1920-1960: Τα best of του Hollywood που πρέπει να δεις

Επειδή η αξία μιας ταινίας κρίνεται από το χρόνο, ιδού μερικά διαμαντάκια της έβδομης τέχνης που δε λένε να γεράσουν με τίποτα.

Οι Αμερικανοί συνηθίζουν να χωρίζουν τον κινηματογράφο σε τέσσερις περιόδους: τη σιωπηλή εποχή, την κλασική (ή αλλιώς χρυσή) εποχή (30s-60s), τη νέα εποχή του Hollywood (από τα τέλη του '60 μέχρι τα 80s) και τη μοντέρνα ή "blockbuster" περίοδο, που διανύουμε σήμερα. Με το αν η καλύτερη εποχή του Hollywood τέλειωσε το '60 μπορούμε κάλλιστα να διαφωνήσουμε, αλλά όχι να παραβλέψουμε ότι από εκείνη την περίοδο διασώθηκαν μερικά αριστουργήματα, που όσα χρόνια κι αν περάσουν φαντάζουν πάντα σύγχρονα -ακόμα και σε όσους αποφεύγουν τις "παλιές" ταινίες!

 

Gone with the wind (1939) (Όσα παίρνει ο άνεμος)

Ή αλλιώς, το μεγαλύτερο αριστούργημα όλων των εποχών -why not? Το "Όσα παίρνει ο άνεμος" είναι η ταινία που τα συνδυάζει όλα: ερμηνείες, θέμα, πλοκή, μουσική, σκηνοθεσία. Είναι τόσο άρτια από όλες τις απόψεις και τόσο καλογυρισμένη που αποτελεί την καλύτερη απάντηση για όσους …φοβούνται τις μη σύγχρονες ταινίες. Και το σημαντικότερο: δε φαντάζει "παλαιική", σε αντίθεση με άλλες σύγχρονες ή πολύ μεταγενέστερες της. Δεν είναι τυχαίο που έχει στην τσέπη της 8 Όσκαρ και που αποτελεί μέχρι σήμερα μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες όλων των εποχών. Και -αλήθεια- δεν κουράζει, παρά την τετράωρη διάρκειά της. Για όποιον τυχόν του έχει διαφύγει η υπόθεση, η ταινία έχει ως φόντο τον Αμερικανικό Εμφύλιο και επικεντρώνεται στην ατίθαση Scarlett O'Hara (Vivien Leigh) και το ειδύλλιο της με τον αμοραλιστή Rhett Butler (Clark Gable).

 

Rebecca (1940) (Ρεβέκκα)

Το υπέροχο βιβλίο της Daphne De Maurier βρήκε την καλύτερη κινηματογραφική του μεταφορά, πέφτοντας -ευτυχώς- στα χέρια του Alfred Hitchcock. Η Joan Fontaine είναι η δεύτερη κυρία De Winter, όταν παντρεύεται τον Laurence Olivier, δηλαδή τον (χήρο) Maxim De Winter. Όμως το "φάντασμα" της πρώτης συζύγου μοιάζει ακόμα να πλανάται στο σπίτι. Ταινία μυστήριου, με μια ατμόσφαιρα που μόνο ο Hitchcock θα μπορούσε να δημιουργήσει και που επιτείνεται έξοχα από το ασπρόμαυρο του φιλμ. Από τις ελάχιστες ταινίες που ανταποκρίνεται αξιοπρεπώς στο βιβλίο και δεν απογοητεύει ούτε τους βιβλιόφιλους ούτε τους σινεφίλ.

 

Citizen Kane (1941) (Πολίτης Κέιν)

Αυτή κι αν είναι ταινία που δεν παλιώνει ποτέ, μιας και οι κριτικοί την ψήφιζαν κάθε χρόνο (μέχρι πριν λίγα χρόνια) ως την καλύτερη ταινία όλων των εποχών! Ένα φιλμ που δεν αγαπήθηκε αρκετά όταν κυκλοφόρησε, αλλά κέρδισε έδαφος στη συνέχεια, χάρη στις καινοτομίες του στον τρόπο που γυρίστηκε. Αξιοσημείωτο ότι είναι η πρώτη κινηματογραφική δουλειά του Orson Welles, ο οποίος παράλληλα έγραψε το σενάριο και κράτησε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο -όλα αυτά στην ηλικία των 26 ετών! Η ταινία μάς παρουσιάζει τον ενδιαφέροντα βίο του εκδότη Kane -και μας αφήνει πλούσια τροφή για σκέψη στο τέλος.

 

Casablanca (1942) (Καζαμπλάνκα)

Η "Casablanca" έχει περάσει πλέον στη σφαίρα του κινηματογραφικού θρύλου, επειδή μάς παρουσιάζει με ωραίο -και καθόλου μελό- τρόπο έναν χαμένο έρωτα, που γίνεται ακόμα πιο τραγικός όταν στο background βλέπουμε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρωταγωνιστές του δράματος τα μεγαθήρια της έβδομης τέχνης Humphrey Bogart και Ingrid Bergman, οι οποίοι προσεγγίζουν τους ρόλους τους με τη δέουσα αξιοπρέπεια, νηφαλιότητα και μελαγχολία. Η συγκεκριμένη ταινία, ναι, ίσως να έχει μία πομπώδη αύρα που μας στέλνει κάμποσες δεκαετίες πίσω, κατά τα άλλα όμως αποπνέει ερωτισμό και μεγαλοπρέπεια με έναν μοναδικό και διαχρονικό τρόπο.

 

All about Eve (1950) (Όλα για την Εύα)

Το "Όλα για την Εύα" διαπραγματεύεται ένα θέμα που θα μας άρεσε να βλέπαμε πιο συχνά στον κινηματογράφο: η μεγάλη σταρ Margo Channing (Bette Davis) φοβάται πως η ηλικία της έχει περάσει και πως η καριέρα της φτάνει στη δύση της -και σαν μην έφτανε ήδη αυτό, η νεαρή (Anne Baxter) που έχει κοντά της ως βοηθό φαίνεται να προσπαθεί να της πάρει τη θέση… Το θέμα είναι ούτως ή άλλως διαχρονικό και ενδιαφέρον, αλλά το ωραίο με τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως έχει μια υπέροχη φρεσκάδα και ζωντάνια, η οποία μεταξύ άλλων οφείλεται σε ένα μεγάλο ποσοστό στην πληθωρική ερμηνεία της Bette Davis.

 

12 Angry Men (1957) (Οι 12 ένορκοι)

Αυτή κι αν είναι ταινία που βλέπεται και θα βλέπεται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Κι αυτό γιατί το παν σε αυτό το φιλμ είναι το σενάριο. Δώδεκα ένορκοι μπαίνουν στην αίθουσα συσκέψεων για να πάρουν απόφαση: η υπόθεση φαίνεται εύκολη και όλοι λένε ομόφωνα πως ο κατηγορούμενος είναι ένοχος -εκτός από έναν που έχει αμφιβολίες. Ωραία πλοκή, απίστευτα δυνατοί διάλογοι, καλές ερμηνείες. Η ταινία δεν έχει ανάγκη ούτε από εφέ ούτε από σκηνοθετικά τρικ, είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένη στην αίθουσα και εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο. Η αξιοσημείωτη διαχρονικότητα της ταινίας οφείλεται και στο γεγονός ότι βασίζεται σε θεατρικό κείμενο -και στο θέατρο το έργο συνεχίζει να ανεβαίνει.

 

Vertigo (1958) (Δεσμώτης του ιλίγγου)

Ο Hitchcock είχε βρει αναμφίβολα το μυστικό για το πώς γυρίζεται μια καλή ταινία, γι' αυτό και τα φιλμ του δεν μπορούν να θεωρηθούν παρωχημένα. Στο "Vertigo" έχουμε έναν αστυνομικό, τον John Ferguson (James Stewart), με συμπτώματα ακροφοβίας και κατάθλιψης, τον οποίο προσλαμβάνει ένας φίλος του για να παρακολουθήσει τη γυναίκα του (Kim Novak), που παρουσιάζει παράξενη συμπεριφορά. Μυστήριο, αγωνία και απίστευτα plot twists, σε μια ταινία που ψηφίζεται τα τελευταία χρόνια από τους κριτικούς ως η καλύτερη που γυρίστηκε ποτέ.

 

Ben Hur (1959) (Μπεν Χουρ)

Από τις πιο μεγαλεπήβολες και επικές ταινίες που έβγαλε ποτέ το Hollywood, το "Ben Hur" μάς παρουσιάζει τη ζωή ενός Εβραίου (Charlton Heston), που προδομένος από έναν Ρωμαίο φίλο του γίνεται σκλάβος -πολύ σύντομα ωστόσο θα καταφέρει να κερδίσει πίσω τη ζωή του και να πάρει εκδίκηση. Φιλόδοξα γυρισμένο και με διάρκεια τρεισήμισι ώρες, το "Ben Hur" δέχτηκε θερμότατης υποδοχής από τα Όσκαρ, καθώς κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων κερδισμένων αγαλματιδίων: 11 στον αριθμό -ρεκόρ που δεν έσπασε ούτε ο "Τιτανικός". Η αλήθεια είναι βέβαια πως για τα σημερινά κινηματογραφικά δεδομένα τόσο το θέμα της όσο και η τεχνοτροπία της μοιάζουν ελαφρώς ξεπερασμένα, αλλά ανήκει σίγουρα στα κινηματογραφικά must-see.

 

Ανδημοσίευση απο το Artcore Magazine (artcoremagazine.gr)

Ο θρήνος -και η μιζέρια- για τα χαμένα είδωλα

Οκ, ναι, το 2016 δεν ήταν τυχερό για τους σούπερ σταρς. Τι ο David Bowie, τι ο Prince, τι ο George Michael, τι η Carrie Fisher, anyway, χάθηκε κόσμος και ντουνιάς. Κρίμα. Κάθε φορά που πεθαίνει ένας αγαπημένος καλλιτέχνης, ένας καλλιτέχνης με τις μουσικές / τις ταινίες του οποίου έχουμε συνδέσει τις δικές μας στιγμές, πεθαίνει και ένα κομμάτι δικό μας.

Μέχρι εδώ όλα καλά και κατανοητά. Το παράδοξο ξεκινάει όταν γιγαντώνεται ο θρήνος. Και μιλάμε για θρήνο, όχι αστεία. Ποσταρίσματα επί ποσταρισμάτων στο fb, άρθρα, κουβέντες, συζητήσεις, tweets, σχόλια, καβγαδάκια, η υπερβολή σε όλο της το μεγαλείο. (Με αποκορύφωμα τα επακόλουθα του θανάτου του Bowie, όπου μια ιστοσελίδα μάζευε υπογραφές για να ζητήσει από το Θεό να επιστρέψει στη ζωή τον τραγουδιστή!). Που δικός μας άνθρωπος να πέθαινε, έτσι δε θα κάναμε. Επιδειξιομανία; Υπερευαισθησία; Δεν-έχω-με-τι-άλλο-να-ασχοληθώ; Όλα αυτά μαζί. Όμως αυτό δεν είναι εξάλλου τα social media;

Το άλλο μού κάνει εντύπωση εμένα: η μιζέρια που ακολουθεί. Διαβάζω τίτλο άρθρου σε ιστοσελίδα: "Γιατί δε βγαίνουν πια τραγουδιστές σαν τον George Michael;". Ε και γιατί να βγουν δηλαδή; Ότι θα ήταν δηλαδή καλύτερη η παγκόσμια μουσική σκηνή αν γεμίζαμε με κλώνους του Prince ή του Bowie; Ότι αν πεθάνουν οι είκοσι-τριάντα εμβληματικοί καλλιτέχνες των τελευταίων τριάντα ετών, η μουσική -ή ο κινηματογράφος- θα πέσουν σε ύφεση, σε παρακμή, δε θα αξίζουν πια;

Εντάξει, η κάθε γενιά έχει τα δικά της είδωλα, οκ, λογικό. Θες το στίγμα της εφηβείας, θες τα βιώματα, έτσι πάει. Αλλά από το να αγαπάς τα είδωλα σου μέχρι να τα θεοποιείς υπάρχει και μια απόσταση. Οι σημερινοί thirty something κοντεύουν να γίνουν πιο θλιβεροί και από τους παππούδες που αναπολούν τα νιάτα τους και θρηνούν για το χαμένο παρελθόν, όπου "όλα ήταν καλύτερα".

Όχι, δεν είχαμε ούτε τους καλύτερους τραγουδιστές ούτε τους καλύτερους ηθοποιούς. Δε γράφτηκαν στη δική μας εποχή τα καλύτερα τραγούδια ούτε γυρίστηκαν οι καλύτερες ταινίες. Κάθε εποχή έχει τα δικά της αριστουργήματα και τα δικά της σκουπίδια, τα οποία αντανακλούν τους ανθρώπους της και τις ανάγκες της εκάστοτε στιγμής. Ας θρηνήσουμε λοιπόν τους καλλιτέχνες που χάθηκαν και ας δούμε με ενδιαφέρον ό,τι καινούργιο εμφανίζεται.

Ανθολογία ποίησης Poem (2016)

Το Δεκέμβριο του 2016 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις "Συμπαντικές Διαδρομές" η ανθολογία ποίησης "Poem", στην οποία πήρα μέρος κι εγώ, με το ποίημα "Ανάδυση" (σελ 57).

(Το βιβλίο μπορεί να το αγοράσει κανείς από το ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Συμπαντικές Διαδρομές, κάνοντας κλικ εδώ)

Γιώργος Ανδρέου

Ο μουσικός Γιώργος Ανδρέου, πέντε χρόνια μετά την πρώτη του συγγραφική απόπειρα με το μυθιστόρημα "Δαίμονας Ξένος", κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή "Ο απερίσκεπτος πλοηγός" (Εκδόσεις Μικρή Άρκτος).

Γιατί ποίηση; Πώς γεννήθηκε η ανάγκη;

Δεν είμαι μακριά από την ιδέα του ανθρώπου που γράφει. Γράφω τους στίχους σε πολλά από τα τραγούδια μου, αρθρογραφώ σε διάφορα έντυπα, έχω εκδώσει ήδη και ένα μυθιστόρημα, η γραφή με απασχολεί και με απασχολούσε πάντα. Και έχω διαβάσει και πολλή ποίηση, ο έμμετρος λόγος με εντυπωσίαζε ήδη από τα παιδικά μου χρόνια. Θα έλεγα ότι στην ποίηση είμαι τόσο ενημερωμένος όσο και στη μουσική. Γενικά, βρίσκω μια σύνδεση μεταξύ ποίησης και μουσικής, η ποίηση είναι ένας λόγος που έχει ρυθμική στάση. Έπειτα, αγαπώ την ποίηση επειδή ελευθερώνει τη γλώσσα από τα δεσμά της. Η γλώσσα στην πρώτη της εννοιολογική στάση είναι μια κυριολεκτική διαδικασία, δηλαδή πίσω από κάθε πράγμα υπάρχει μία λέξη, την οποία όταν ακούς σού γεννιέται η εικόνα αυτού του πράγματος. Η ποίηση καταφέρνει να το ανατρέπει αυτό και να δημιουργεί εντελώς απρόβλεπτες πραγματικότητες, τις οποίες εμείς αποδεχόμαστε. Η ποίηση έχει εισβάλλει με αυτόν τον τρόπο και στο ελληνικό τραγούδι και το τραγούδι είναι δάσκαλος του ποιητικού τρόπου για έναν ολόκληρο πολιτισμό. Οι Έλληνες αγαπούν και το στίχο και την ποίηση.

Η ποίηση δε θα λέγατε ότι θεωρείται λίγο παρεξηγημένη;

Ναι, κατά μία έννοια, λόγω των ελληνικών ταινιών που παρουσιάζουν τους ποιητές να λένε ακαταλαβίστικα πράγματα… Παρεξηγημένη δε θα την έλεγα, θεωρώ ότι η ποίηση είναι ένα μεγάλο μέγεθος στον ελληνικό πολιτισμό που υπάρχει πάντα πλαγίως, αλλά ίσως λόγω της παιδείας μας, λόγω της σχολικής μας εκπαίδευσης, λόγω του κοινωνικού μας περιβάλλοντος, δεν της δίνουμε την πρέπουσα σημασία, παρόλο που είναι πάντα παρούσα. Ποιητική είναι η δημοτική μας παράδοση, είτε πρόκειται για το ακριτικό έπος είτε για τα μικρασιατικά είτε τα ηπειρωτικά, έχουμε επίσης το παράδειγμα του Ερωτόκριτου, που ουσιαστικά εισάγει τη δημοτική, ακόμα και το λαϊκό τραγούδι έχει σχέση με την ποίηση. Έπειτα, έχουμε δύο Νόμπελ για τα οποία καμαρώνουμε, και αν δεν υπήρχαν οι πολιτικοκοινωνικές ανοησίες θα είχαμε πολλά ακόμα, στον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Καρούζο, τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο… Η ποίηση είναι η πολιτισμική κατάκτηση του ελληνισμού, σε αντίθεση με τη μουσική μας και τη πεζογραφία μας που είναι στενότερες, έχουν περιορισμένο ορίζοντα. Δεν είναι δυνατόν να είσαι άνθρωπος της τέχνης και να μη σε απασχολεί η ποίηση.

Ποιοι προβληματισμοί διατρέχουν τη συλλογή σας;

Όταν ασχολείται κανείς με την ποίηση, οι προβληματισμοί είναι πάντα σε δύο-τρία διαφορετικά επίπεδα. Ένα είναι το υλικό της γλώσσας αυτής καθεαυτής. Η γλώσσα, και ειδικά η ελληνική που έχει μακραίωνη παράδοση, είναι ένα υλικό που εξελίσσεται διαρκώς. Με απασχολεί η δομή της, οι αλληλεπιδράσεις της, οι επιρροές της. Ένα άλλο είναι η θεματική συνθήκη, στο οποίο με βοήθησε και το τραγούδι ώστε να μην είμαι χαοτικός. Κάθε ποίημα, όπως και όλη η συλλογή, έχει θεματικούς άξονες. Άλλα ποιήματα αφορούν στα τελευταία χρόνια της κρίσης, και μου έχουν γεννηθεί μέσα από την οδύνη της καταρράκωσης της ατομικής και κοινωνικής ζωής στη χώρα, άλλα έχουν προσωπικό και εξομολογητικό χαρακτήρα, άλλα είναι αναφορές σε πρόσωπα με τα οποία έχω μια περίεργη και ιδιόμορφη σύνδεση, όπως ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Μακρυγιάννης… Πέρα από όλα αυτά, με απασχολεί και η ιστορική συνθήκη που περιέχει πράγματα από τον εν γένει πολιτισμό και τα αρχέτυπα του ελληνικού τρόπου, δηλαδή από τον Όμηρο μέχρι το δημοτικό τραγούδι, την παράδοση, τη χριστιανική αντίληψη… Κάποιος που έχει αναμετρηθεί πολλά χρόνια με την τέχνη συνειδητοποιεί ότι ζούμε με κάποια αρχέτυπα, με κάποιους μεγάλους μύθους, που έρχονται συνεχώς στην πραγματικότητα μας και αποτελούν ένα είδος εκκίνησης για να προχωρήσει ο ποιητικός λόγος.

Υπάρχει σύνδεση με την κοινωνική πραγματικότητα;

Όλο το πρώτο κομμάτι του βιβλίου έχει να κάνει με τον προβληματισμό μου για την περίοδο της κρίσης και για την ευθύνη που μπορεί να έχει ένας καλλιτέχνης σε τέτοιες εποχές. Η ευθύνη είναι πάντοτε διπλή: από τη μια ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι έξω από την εποχή του, αλλά την ίδια στιγμή το έργο του πρέπει να διατηρεί και ένα δεύτερο επίπεδο, ώστε να επιβιώσει της εποχής του και να αφήσει κάτι και στο μέλλον.

Σε ποιο είδος μπορεί να σας δούμε στο μέλλον;

Το πιο πιθανό είναι να εκδώσω ένα μυθιστόρημα. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από τον "Δαίμονα Ξένο" και έχω στα σκαριά το επόμενο… Είμαι, πάντως, αντίθετος με την τάση της υπερβολικής έκδοσης, ότι πρέπει να εκδίδουμε τα πάντα, τάση που επιτείνεται από τα κοινωνικά δίκτυα. Ποιο είναι το φίλτρο; Δεν μπορείς να δημοσιοποιείς τα πάντα, πολλά θα αποδειχτούν μέτρια. Είναι σαν το κρασί, πρέπει να αφήνεις λίγο και το χρόνο να τα ωριμάζει…

Υπάρχει περίπτωση ο λόγος να σας απορροφήσει από το τραγούδι;

Ναι, υπάρχει! Με τη μουσική δεν μπορεί ποτέ κανείς να είναι σίγουρος. Δεν ξέρουμε από πού έρχεται ούτε πότε σταματάει να έρχεται, είναι καθαρά ζήτημα υποσυνείδητου. Ενώ ο λόγος περιέχει το στοιχείο της δομής και της οργάνωσης και η συγγραφή είναι μια διαδικασία πολύ πιο αναλυτική και συνθετική εν τέλει, έτσι σου δίνουν μια παρηγοριά ότι μπορεί να σε ακολουθήσουν για διάστημα μεγαλύτερο από ότι η μουσική.

(Αναδημοσίευση απο το 43ο τεύχος του περιοδικου Ser-Free)

Χειμώνας

Στη σιωπή

στη βουβή συνενοχή ενός τοπίου χιονισμένου

κάποτε

σε ένα δωμάτιο

σε ένα παράθυρο μπροστά

σε περίμενα