Ποίημα «Σκιές» στο περιοδικό Θράκα

Στο σπίτι αυτό
δε μένει πια κανείς
και τα υπόκωφα βήματα
και οι ψίθυροι
και τα πιάτα που πλένονται αθόρυβα
και τα σεντόνια που στρώνονται τα καθαρά
δεν είναι παρά αναμνήσεις
δεν είναι παρά σκιές
δεν είναι παρά
αντανακλώμενες προβολές
μιας παλιάς θλιμμένης ευτυχίας.

 

Από τη συλλογή "Τεθλασμένοι χρόνοι"

28/5/2017

Περιοδικό Θράκα (thraca.gr)

Αν

Διήγημα "Αν"

Χρυσάνθη Ιακώβου, Δέσποινα Κούλα

Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην πόρτα της εκκλησίας. Ένα παλιό Fiat μοντέλο του 1995, άσπρο και με ένα βαθούλωμα στο πίσω «φτερό», δείγμα κάποιας απροσεξίας του ιδιοκτήτη. Η Ανατολή κοίταξε μέσα από το παράθυρο τον Άγγελο που την περίμενε στα σκαλιά της Αγίας Μαρίνας. Ήταν όμορφος. Ο Άγγελος που ερωτεύτηκε τόσο παράφορα και παράξενα, γιατί σε τίποτε δεν ταιριάζαν. Ονειρευόταν πολλούς μήνες πριν αυτή τη στιγμή. Και πολλά χρόνια αυτή τη μέρα, όπως κάθε κορίτσι κάνει όνειρα για την ημέρα που θα παντρευτεί. Σήμερα δεν ήταν όλα όπως τα είχε πλάσει στη φαντασία της. Δε φορούσε νυφικό σαν αυτά που έβλεπε στα περιοδικά και στις βιτρίνες, αλλά ένα ζαχαρί λευκό φόρεμα. Δεν πήγε στην εκκλησία με πολυτελές αυτοκίνητο, ούτε είχε πέπλο στα μαλλιά, παρά λίγους λεμονανθούς που με δεξιοτεχνία είχε σκαλώσει στον κότσο της. Δε θα την παρέδιδε στον άντρα της ο πατέρας της, ως είθισται, αλλά ένας καλός φίλος. Κι αυτό ήταν που την πονούσε πιο πολύ απ' όλα. Η παντελής απουσία των δικών της ανθρώπων, της μητέρας της, του αδελφού της. Δεν ήταν κανείς τους εκεί για να την καμαρώσει. Ένιωθε τόσο μόνη. Αν δεν είχε κι αυτό το μικρό πλασματάκι μες την κοιλιά της δε θα άντεχε τόση μοναξιά. Ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος. Αυτός ήταν ο λόγος που κανένας από τους δικούς της δεν παρευρέθη στο γάμο της. Δε θέλανε αυτό το γάμο, ούτε τον Άγγελο και φυσικά ούτε το «μπαστάρδι» -όπως το λέγανε- που είχε μέσα της. Την πιέσανε πολλές φορές για να κάνει έκτρωση. Η Ανατολή ήταν αποφασισμένη όμως να κρατήσει το μωρό της παρά τη μικρή της ηλικία και να ζήσει κοντά στον άνθρωπο που αγάπησε ή που έτσι πίστευε.

Ο ουρανός έτοιμος να τους περιλούσει με δάκρυα. Κοίταξε το λιγοστό κόσμο που την περίμενε να τη χειροκροτήσει μόλις θα κατέβαινε. Πήρε μια ανάσα. Πώς να συγκρατήσει τα μάτια της να μην κλάψει. Έφερε στο μυαλό της το προσφιλές πρόσωπο της μητέρας της. Πώς θα 'θελε να ήταν εδώ τώρα και να την αγκαλιάσει... μέσα σε εκείνη τη ζεστή, μεγάλη αγκάλη της. Να τη φιλήσει γλυκά στο μέτωπο, να δώσει την ευχή της. Τα παπούτσια τη στένευαν ή επειδή ήταν δανεικά ή επειδή ένιωθε όλα γύρω της να ασφυκτιούν. Δε φαντάστηκε ποτέ ότι σε μια τόσο όμορφη στιγμή της ζωής της θα είχε τέτοια συναισθήματα.

Ο Γιάννης άνοιξε την πόρτα και άπλωσε το χέρι του. «Πάμε... Είναι η ώρα». Της χαμογέλασε. Ήξερε τάχα πώς ένιωθε; Άραγε κάποιος από τους καλεσμένους θα αντιλαμβανόταν πόσο την πονούσε η απουσία των δικών της; Άρχισε δυνατά να χτυπά η καρδιά της. Έκλεισε για λίγο τα βαμμένα της βλέφαρα. Αχ να ξυπνούσε και να ήταν όλα αλλιώς. Να ήταν εκεί στα σκαλιά με τα καλά της ρούχα, χαμογελαστή η μητέρα της και πλάι της ο μεγάλος της αδερφός. Μάθανε τι ώρα είναι ο γάμος; Μήπως αλλάξανε γνώμη και φανούνε σε λιγάκι; Μήπως μετάνιωσαν για όσα είπαν και τελικά έρθουνε;

Άφησε τον αγέρα να μπει στα πνευμόνια της. Πέρασε απαλά από το πρόσωπό της και πήρε την υγρασία από τα βουρκωμένα μάτια της. Η Ανατολή ανασήκωσε το βλέμμα της. Κοίταξε τον Άγγελο που την περίμενε με μια μικρή ανθοδέσμη στα χέρια. Άρχισε να τον πλησιάζει στηριγμένη στο μπράτσο του Γιάννη. Κι έτσι, καθώς όλο και πιο κοντά του πήγαινε, κάτι θαρρείς πως σκίρτησε μέσα της για πρώτη φορά. Τόσο μικρό, σαν πετάρισμα. Φτερούγισμα μικρής ύπαρξης. Κι έτσι κάπως έλαμψε το χλωμό της πρόσωπο.

«Είσαι μια κούκλα», της είπε ο Άγγελος...

Δέσποινα Κούλα

_____________________________________________________

 

"Αν έχω μείνει τώρα έγκυος τι θα κάνεις;".

Ανασηκώθηκε, αφήνοντας επίτηδες εκτεθειμένο το στήθος της, και κάθισε οκλαδόν. Άναψε τσιγάρο με ύφος αυτάρεσκο, φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι. Ο μελαχρινός νεαρός, που μέχρι τότε ξάπλωνε ανέμελος δίπλα της, έκανε απότομα να ανασηκωθεί και να απαντήσει, όμως αυτή τον διέκοψε.

"Ξέρεις, έτσι την πάτησαν οι δικοί μου. Γκαστρώθηκε η μάνα μου σε μένα και πήρε τον πατέρα μου, αλλιώς σιγά που θα τον έπαιρνε".

Ξεσπάει σε ένα αμήχανο γέλιο κουνώντας νευρικά το τσιγάρο της.

"Καλά, πρέπει να έχω φάει πολύ βρίσιμο από τη μάνα μου. Και από τους δύο δηλαδή. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχαν φτιάξει τις ζωές τους ωραία και καλά, θα ήταν ευτυχισμένοι... Αλλά τι τα θες, αν δεν προσέχεις, αυτά παθαίνεις!".

Άφησε ξανά ένα γελάκι, αλλά πνίχτηκε στο λαιμό της, άρχισε να βήχει.

"Εντάξει, ο μπαμπάς μου δεν ήταν για γάμους και για αγάπες. Είναι ελεύθερο πνεύμα, πώς να το κάνουμε; Το τι κέρατο την έριξε τη μάνα μου, δε λέγεται. Είναι και όμορφος βλέπεις, είχε πέραση. Και η μάνα μου όμως μη χάσει, σε κάθε ξεπόρτισμα του μπαμπά ερχόταν και μου τα έλεγε χαρτί και καλαμάρι. «Κάτσε ρε μαμά, δεν είμαστε φιλενάδες, δε χρειάζεται να τα λέμε όλα μεταξύ μας», ήθελα να της πω. «Μη μου χαλάς το πατρικό πρότυπο». Μετά είδε κι αποείδε ότι δεν την υποστηρίζω και σταμάτησε να μου τα λέει…".

Ο νεαρός έκανε να απλώσει το χέρι του στην πλάτη της, αλλά αυτή συνέχισε με τόσο τσιριχτή φωνή που αποτραβήχτηκε.

"Όχι ότι η μάνα μου είναι καλύτερη! Ε κάποια στιγμή βρήκε κι αυτή γκόμενο, έναν σφίχτη από το γυμναστήριο, πέντε χρόνια μικρότερο, τι ξεφτίλα. Χαμός έγινε στο σπίτι. Αν και νομίζω ότι ο μπαμπάς μάλλον ανακουφίστηκε. Πήραν διαζύγιο επιτέλους και ξεφορτώθηκε ο ένας τον άλλον. «Δεν το παίρνατε από την αρχή το διαζύγιο βρε παιδιά να ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι; ». Τώρα που το πήραν, τι να το κάνω;".

Έσβησε το τσιγάρο της -αυτό έμεινε να καπνίζει μόνο του, να βαραίνει την ατμόσφαιρα.

"Τάχα για μένα δε χώρισαν νωρίτερα… Την άκουσα τη μαμά, ένα βράδυ που ο μπαμπάς ετοίμαζε τη βαλίτσα του για να φύγει. «Μη φύγεις Άγγελε, είναι κρίμα για τη μικρή. Ας κάνουμε λίγη υπομονή, να μεγαλώσει λίγο ακόμα». Θα 'μουν - δε θα 'μουν οχτώ χρονών…".

Άναψε και δεύτερο τσιγάρο. Τον νεαρό που την άκουγε σιωπηλός τόση ώρα ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, σαν μη βρισκόταν πια στο δωμάτιο.

"Ξέρεις τι ήθελα πάντα; Να έχω ένα αδερφάκι. Αδερφό, αδερφή, δε με ένοιαζε. Και παππούδες. Του μπαμπά μου πέθαναν όταν ήμουν πολύ μικρή, δεν τους θυμάμαι. Και της μάνας μου δεν τους γνώρισα ποτέ. Με το που έμεινε έγκυος, της έκοψαν και την καλημέρα. Την είχα δει μια φορά τη γιαγιά μου από μακριά. Καλή μου φάνηκε. Ήταν στρουμπουλή, από αυτές τις γιαγιάδες που ψήνουν κουλουράκια για τα εγγόνια τους και σου κάνουν σφιχτές αγκαλιές. Έχει άλλα τρία εγγόνια η γιαγιά μου, αυτά του θείου μου. Τον θείο μου τον γνώρισα μία φορά, τον παρακάλεσε η μαμά να έρθει από το σπίτι. Αλλά δεν τον συμπάθησα, ούτε δώρο μού έφερε… Είχε μουστάκι και με κοιτούσε παράξενα. Από τότε δεν τον ξανάδα".

Ανακάθισε φέρνοντας τα γόνατα της στο στήθος.

"Τώρα η μάνα μου παντρεύτηκε τον σφίχτη, σκέφτεται λέει να κάνει κι άλλο παιδί. Και ο μπαμπάς μου τραβιέται χρόνια με μια τύπισσα, καλή φαίνεται, τη συμπαθώ. Κι εμένα με έχουν αφήσει ήσυχη και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι".

 

Έσβησε το τσιγάρο, γύρισε απότομα στον νεαρό. Η φωνή της ήταν δυνατή, σχεδόν θυμωμένη.

"Οπότε, αν έχεις κάνει καμιά μαλακία και με έχεις αφήσει έγκυο, μη μου πεις τίποτα για γάμους και πανηγύρια. Να ξέρεις θα το ρίξω".

Χρυσάνθη Ιακώβου

 

Διήγημα "Αν" (από Δέσποινα Κούλα και Χρυσάνθη Ιακώβου) για τη δράση Διασταυρώσεις από τη σελίδα τοβιβλιο.net, Φεβρουάριος 2017

(Το διήγημα και η δράση Διασταυρώσεις εδώ: tovivlio.net)

Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2017, τοβιβλιο.net

Χειμώνας

 

Κι ο χειμώνας

μυρίζει έρωτα,

στις καπνοδόχους των σπιτιών,

στο μοναχικό πέρασμα του διαβάτη

στους αδιάβατους δρόμους,

στη μοναξιά των πλακόστρωτων

και στη λήθη των πεσμένων φύλλων,

στα χνωτισμένα τζάμια ενός αμαξιού

σταματημένου κρυφά στην άκρη ενός δρόμου,

ένας χάρτης η πόλη

γεμάτος περισυλλογή και ομίχλη,

κι οι δρόμοι αδιάβατοι

ακυβέρνητοι

ανήσυχοι και σπασμωδικοί

στη δύση ενός έτους,

ένας χειμώνας

που μυρίζει

αναβρασμό και έρωτα.

 

Ολόκληρο το Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2017 απο τοβιβλιο.net εδώ: Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2017

Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2016, τοβιβλιο.net

Αποκαλόκαιρο

Κι εσείς φωνές του θέρους που σιγήσατε

μπροστά στον ψίθυρο

ενός χωραφιού με στάχυα,

απομεσήμερο

με τη μοναχική συκιά

να απλώνει ικετευτικά τα κλαδιά της,

καλοκαίρι

με έναν καθρέφτη στο χέρι

που σε βουτάει σε παράλληλους κόσμους,

ω φθινόπωρο

που περιμένεις στο υγρό σου πένθος να θάψεις

ό,τι από καιρό

αντιστέκεται να πεθάνει.

 

Ολόκληρο το Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2016 απο τοβιβλιο.net εδώ: Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2016

 

Διήγημα «Σοβιετικά τρένα» στη δράση «Τρενογραφίες» του tovivlio.net

Της χάιδεψε τα μαλλιά. Μαύρα μακριά μαλλιά, που χύνονταν ανακατεμένα στα άσπρα σεντόνια. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα έμπαινε η μυρωδιά του ανοιξιάτικου γιασεμιού και μια υποψία φεγγαρόφωτος διέγραφε απόκοσμα τις σιλουέτες των σωμάτων τους στη μισοσκότεινη κάμαρα. Άπλωσε το χέρι του στο κομοδίνο για να πιάσει τα τσιγάρα του. Από το βάθος ακούστηκε το τρένο να διασχίζει πάνω στις ράγες τη νύχτα. Ασυναίσθητα κοίταξε το ρολόι: 11 και 23. Πότε και δεκαοχτώ, πότε και εικοσιένα, καμιά φορά ακόμα και εικοσιεφτά, είχε κάθε βράδυ τη συνήθεια να περιμένει το τρένο να περάσει. Μια παιδιάστικη ανυπομονησία. Μια αίσθηση αθωότητας και νοσταλγίας.

«Έξω από το σπίτι μου στη Ρωσία περνούσανε τρένα. Μεγάλα τρένα, κόκκινα, σοβιετικά. Με το σφυροδρέπανο χαραγμένο πάνω τους».

Γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε. Το σεντόνι άφησε ακάλυπτο το στήθος της που έλαμπε ασημένιο στο φως της σελήνης.

«Έτρεχα στο παράθυρο μου, κρεμιόμουν από το περβάζι και περίμενα να περάσουν. Ιδιαίτερα μου άρεσαν τα εμπορικά τρένα, με τα τεράστια βαγόνια. Με τον αδερφό μου βρήκαμε κι ένα παιχνίδι: κατεβαίναμε στην αυλή, μαζεύαμε πέτρες και τις πετούσαμε. Όταν έφταναν μέχρι το τρένο είχαμε μία χαρά…».

Τράβηξε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του μισοκλείνοντας τα μάτια.

«Μια μέρα μας έπιασε η μάνα μας… Ξύλο που φάγαμε… “Μα μαμά, δεν πετάμε στα τρένα που κουβαλάνε κόσμο…”. Δεν ξαναπέταξα πέτρες από τότε. Αλλά συνέχισα να μαζεύω. Μπορεί να έχω ακόμα κάπου φυλαγμένες μερικές…».

Τον χάιδεψε στο μάγουλο με την ανάποδη του χεριού της.

«Τα δρομολόγια των τρένων έβαζαν πρόγραμμα στη μέρα μου. Δέκα και μισή το πρωί. Εάν το άκουγα σήμαινε πως είμαι άρρωστος και δεν έχω πάει σχολείο. Τέσσερις παρά τέταρτο το μεσημέρι. Έχει έρθει ο μπαμπάς από τη δουλειά, έχουμε φάει και πίνουμε τσάι. Δέκα το βράδυ. Ήρθε η ώρα για ύπνο. Πρέπει να πλύνω τα δόντια μου, να ετοιμάσω τα ρούχα μου και την τσάντα μου για την επόμενη μέρα…».

Έσβησε το τσιγάρο βιαστικά στο τασάκι –ο καπνός έμεινε να ανεβαίνει ασημένιος για μερικά δευτερόλεπτα.

«Κάποτε έτυχε να μην περάσει τρένο για τέσσερις ολόκληρες μέρες! Βλάβη ίσως, ούτε ξέρω… Τα έχασα! Αποσυντονίστηκα εντελώς, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω! Τότε αγόρασα το πρώτο μου ρολόι…».

Πήρε το χέρι του στα δικά της, άρχισε με τον δείκτη της να ζωγραφίζει στο εσωτερικό της παλάμης του.

«Με ένα τέτοιο τεράστιο τρένο ήρθαμε στην Ελλάδα. Η Σοβιετική Ένωση διαλυόταν. Κόσμος έτρεχε συνεχώς στους δρόμους πανικόβλητος, πυροβολισμοί ακούγονταν παντού. Πέφταμε στο πάτωμα μην τυχόν και μας βρει καμιά σφαίρα στο σπίτι… Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που θα φεύγαμε! Που θα ανεβαίναμε σε ένα τεράστιο τρένο και θα ερχόμασταν στην πατρίδα… Δεν είχα ξαναμπεί σε τρένο ποτέ!».

Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, το σεντόνι μπλέχτηκε τσαλακωμένο ανάμεσα στα πόδια του.

«Την ημέρα στο σταθμό τη σκέφτομαι σαν όνειρο. Θυμάμαι μόνο τη μάνα μου να μου σφίγγει το χέρι για να μη χαθώ στο συνωστισμό. Ακόμα αισθάνομαι καμιά φορά το χέρι της όταν ακούω τρένο να σφυρίζει».

Στύλωσε το βλέμμα του απέναντι, σαν να ξανάβλεπε το σταθμό μπροστά του. Κοίταξε κι αυτή, της φάνηκε πως έβλεπε πράγματι.

«Και μετά ξεκινήσαμε… Με ένα σφύριγμα, αργά στην αρχή και μετά πιο γρήγορα και πιο γρήγορα… Άνοιξα το παράθυρο και κρέμασα έξω τα χέρια μου. Ο αέρας μού έκοβε την ανάσα. Ήμουν τόσο χαρούμενος! Και τότε ξαφνικά είδα στο βάθος το σπίτι μας. Το σπίτι μας με τα κόκκινα τούβλα και τα μικρά παράθυρα και την αυλή μας, που είχε στο κέντρο μια μικρή ανθισμένη κερασιά… Και τότε συνειδητοποίησα πως το τρένο δε μας γύριζε στην πατρίδα, αλλά μας έπαιρνε μακριά από το σπίτι μας. Και πως τώρα θα ερχόταν κάποιο άλλο αγόρι και θα έμενε στο δωμάτιο μου και θα κρεμιόταν από το παράθυρο μου για να δει τα τρένα και θα μάζευε πέτρες από την αυλή μας και θα έπινε τσάι στην κουζίνα μας ακούγοντας από το βάθος τον ήχο των βαγονιών… Και εμείς θα έπρεπε να βρούμε ένα άλλο σπίτι, χωρίς κερασιές και χωρίς αυλές, χωρίς κόκκινα τούβλα, χωρίς τρένα…».

Η φωνή του σίγησε τόσο απαλά, σαν να τελείωσαν οι λέξεις. Και στο δωμάτιο απλώθηκε τέτοια βαθιά σιωπή, που νόμιζες πως μπορούσες να την αγγίξεις, σαν την ομίχλη εκείνου του φεγγαρόφωτος.

«Πόσο θα ήθελα να ξανανέβαινα σε ένα τέτοιο τρένο και να γυρνούσα για λίγο πίσω…».

Ακούμπησε το πρόσωπο της στην πλάτη του.

«Θα ξαναγυρίσεις αγάπη μου, μαζί θα πάμε, να βρούμε την αυλή σου, την κερασιά σου».

 

tovivlio.net, Τρενογραφίες, Οκτώβριος 2015

http://tovivlio.net/%CF%83%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BD%CE%B1/