«Ιερεμιάδα» της Χλόης Κουτσουμπέλη (Εστία, 2023) - κριτική βιβλίου
Μια πανδημία, οι ανθρώπινες σχέσεις και η επόμενη μέρα της ανθρωπότητας
Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το Fractal
Το να γράψεις ένα μυθιστόρημα ΜΕΣΑ στην πανδημία που να αφορά μια πανδημία είναι μεγάλο ρίσκο. Ρίσκο γιατί πρέπει να φροντίσεις να γραφεί κάτι «πρωτότυπο», κάτι που να επεξεργάζεται με έναν διαφορετικό τρόπο αυτά που βιώσαμε στην πραγματικότητα. Με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησα την «Ιερεμιάδα» της Χλόης Κουτσουμπέλη, με μια μικρή επιφύλαξη, η οποία όμως διαλύθηκε μετά από μερικές σελίδες ανάγνωσης.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη έπλασε λογοτεχνικά έναν ιδιαίτερα φονικό ιό, που επιτίθεται πρώτα στις φωνητικές χορδές, έπειτα στη μνήμη, στη συνέχεια προκαλεί τον θάνατο. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες (άρρωστοι μεν, ζωντανοί δε) άνθρωποι έχουν καταφύγει στο μοναστήρι ενός νησιού, χωρίς φωνή, χωρίς μνήμη οι περισσότεροι, όπου προσπαθούν να ζήσουν με ό,τι μέσα διαθέτουν και να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον. Ανάμεσα τους και ένα αγόρι, ο Ιερεμίας, το οποίο από θαύμα δεν έχει προσβληθεί από τον ιό.
Η Κουτσουμπέλη ωστόσο δεν θέλει τόσο να επικεντρωθεί στα της πανδημίας, δεν την ενδιαφέρει δηλαδή να γράψει ένα αμιγώς δυστοπικό μυθιστόρημα. Ασφαλώς βέβαια αφιερώνει τον απαιτούμενο χώρο και χρόνο για να μας δώσει όλες τις πληροφορίες και να παρουσιάσει το γενικό πλαίσιο, αλλά κατά βάση εστιάζει αλλού: στις προσωπικές ιστορίες των ηρώων της και στις σχέσεις των προσώπων, όπως αυτές επηρεάζονται και διαμορφώνονται με αφορμή την πανδημία.
Η μικρή ομάδα ανθρώπων που ζει στο μοναστήρι είναι ετερόκλητη, κάτω από διαφορετικές συνθήκες δεν θα είχαν βρεθεί ποτέ μαζί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Διαφορετικές ηλικίες, διαφορετική καταγωγή, διαφορετικές οι απώλειες του καθενός. Πώς έφτασε ο καθένας εκεί; Ποια ήταν η ζωή του πριν από την πανδημία; Τι έχει χάσει και για ποιους πενθεί; Τι ελπίζει για το μέλλον; Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει χαρίσει σε όλους ωραίες ιστορίες που κρατούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον συνέχεια στο ζενίθ.
Ενδιαφέρον που γίνεται ακόμα μεγαλύτερο χάρη στην αφηγηματική τεχνική που έχει επιλέξει η συγγραφέας: κάθε κεφάλαιο έχει άλλον αφηγητή. Αλλού μιλά η Άννα (η «πρωταγωνίστρια», κατά κάποιον τρόπο, του βιβλίου), αλλού ο γιατρός Ιάκωβος, αλλού η Αφρικανή μοναχή Πέμπτη, αλλού η Τετάρτη ή η Παρασκευή. Πολλές οπτικές γωνίες και καταστάσεις που φωτίζονται με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Βέβαια πολλοί από τους ήρωες δεν έχουν τη μνήμη τους, οπότε οι ιστορίες τους έχουν κενά, αλλά κι αυτό έχει το δικό του ενδιαφέρον (και εξυπηρετεί φυσικά έναν σκοπό στην πλοκή του βιβλίου).
Σε ένα βιβλίο που πραγματεύεται μια πανδημία θα περίμενε ίσως κανείς να διαβάσει κυρίως για τον πανικό των ανθρώπων, για τον αγώνα για επιβίωση, για τη διάλυση κάθε κοινωνικής σύμβασης, για τις απώλειες των αγαπημένων προσώπων. Όλα αυτά βέβαια υπάρχουν στην «Ιερεμιάδα», αλλά μαζί με αυτά η Κουτσουμπέλη δίνει χώρο για να ακουστούν και οι ιστορίες γυναικών που έπεσαν θύματα τράφικινγκ ή βιασμού ή υπέστησαν κλειτοριδεκτομή. Μια αναπάντεχη πινελιά για τη θέση της γυναίκας, δοσμένη με τόσο έμμεσο και έντεχνο τρόπο, που τελικά βρίσκει κατευθείαν τον στόχο της.
Όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, η πανδημία της «Ιερεμιάδας» είναι η αφορμή για να εξετάσει τις σχέσεις των ανθρώπων και να διερευνήσει τον τρόπο που φέρονται τα μέλη μιας ομάδας κάτω από ακραίες συνθήκες. Τελικά, μια πανδημία μας κάνει πιο «ηθικούς» ή μας εκτροχιάζει εντελώς; Βρίσκουμε καταφύγιο στην αλληλεγγύη ή οι αντιπαλότητες δεν σταματούν ποτέ; Δεν υπάρχουν απαραίτητα απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, εκτός ίσως από αυτήν: ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελέγξει τα βαθύτερα ένστικτά του. Και δεν έχει άλλον οδηγό πέρα από την προσωπική του πυξίδα ηθικής.
Γιατί «Ιερεμιάδα» ο τίτλος; Γιατί ο Ιερεμίας, το αγόρι που δεν έχει προσβληθεί από τον ιό, είναι ό,τι πιο φωτεινό και αισιόδοξο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα μετά από μια σαρωτική πανδημία. Κι αυτό ίσως να είναι σε τελική ανάλυση το σημαντικότερο μήνυμα που θέλει να μας στείλει αυτό το βιβλίο.