Διήγημα «Το σημάδι» στο tovivlio.net
«Τι σημάδι είναι αυτό;».
Αύγουστος. Από αυτούς τους Αύγουστους τους χρυσούς, τους γεμάτους στάχυα και πορτοκαλί δειλινά. Δεν είναι όλοι οι Αύγουστοι έτσι. Άλλοι είναι ζεστοί και εξουθενωτικοί, άλλοι αδιάφοροι και σκληροί σαν τις ψυχρές θάλασσες του Ιονίου, άλλοι τρυφεροί και υπομονετικοί σαν γλυκιά παρένθεση από το υπόλοιπο έτος.
Αλλά εκείνος ο Αύγουστος ήταν από τους άλλους, τους αλησμόνητους, με τα τζιτζίκια και τα τριζόνια και τα ερημικά γεμάτα βότσαλα κολπάκια και τους απέραντους δρόμους και τις δυνατές μουσικές στο αυτοκίνητο. Ήταν από αυτούς τους Αύγουστους που ερωτεύεσαι, που νοσταλγείς.
Τα αγαπούσε τα καλοκαίρια. Τις φωτεινές μέρες. Τα λιγοστά ρούχα. Την αίσθηση της άμμου και της αλμύρας στα πιο απίθανα μέρη του σώματος. Τα παιχνιδίσματα του ήλιου. Τα φρούτα –τα καρπούζια.
«Θέλεις καρπούζι;».
Μισούσε το χειμώνα. Το κρύο. Την ομίχλη. Τη σκοτεινιά. Το να κλείνεσαι στο σπίτι σου και στον εαυτό σου, να πρέπει να κρατάς μυστικά. Να ντύνεις καλά το σώμα σου και την καρδιά σου. Σε ρουφάει ο χειμώνας, σε συνεπαίρνει, σου κλέβει κάτι από την ψυχή.
«Θέλεις καρπούζι;».
Θα του πει όχι, όχι τώρα. Θα της πει έλα, αφού ξέρω πως θες, είναι παγωμένο. Θα επιμείνει να την ταΐσει στο στόμα. Αυτή θα κάνει πως τραβιέται. Θα παιχνιδίσουν και το παιχνίδισμα αυτό είναι που θα κάνει το καρπούζι να αξίζει.
Έρωτας καλοκαιρινός, πρόσφατος. Με όλη αυτήν την άγρια χαρά της φρέσκιας γνωριμίας, με αυτήν την ασυγκράτητη ορμή και τη δίψα και τη λαχτάρα. Ανέμελος, σαν τις ημέρες του θέρους. Να γνωρίζονται κομμάτι-κομμάτι και σπιθαμή προς σπιθαμή και να βουτάνε ο ένας στο κορμί και στην ψυχή του άλλου όπως βουτάνε στη θάλασσα τα μεσημέρια. Αφόρητη γλύκα –σαν αυγουστιάτικο καρπούζι.
Θα της βάλει ένα κομμάτι στο στόμα, αυτή θα του γλύψει τα δάχτυλα. Θα τον δαγκώσει και λίγο. Αυτός θα κάνει πως θυμώνει. Θα τρίψει ένα κομμάτι πάνω στον δεξί της ώμο, αυτή θα αρχίσει να φωνάζει. Θα της τρίψει άλλο ένα κομμάτι στην κοιλιά. «Μη, κολλάει!». «Έλα, θα βουτήξουμε τώρα…». Θα σκύψει να τη φιλήσει, να πάρει τη γλύκα του καρπουζιού από τον αφαλό της.
«Τι σημάδι είναι αυτό;».
Ένα μικρό ξεθωριασμένο Χ στα αριστερά της κοιλιάς της. Σφίγγεται. Σκουπίζεται αδέξια με τα χέρια, κολλάει.
Χειμώνας. Σκληρός και άσπλαχνος. Από αυτούς τους χειμώνες που κρυώνει μέχρι και η ψυχή σου. «Λυπούμαστε, μα το έμβρυο είχε κολλήσει πάνω στην αριστερά σάλπιγγα, έπρεπε να την αφαιρέσουμε». Κρύο, θερμοκρασίες στο μηδέν, παγωμένοι οι δρόμοι, παγωμένο το σπίτι. «Έλα αγάπη μου, δεν πειράζει, θα ξαναπροσπαθήσουμε». Εγκυμοσύνη, αποβολή. Ένα σύντομο βροχερό καλοκαίρι κι ύστερα πάλι χειμώνας, αφιλόξενος, απαιτητικός, αποπνικτικός. Εγκυμοσύνη, αποβολή. Εξετάσεις, ιατρεία, γνωματεύσεις. Με το θερμόμετρο στους μείον πέντε και το χιόνι να πέφτει αθόρυβα. «Αγάπη μου, δεν έχουμε πρόβλημα, φταίει το άγχος, έλα να ξαναπροσπαθήσουμε». Προσπάθειες, σαν να βουλιάζει το πόδι στο χιόνι και να πρέπει να το τραβήξεις έξω. Μέρες γκρίζες, σκυθρωπές, άκαμπτες σαν τους σταλακτίτες που κρέμονται από τη σκεπή. «Κρυώνω, κρυώνει η ψυχή μου». Μέρες δυσκίνητες, που δεν κυλάνε. «Ίσως δεν κάνουμε για γονείς, ίσως δεν κάνουμε κι ο ένας για τον άλλον».
Σκουπίζει αδέξια με τα χέρια την κοιλιά της και τον ώμο της. Κολλάει. Κάνει να ταιριάσει καλύτερα το μαγιό της. Ο Αύγουστος, με τα λιγοστά του ρούχα και τα φωτεινά του αισθήματα, αποχρωματίστηκε μεμιάς, έχασε τη σαγήνη του και τη λάμψη του. Κι αυτή εκεί, ημίγυμνη και εκτεθειμένη, νιώθει προδομένη, πως ο Αύγουστος μαρτύρησε το μικρό της μυστικό.
«Εγχείριση σκωληκοειδίτιδας, πριν από χρόνια. Πάω να βουτήξω. Με έκανες χάλια».
tovivlio.net, Θερινές Ιστορίες, Ιούλιος 2015