορούν απίστευτα πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες τους για να πουλήσουν παραπάνω και αυτοί που δημοσιεύσουν τραγικά clickbait άρθρα για να αυξήσουν την επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα τους. Η εξυπνάδα τους είναι ανάλογη με την ηλιθιότητα των καταναλωτών τους.

Οι ψεκασμένοι

Φυσικά δε θα μπορούσε να υπάρξει ολόκληρη πανδημία χωρίς θεωρίες συνομωσίας. Είναι αυτοί που έχουν αντιληφθεί τι παιχνίδια και σκοπιμότητες κρύβονται πίσω από την εξάπλωση του ιού: οικονομικός πόλεμος, βιολογικός πόλεμος, τρόπος μείωσης του πληθυσμού, κοινωνικό πείραμα. Κι όλα αυτά τα γνωρίζουν φυσικά έτσι από μόνοι τους, χωρίς να έχουν τεκμήρια ή αποδείξεις.

Οι (υπερ)αισιόδοξοι

Είναι αυτοί που βρίσκουν μια χαραμάδα φως στην σκοτεινιά των ημερών. Αυτοί που θαυμάζουν τους γιατρούς για την ανθρωπιά τους και θέλουν να εκφράσουν δημόσια την ευγνωμοσύνη τους. Αυτοί που συγκινούνται με τους Ιταλούς που τραγουδούν στα μπαλκόνια και οργανώνουν και για εδώ κάτι αντίστοιχο. Αυτοί που υπομένουν στωικά όσα συμβαίνουν, βλέποντας την καραντίνα ως μια ευκαιρία για αυτοβελτίωση. Με λίγα λόγια, αυτοί που την σπάνε σε όλους τους υπόλοιπους.

Κώστας Βουτσάς

«Στη δική μας τη δουλειά η διάρκεια μετράει, δεν έχει σημασία να κάνεις μια έκρηξη, μια λάμψη και μετά να χαθείς»

Κύριε Βουτσά, έχετε συνεργαστεί με τα λαμπρότερα πρόσωπα του ελληνικού κινηματογράφου. Πιστεύετε ότι σήμερα υπάρχουν άξιοι συνεχιστές αυτών των ηθοποιών;

Και βέβαια υπάρχουν. Δε θα σταματήσει το θέατρο σ’ εμάς. Και μάλιστα μπορώ να πω ότι σήμερα οι ηθοποιοί είναι πιο γυμνασμένοι, πάτησαν πάνω σ’ εμάς, όπως εμείς πατήσαμε πάνω στους προηγούμενους. Έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς, και άντρες και γυναίκες, και το θέατρο πάει πάρα πολύ καλά, και έργα σπουδαία παίζονται και παραστάσεις ωραίες γίνονται…

Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα τι βλέπετε να έχει αλλάξει;

Έχουν γίνει αλλαγές προς το καλύτερο, ειδικά όσον αφορά στους ηθοποιούς προς το καλύτερο.

Πιστεύετε ότι και ο κινηματογράφος είναι σε καλή κατάσταση;

Κινηματογράφο δεν έχουμε ακόμα πολύ δυνατό, γιατί υπάρχουν προβλήματα τεχνικά, για παράδειγμα δεν έχουμε αίθουσες να παιχτούν οι ελληνικές ταινίες, επίσης θα έπρεπε να γίνονται συμπαραγωγές με Άγγλους, Αμερικάνους, Αυστραλούς, τέτοια πράγματα.

Τα τηλεοπτικά δρώμενα;

Η τηλεόραση είναι πλέον φαγάνα, πιράνχας είναι, και θέλει κάθε φορά κάτι καινούργιο, ξεχωρίζει κάποιον, μετά σταματάει, έπειτα μπαίνει άλλος στη μέση, έτσι είναι η τηλεόραση. Έχει και καλές έχει και κακές στιγμές, για την κακή στιγμή υπάρχει βέβαια και το τηλεκοντρόλ, αν δε σ’ αρέσει κάτι το αλλάζεις κι έτσι γλιτώνεις.

Σήμερα στην τηλεόραση υπάρχουν πολλές εκπομπές χαμηλής ποιότητας, πολλά reality και shows… Αυτή η προχειρότητα, η ευκολία πιστεύετε ότι έχει απομακρύνει τον κόσμο από τον ποιοτικό κινηματογράφο και το καλό θέατρο ή το ενδιαφέρον του κοινού παραμένει αμείωτο;

Καταρχήν, η τηλεόραση υποβαθμίζει την κοινωνία γιατί θέλει φτηνά και εύπεπτα πράγματα, κάποιο καλό έργο δύσκολα να το περάσει. Τα reality από την άλλη βγάζουν εφήμερους πρωταγωνιστές, εφήμερες φίρμες, γιατί στη δική μας τη δουλειά η διάρκεια μετράει, δεν έχει σημασία να κάνεις μια έκρηξη, μια λάμψη και μετά να χαθείς. Η τηλεόραση αυτό το κακό έχει, πρέπει να κάνεις συνέχεια επιτυχίες, αλλιώς δε σε θυμούνται. Παρολαυτά, ο κόσμος δείχνει πάντα ενδιαφέρον και για το θέατρο και για τον κινηματογράφο, και τώρα τελευταία μάλιστα με τα ΔΗΠΕΘΕ έχει ανέβει και η στάθμη του κοινού.

Εσείς πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι οι ταινίες εκείνης της εποχής είναι τόσο αγαπητές μέχρι σήμερα;

Φαίνεται πως είναι ταινίες νοσταλγίας, ταινίες ευγενικές, με ήθος, και μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση την κοινωνική που ζούμε τώρα, που έχουμε φτάσει στον πάτο, αυτές οι ταινίες φέρνουν μια νοσταλγία, πολύς κόσμος, και ιδιαίτερα τα παιδιά, θα ήθελαν να ζούνε έτσι, τόσο ελεύθερα, τόσο ωραία, κι αυτό παίζει μεγάλο ρόλο. Έπειτα, είναι διαχρονικές, γιατί και τα θέματα είναι ωραία και τα αστεία τους είναι πολύ σωστά.

Τους νέους ηθοποιούς που σας πλησιάζουν με ποιον τρόπο τους βοηθάτε;

Δεν τους βοηθάω. Δε δίνω ποτέ συμβουλές, γιατί άλλη εποχή η σημερινή και άλλη εποχή η δική μου. Απεναντίας, εγώ μαθαίνω από αυτούς.

Στη δική σας εποχή ήταν πιο δύσκολο να γίνει κάποιος ηθοποιός σε σχέση με σήμερα;

Ηθοποιός όχι, αλλά να γίνει κάποιος γνωστός βέβαια. Τώρα είναι πολύ εύκολο να γίνεις ηθοποιός, είναι πάρα πολύ απλό. Τότε ήταν λίγα τα θέατρα, λίγες οι ταινίες και υπήρχαν και λίγοι ηθοποιοί, αναλογικά είναι όλα σωστά.

Μέχρι στιγμής έχετε διαγράψει μια πορεία αξιοζήλευτη. Υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε ή κάτι που δεν έχετε κάνει ακόμα;

Υπάρχουν πάρα πολλά που δεν έχω κάνει ακόμα, αλλά δε γίνεται να τα κάνεις όλα σ’ αυτή τη ζωή. Και βέβαια όμως είμαι ικανοποιημένος, και λεφτά απέκτησα, και σε έργα έπαιξα και παίζω ακόμα, επίσης έχω παίξει στην Επίδαυρο τρεις-τέσσερις φορές, όπως και στο Ηρώδειο, έχω κάνει πολλά πράγματα.

Δραματικούς ρόλους έχετε ερμηνεύσει ποτέ;

Έχω ερμηνεύσει, αλλά όχι ολόκληρους, κάποιους ρόλους κάποιας στιγμής.

Γιατί επιλέγατε πάντα κωμικούς ρόλους; Τι ήταν αυτό που σας άρεζε τόσο στους κωμικούς ρόλους;

Μου άρεσε πάρα πολύ, και να ψυχαγωγώ τον κόσμο και μου ταίριαζε και καλύτερα.

Υπάρχει κάποια ταινία σας που την ξεχωρίζετε ιδιαίτερα από τις άλλες;

Όχι, όχι, τις αγαπάω όλες το ίδιο, γιατί οι ταινίες αυτές ήταν όλες επιλογές μου.

Τηλεόραση, θέατρο ή κινηματογράφος;

Το θέατρο, ούτε συζήτηση. Και η τηλεόραση έχει βέβαια κάποια πράγματα, αλλά μέσα σε όλο αυτό που γίνεται κάποια πράγματα φαίνονται και κάποια άλλα χάνονται…

Σ’ όλες σας τις ταινίες είχατε το ρόλο του «ζεν πρεμιέ» και μέχρι σήμερα έχετε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Μιλήστε μας για τις γυναίκες της ζωής σας.

Τις αγαπάω πολύ τις γυναίκες. Δεν ξεχωρίζω όμως κάποια, δε θέλω να προσβάλω καμία, ήταν όλες επιλογές μου. Και εφόσον έχω χωρίσει δε μιλάω ποτέ άσχημα για κάποια γυναίκα. Μπορεί να την ξεχάσω, αλλά δε θα τη βρίσω ποτέ.

Περιοδικό Alfa in Style, 2007

 

«Το θέατρο βοηθάει στο να διαμορφωθούν καινούργιες συνειδήσεις»

Θεωρείτε ότι το θέατρο είναι ικανό να αναμορφώσει τις πολιτικές συνειδήσεις;

Ωραία ερώτηση. Δεν ξέρω αν μπορεί να ξεσηκώσει τον κόσμο, όμως τον υποψιάζει. Όταν ο κόσμος χειροκροτάει, πάει να πει ότι ξυπνάει, μαθαίνει. Ειδικά η σάτιρα είναι μπουνιά στο στομάχι, πρέπει να ξυπνήσει ο θεατής. Και πιστεύω πως τον ξυπνάμε τον θεατή. Βέβαια δεν κάνουμε επανάσταση, αλλά το θέατρο βοηθάει πάρα πολύ για να διαμορφωθούν συνειδήσεις καινούργιες.

Πιστεύετε η κατάσταση στη χώρα μας, και η πολιτική και η κοινωνική, έχει φτάσει σε σημείο οριακό;

Θα έλεγα πως δεν έχει φτάσει στον πάτο, έχει φτάσει στον απόπατο.

Δικαιολογείτε επομένως τις αντιδράσεις του κόσμου και τα όσα έχουν συμβεί;

Απολύτως, χίλια τοις εκατό. Εσείς οι νέοι δεν έχετε μέλλον. Δηλαδή, παίρνεις το πτυχίο σου και γίνεσαι delivery, μπάρμαν, ταξιτζής... Δεν υπάρχει μέλλον για τους νέους και καλά κάνουν και ξεσηκώνονται. Όταν βλέπει ότι οι υπουργοί κλέβουν, οι παπάδες κλέβουν, στην τράπεζα έχουν δισεκατομμύρια, τι θα κάνει ο νέος; Θέλω επίσης να πω στον κόσμο να ψηφίσει και κάποιο άλλο δυνατό κόμμα, όχι για να γίνει κυβέρνηση, αλλά για να έχει δύναμη μέσα στη Βουλή, να αντιστέκεται στα νομοσχέδια, στις κλεψιές, να ξεμπροστιάζει, να σταματήσει ο δικομματισμός. Δεν πάμε καθόλου καλά. Πρόκειται για ανθρώπους που εμπλέκονται με την πολιτική για να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, για να πλουτίσει ο εαυτός τους.

Εσείς δηλαδή αισθάνεστε ότι έχετε χρέος να βοηθήσετε ως ηθοποιός.

Βέβαια, χρέος και υποχρέωση μεγάλη.

Εφημερίδα Σερραϊκόν Θάρρος, 2009