Η Χριστίνα Λιναρδάκη για το Lacrimosa στο ΣτίγμαΛόγου
Lacrimosa, δηλαδή δακρυρροούσα, είναι ο τίτλος αυτής της ποιητικής συλλογής και η αιτία δεν βρίσκεται μόνο στον μελαγχολικό, αν όχι πένθιμο, τόνο στον οποίο είναι γραμμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της, αλλά και στο πλήθος των ανησυχητικών αντανακλάσεων από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον που περιέχει και σκοτεινιάζουν τους στίχους. Άτυπα χωρισμένη σε τρία μέρη, η συλλογή παρακολουθεί τα στάδια της ζωής μίας γυναίκας, με το πρώτο να αφορά τις διαψεύσεις της ενώ η ελπίδα είναι ακόμη ζωντανή. Παρακολουθούμε πώς το ποιητικό υποκείμενο εγκλωβίζεται σε μια συνθήκη περιορισμένη και στενάχωρη που, μολονότι δεν εμποδίζει το μεγαλεπήβολο πέταγμα της ζωής, το κάνει να φαίνεται σχεδόν ψεύτικο, ένα παιχνίδι του νου:
κάπου ανάμεσα
στις Πλειάδες και τις Υάδες
θυμάμαι μου ‘πες σ’ αγαπώ
[...]
Θεέ μου, σκέφτηκα,
τι θέα τούτη του ουρανού που μας χάρισες
ξαπλωμένοι εδώ
στο γκρίζο τσιμέντο της ταράτσας.
(απόσπασμα από το ποίημα «Θέα»)
Παντού παραμονεύει κάποια πληγή που το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αναγνωρίζει σαν συμπέρασμα, ένα συμπέρασμα που μοιάζει με αναπόδραστη αλήθεια αλλά κρύβει μέσα του τραγική ειρωνεία:
ξαπλωμένοι στην παραλία
υπεροπτικοί και αβασάνιστοι
με τα χέρια ανοιχτά
σαν εσταυρωμένοι
χωρίς μετάνοια
χωρίς άφεση.
(απόσπασμα από το ποίημα «Χωρίς άφεση»)
Άλλες φορές είναι το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο που δεν είναι σταθερό στις αποφάσεις του ή στον τρόπο που παίρνει τη ζωή:
και το μεγάλο αίνιγμα
ποτέ μου δεν το έλυσα,
πάνω στο τεντωμένο μου σκοινί
αναποφάσιστη
στάθηκα.
(απόσπασμα από το ποίημα «Αμφιταλάντευση»)
Όλα αυτά δημιουργούν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δίνει την εντύπωση του περίκλειστου στο οποίο βασιλεύει η μελαγχολία. Είναι όμως μια μελαγχολία ακόμη γλυκιά κι ευγενική, όχι άγρια – όχι στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου. Είναι η μελαγχολία που ακολουθεί τον απολογισμό της ζωής, μιας ζωής όμως που ακόμα βιώνεται, άρα δεν μπορεί ακόμη να απολογιστεί όσο κι αν το υποκείμενο αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις επιμέρους ματαιώσεις. Η ποιήτρια τις παρατηρεί σε σκηνές της καθημερινότητας που όμως εσωκλείουν κάποιου είδους παγίδευση του ποιητικού υποκειμένου. Όσο για την ελπίδα, αυτή συστηματικά διαψεύδεται καθώς το ποιητικό υποκείμενο διασχίζει τη ζωή έχοντας άγνοια των πραγμάτων που το αφορούν. Ως εκ τούτου, η όλη πορεία του τίθεται διαρκώς εν αμφιβόλω:
ακούστηκαν βήματα στη σκάλα
μια διαδρομή απροσδιόριστη,
πηγαίνουμε ή ερχόμαστε;
φεύγουμε ή μένουμε;
(απόσπασμα από το ποίημα «Παρελθόν»)
Είναι αυτή η καθολική άγνοια που αναγκάζει το ποιητικό υποκείμενο να εστιάζει σε καθημερινές σκηνές ή σε λεπτομέρειες. Τελικά, αυτές είναι η σχεδία διάσωσης από την οποία κρατιόμαστε δυνατά μπροστά στο Μεγάλο Άγνωστο που είναι η ζωή, ο χρόνος, η ταυτότητα:
Γυναίκα στο ημίφως
Νέα γυναίκα μόνη γδύνεται.
Το είδωλό της στον καθρέφτη
μισό στο φως μισό στο σκοτάδι
παγιδευμένο στο παρόν το παρελθόν και το μέλλον,
οι ρυτίδες που αχνοφαίνονται
μια υποψία λαγνείας στις αργέ ςκινήσεις
στα στήθη που έχουν αρχίσει να μαραίνονται,
ένας δισταγμός στο σώμα
από έναν πόθο που έμεινε ανεξόδευτος,
οι σκιές στους τοίχους μεγαλώνουν και μικραίνουν
τα βήματά της
μια χορογραφία χωρίς θεατές
το πρόσωπό της κρυμμένο, αόριστο,
έξω απ’ τα κλειστά παντζούρια
έχει αρχίσει να χαράζει.
Και με αυτό το ποίημα περνάμε στο δεύτερο μέρος της συλλογής που μιλά για τις ψευδαισθήσεις και τις οφθαλμαπάτες των οποίων η συνειδητοποίηση καταλύει και τα τελευταία ψήγματα ελπίδας. Ειδικά όσον αφορά τον χρόνο, ο οποίος τελικά κυλά χωρίς οίκτο, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του και διαψεύδοντας ελπίδες, ευχές και όνειρα («δεν είμαστε αυτοί/ που ευχηθήκαμε να γίνουμε», ποίημα «Απολεσθείσα ευχή», ή «η ζωή προχωράει/ στη γραμμική ευθεία του κύκλου/ των λαθών/ των εποχών/ των επιλογών», ποίημα «Κόκκινη αντανάκλαση»). Έτσι γίνεται το απαράβατο όριο που καταλύει τα πάντα και τα θρυμματίζει:
κι ο χρόνος πια τι να σου κάνει,
ένα παιχνίδι παιδικό
που σπάει με θόρυβο
στο τσιμεντένιο δάπεδο
ενός ακατοίκητου σπιτιού.
(απόσπασμα από το ποίημα «Δισταγμός»)
Η διάψευση ελλοχεύει παντού, όπως και η ακύρωση:
Μετάβαση
Τελευταία μέρα του Αυγούστου.
Καλοκαίρι που πέταξες
σε μια υγρή ψευδαίσθηση,
ό,τι απέμεινε απ’ την ένδοξη πανσέληνο
χλωμιάζει τον ουρανό.
Κι εμείς τόσο μικροί
και τόσο τσακισμένοι
σε αναμονή
για ό,τι μισό θα φέρει
η έλευση του φθινοπώρου.
Με έντονα υπαρξιακή διάθεση, το ποιητικό υποκείμενο βάζει στο μικροσκόπιο τη ζωή του και βγάζει συμπεράσματα που πολλές φορές το ματαιώνουν και άλλες φορές απλά το πονούν. Η προσδοκία μιας χαρούμενης συνθήκης έχει εξανεμιστεί προ πολλού και αντ’ αυτής ανιχνεύεται ό,τι απέμεινε στη θέση της:
Ψευδαισθήσεις
Μια λωρίδα ήλιου
για εμάς τους φτωχούς
τους δίχως αισθήματα
τους δίχως άλγος
και δίχως ψυχή,
άδεια τα σώματά μας
κλειστά τα παράθυρα
γυρεύουμε έναν ήλιο ψεύτη
για επιβεβαίωση.
Το τρίτο μέρος της συλλογής, που περιγράφει το διάστημα της ζωής που έρχεται αφού κάθε ψήγμα ελπίδας έχει χαθεί, περικλείει τη δριμεία συνειδητοποίηση της προσωπικής ακύρωσης και σηματοδοτεί το σημείο όπου ο θάνατος είναι πλέον ορατός. Αυτό το τρίτο μέρος είναι το πιο άγριο του βιβλίου.
Τα φέρετρα που μετακινούνται,
τα κρεβάτια που πηγαινοέρχονται των αρρώστων,
θάψαμε τα όνειρά μας
σε γκρίζους τοίχους νοσοκομείων
και σε αυλές νεκροταφείων
(απόσπασμα από το ποίημα «Πορείες συνεχιζόμενες»)
Το καταληκτικό ποίημα αυτού του τρίτου μέρους, επομένως και τελευταίο της συλλογής, όχι τυχαία ονομάζεται ρέκβιεμ:
Ρέκβιεμ
Θα σκίσεις τους ουρανούς,
τα σύννεφα θα στάζουν τη θλίψη σου,
ω πραγματικότητα
της ομορφιάς θάνατε,
κρύφτηκε
η ομορφιά σου κρύφτηκε
στον ματωμένο ήλιο του πρωινού
στις βαμμένες κουρτίνες του απογεύματος
στο αποτύπωμα των χειλιών σου
στο ποτήρι του καφέ,
η ομορφιά του κόσμου κρύφτηκε
χάθηκε
διαλύθηκε
τότε
που έσκιζες τους ουρανούς
που έστυβες τα σύννεφα
Και τότε κάποιος ψιθύρισε:
Lacrimosa.
(Διαβάζεται με τη συνοδεία του “Lacrimosa” του Zbigniew Preisner)
Η ομορφιά είναι που ελπίζουμε ότι θα σώσει τον κόσμο. Όταν κρύβεται, χάνεται ή διαλύεται, δεν απομένει τίποτα που να αξίζει. Η ύπαρξη της ομορφιάς είναι η συνθήκη που συνέχει το σύμπαν. Χωρίς αυτήν, υπάρχει μόνο το τίποτα - αυτό που περιγράφει σαν άφιξη στο τέλος μιας φθίνουσας πορείας ζωής η Lacrimosa της Χρυσάνθης Ιακώβου.
Χριστίνα Λιναρδάκη
Λογοτεχνικό περιοδικό ΣτίγμαΛόγου, 3 Νοεμβρίου 2021