Άγγελος Αντωνόπουλος

Κύριε Αντωνόπουλε, από όλους τους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει, ποιους έχετε ξεχωρίσει και με ποιον έχετε ταυτιστεί περισσότερο; Ποιος σας άγγιξε ιδιαίτερα;

Θα έλεγα ότι ο "Μαρξ στο Σόχο" μ’ έχει κερδίσει πραγματικά, συμπορεύομαι μαζί του χρόνια τώρα και έχουμε αναπτύξει πολύ σημαντικές σχέσεις. Έχει όλα τα στοιχεία για να κρατήσει έναν ηθοποιό κοντά του με αφοσίωση. Ο τρόπος που έγινε η προσέγγισή μου σ’ αυτό το ρόλο ήταν πραγματικά μια διαδικασία λαγνείας. Έχω παίξει, βέβαια, μεγάλους ρόλους σε μεγάλα έργα, σε μεγάλα θέατρα και όλα αυτά ήταν ευλογημένα πράγματα και συγκινητικά και γινόταν πάντα με κάποια μελαγχολία η διαδικασία, όπως λέω, της αποκαθήλωσης, το τέλος.

Και στο θέατρο και στον κινηματογράφο έχετε συνεργαστεί με κορυφαίες προσωπικότητες, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη και άλλοι. Μιλήστε μου γι’ αυτές τις συνεργασίες.

Θα αρχίσω καταρχήν από τον Κουν. Δικαιούται να προηγηθεί από τους υπόλοιπους!

Τον οποίο τον είχατε δάσκαλο.

Και δάσκαλο και σκηνοθέτη και καταλαβαίνετε ότι για μένα αποτελεί την πιο σοβαρή αφετηρία στη ζωή μου, στη δουλειά μου, στην καριέρα μου, στην πορεία αυτήν την καλλιτεχνική. Ήμουν και εγώ δάσκαλος για τριάντα χρόνια.

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Σ’ αυτήν την πραγματικά δημιουργική δουλειά χρειάστηκε πάντα να επικαλούμαι τη σκέψη του Κουν. Οι εμπειρίες από αυτό θα σας έλεγα ότι είναι αυτές που με έκαναν να λέω κατά καιρούς σε συνεντεύξεις ότι είναι η πιο σοβαρή δουλειά που κάνω. Μ’ άρεσε πάρα πολύ η επικοινωνία με τα παιδιά, και κυρίως όταν αυτά ήταν ουσιαστικά προβληματισμένα και μπορούσαμε και να λέμε σημαντικά πράγματα στην αίθουσα διδασκαλίας και να δημιουργούμε σημαντικά πράγματα. Σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια είδα να γίνονται θαύματα μέσα στο σχολείο, εννοώντας ότι έβλεπες ένα παιδί ν’ αρχίζει το σχολειό του με μια αμηχανία, με μια φοβερή δυσκολία σε βαθμό που να λες: «Αυτό το παιδί πώς βρέθηκε εδώ; Πώς το περάσαμε στις εισαγωγικές εξετάσεις;», κι όμως να δημιουργείται μια σχέση έμπνευσης για δουλειά και άθλησης και να βλέπεις μέσα σε δυο-τρεις μήνες το παιδί αυτό να αλλάζει, να πιάνει πουλιά στον αέρα.

Για τις κινηματογραφικές σας συνεργασίες τι έχετε να πείτε;

Η καριέρα μου η κινηματογραφική ξεκίνησε με μεγάλους ανθρώπους της δουλειάς μου. Θα αναφερθώ μόνο στον Τάκη Κανελλόπουλο, αυτόν το σημαντικό σκηνοθέτη από τη Θεσσαλονίκη. Αυτός ήταν στοχαστής του κινηματογράφου, δημιουργικό άτομο. Γύρισα δύο ταινίες μαζί του και ήταν η απαρχή της δουλειάς μου. Εν συνεχεία, συνεργάστηκα με το Βασίλη Γεωργιάδη, ο οποίος έχει αφήσει ένα τεράστιο έργο ζωής, και ύστερα με όλους τους σκηνοθέτες, τον Ερρίκο Ανδρέου, το Ντίνο Δημόπουλο, το Δαλιανίδη… Αναφέρομαι τώρα σε πρόσωπα με το ενδεχόμενο να ξεχάσω και κανέναν και να παρεξηγηθώ.

Από ηθοποιούς με τους οποίους συνεργαστήκατε ποιους ξεχωρίζετε;

Από ηθοποιούς να αρχίσουμε πάλι από τα σημαντικότερα πρόσωπα, όπως ήταν η Κατίνα Παξινού. Αυτά όσον αφορά στον κινηματογράφο, γιατί στο θέατρο έπαιξα με την Έλλη Λαμπέτη, με το Μάνο Κατράκη, το Νίκο Κούρκουλο, και αποτελούσαν πάντα για μένα ενθύμιο συγκινητικό όλες αυτές οι συνεργασίες και, όπως σας είπα, και με όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες, με το Βολονάκη, τον Κώστα Μπάκα…  Αναφέρω αυτόν, γιατί ήμασταν και οι δυο από το φυτώριο του Κάρολου Κουν και είχαμε έναν κώδικα επικοινωνίας.

Κύριε Αντωνόπουλε, έχετε διανύσει μια πολύ μακρά πορεία στον καλλιτεχνικό χώρο. Κοιτάζοντας πίσω και βλέποντας αυτήν τη πορεία, πώς αισθάνεστε; Αισθάνεστε ικανοποιημένος…

Όχι, όχι. Μην την ολοκληρώνετε την ερώτηση, δεν αισθάνομαι ικανοποιημένος!

Αισθάνεστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν κάνατε;

Πάρα πολλά, χιλιάδες πράγματα που δεν έχω κάνει και βεβαίως θα το θεωρούσα αντιδημιουργικό να αισθανθώ ικανοποιημένος και να μην πω ότι είμαι στα μισά του δρόμου και ότι έχω πάρα πολλά πράγματα να κάνω που δεν έχω προφτάσει.

Έχετε μετανιώσει για κάτι;

Όχι βέβαια. Ε, κατά καιρούς μπορεί να μετάνιωσα για επιμέρους πράγματα. Αυτή η δουλειά που κάνουμε δεν εξαρτάται από τη σωστή ή τη λάθος απόφασή μας. Παίρνεις μια απόφαση, συμμετέχεις κάπου και ξαφνικά βλέπεις ότι τα στοιχεία που συμπορεύονται μαζί σου δεν είναι όλα σωστά.

Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το πρώτο σας βιβλίο «Οι Επιβάτες Του Φεγγαριού» από τις Εκδόσεις Αιώρα. Ποια ανάγκη σας οδήγησε στη συγγραφή ενός βιβλίου;

Έχω στο συρτάρι μου πολλά πράγματα εκτός από αυτό που ήδη εξεδόθη και το οποίο με βοήθησε να σπάσω το φράγμα και να βγω κι εγώ σ’ αυτό το χώρο με την αξίωση της κριτικής σας. Ευτυχώς, πορεύεται καλά. Τι ήταν αυτό που με έκανε να το γράψω; Δεν ξέρω. Ό,τι ήταν αυτό που με έκανε κάθε φορά να κλειστώ μέσα στο γραφείο μου και να εξελίξω μέσα μου και πάνω στα χαρτιά μου μια ιστορία που μου έκανε εντύπωση, ένα γεγονός που ήταν εναυσματικό για να γράψω κάτι και να μείνει, το οποίο στη συνέχεια μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα διήγημα ή μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα. Βέβαια, προς το παρόν υπάρχουν στα συρτάρια μου.

Δηλαδή γράφατε και από παλιότερα.

Βέβαια, δεν είναι τωρινή υπόθεση, όπως από πολύ παλιότερα, ακόμα πιο παλιά, γράφω ποίηση και ελπίζω να βγει στη φόρα κι αυτό… Είχα δισταγμό και είχα και μεγάλο τρακ. Αλλά, εν πάσει περιπτώσει, μετά τη δικαίωσή μου και την αισιοδοξία που μου δημιούργησε αυτή η πρώτη επαφή με τον κόσμο και με τους ανθρώπους του χώρου μας, του χώρου των γραμμάτων εννοώ, ε, θα αποπειραθώ να βγάλω και την ποίηση.

Πώς κρίνετε τον τρόπο που αναδεικνύονται σήμερα οι καλλιτέχνες; Υπάρχουν πολλοί που αναδεικνύονται μέσω reality, οι δισκογραφικές εταιρείες τους προωθούν υπερβολικά, άλλοι ασχολούνται με το τραγούδι και την τηλεόραση, ενώ προέρχονται από τον χώρο του μόντελινγκ… Ποια είναι η γνώμη σας για όλα αυτά;

Κοιτάξτε, από όλα αυτά κινδυνεύω να χάσω τη δικαίωσή μου στα παιδιά που ήταν σπουδαστές μου, που αφιέρωσαν τρία χρόνια ζωής και εγώ προσπαθούσα να τους εμπνεύσω την ιερή μανία που λέγεται ψώνιο για δουλειά και για άθληση. Αντιλαμβάνεστε τώρα πόσο κόντρα έρχεται αυτή η προχειρότητα, αυτή η προκάτ διαδικασία για να βγει ένας άνθρωπος στο χώρο και να διεκδικεί μια επαγγελματική καταξίωση.

Και χωρίς να έχει και προσόντα πολλές φορές.

Τα προσόντα δεν είμαι σε θέση να τα κρίνω ούτε θα το σκεφτώ. Εκείνο, όμως, που κρίνω και που νομίζω ότι εκεί βρίσκεται και η ερώτησή σας είναι η διαδικασία όλης αυτής της ιστορίας, που νομίζω ότι διασύρει τη φιλοσοφία της σπουδής.

Είστε ευχαριστημένος από την κατάσταση του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης σήμερα στην Ελλάδα; Πώς τα κρίνετε αυτά σε σύγκριση με παλιότερα;

Να μην τα βάλουμε όλα σε ένα τσουβάλι. Βεβαίως, υπάρχει το παραθέατρο, υπάρχει ο παρακινηματογράφος, υπάρχει η παρατηλεόραση, δηλαδή υπάρχουν τα προϊόντα και τα υποπροϊόντα, τα οποία όμως δεν είναι μόνο σημερινή υπόθεση. Θα έλεγα ότι είναι πολύ παλιά. Σήμερα ίσως να είναι πιο εμφανής η κατάσταση αυτή λόγω της τηλεόρασης, που είναι ενδεικτικά μια ενασχόληση και μια ανάδειξη ευκολίας σ’ αυτήν την ιστορία και, όχι μόνο είναι κακό αυτό καθαυτό σαν δουλειά, αλλά είναι κακό και διότι δημιουργεί μια έλξη εσφαλμένη για τα παιδιά.

Εννοείτε τους θεατές ή αυτούς που ασχολούνται με την τηλεόραση;

Δεν εννοώ τους θεατές. Δηλαδή, είχαμε μια τεράστια προσέλευση στις κινηματογραφικές σχολές παιδιών που αντιλαμβάνεσαι ότι οι αποσκευές τους ήταν τέτοιες που απέβλεπαν κυρίως στην ευκολία της τηλεόρασης. Αυτό είναι μια κατασυκοφάντηση της δουλειάς μας. Η δουλειά μας θέλει βάσανο, η δουλειά μας θέλει χτύπημα, θέλει τάξιμο ζωής, πράγματα που η τηλεόραση δεν τα αξιώνει και τόσο πολύ.

Κύριε Αντωνόπουλε, μετά από χρόνια, όταν οι άνθρωποι θα σας φέρνουν στο μυαλό, με ποιον τρόπο θέλετε να σας θυμούνται;

Δεν το έχω σκεφτεί. Αυτό που με έχει απασχολήσει πάρα πολύ είναι το προφίλ μου ως ανθρώπου, ως πολίτη και ως συμπεριφοράς κοινωνικής, ιδεολογικής και ανθρωπίνων σχέσεων. Θέλω να έχω ένα καλό κοινωνικό προφίλ.

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου, Περιοδικό Alfa In Style, τ.8, 2007

Εύα Μαθιουδάκη-Κωστής Σχιζάκης

Η Εύα Μαθιουδάκη και ο Κωστής Σχιζάκης μιλούν στο vakxikon.gr για το βιβλίο τους "Ο Φταίχτης" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019), για την μεταξύ τους συνεργασία και για την ελληνική λογοτεχνία στον καιρό της κρίσης. 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου / Αναδημοσίευση από το vakxikon.gr

Μιλήστε μου για το βιβλίο σας που κυκλοφόρησε πρόσφατα -από τις Εκδόσεις Καστανιώτη- "Ο Φταίχτης".

Ε.Μ. Θα το χαρακτήριζα ως κοινωνικό δράμα "εποχής", εφόσον η δεκαετία του ’70 φαντάζει ακόμη και για εμάς τους μεγαλύτερους πολύ μακρινή. Πρόκειται για  πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που διαθέτει πολλά συστατικά κινηματογραφικής ταινίας και θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να μετατραπεί ακόμη και τηλεοπτική σειρά, χωρίς να υστερεί σε λογοτεχνική αξία καθώς μας λένε. Το ότι πρόκειται για μυθιστόρημα δυο συγγραφέων δημιουργεί τόσο προσδοκίες όσο και ερωτήματα, δεδομένου ότι από τη φύση της η συν-συγγραφή είναι δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα. Το πόσο επιτυχημένη είναι αυτή η προσπάθεια θα μας το πείτε εσείς και το αναγνωστικό κοινό.

Κ. Σ. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Είναι ένας ποταμός, μια θάλασσα άλλοτε ήρεμη κι άλλοτε φουρτουνιασμένη που μπήκε στη ζωή μου απροσδόκητα κι ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα. Με συντάραξε η γραφή καθώς και η συνεργασία με την Εύα.  Ακόμα κι όταν ολοκληρώθηκε στο σημείο που προχώρησε η έκδοσή του δεν μπορούσα να απαλλαγώ απ' αυτό. Οι ήρωες του με βασάνιζαν κι ήθελαν να βγουν και να αιτιολογήσουν  ο καθένας τη δική του συμμετοχή, τη δική του αλήθεια, το δικό του τέλος. Ευτυχώς, τη δυναμική αυτή που με κατέκλυσε στην κυριολεξία την έβγαλα σε δύο ακόμα μυθιστορήματα αμέσως μετά. 

Το βιβλίο σας μοιάζει με ένα είδος "μωσαϊκού", όπου θίγονται θέματα κοινωνικά, ζητήματα ψυχικής υγείας, ερωτικά, υπαρξιακά, και όλα αυτά τοποθετημένα στην Ελλάδα του '70. Ο δικός σας στόχος ποιος ήταν; Να περιγράψετε μια εικόνα της Ελλάδας που έχει περάσει; Να γράψετε ένα μυθιστόρημα κοινωνικό; Να βρείτε ίσως τα ψυχολογικά αίτια πίσω από τις αντιδράσεις των ανθρώπων;

Ε.Μ. Όλα αυτά βέβαια που αναφέρετε βρίσκονται στο βιβλίο και πολύ σωστά το χαρακτηρίζετε ως μωσαϊκό. Ταιριάζει και στην δεκαετία του '70 ! Αλλά ξέρετε αυτό το περίβλημα, το περιτύλιγμα κτίστηκε σταδιακά, σχεδόν αυθόρμητα, για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, για να κλιμακώσει την πλοκή ή και να χαλαρώσει τον αναγνώστη. Όμως η βασική σκέψη ήταν να περιγράψουμε πώς μεταφέρεται το "κακό" από γενιά σε γενιά, πώς διαιωνίζεται μέσα από προσωπικά και οικογενειακά αδιέξοδα. Το ότι το μυθιστόρημα αποτυπώνει με ιδιαίτερο ρεαλιστικό τρόπο τη μετάβαση μιας αγροτικής κοινωνίας προς την αστικοποίηση της, αυτό βέβαια έθεσε το σωστό κοινωνικό πλαίσιο για να κινηθούν και οι ήρωες μας σε αυτό.

Κ. Σ. Όλα μαζί και το καθένα που θίγετε χωριστά. Και νομίζω ότι όλα αυτά ήρθαν στην επιφάνεια, δεν έχει σημασία με ποια σειρά,  θίχτηκαν δε με τον καλύτερο τρόπο στις σελίδες του βιβλίου. Βοήθησε πολύ ομολογουμένως στο εγχείρημα αυτό ο ρομαντισμός της Εύας που ταίριαξε απολύτως κι αλάφρυνε την ωμότητα των δικών μου περιγραφών. Πιστέψτε με ότι αυτό έγινε συνειδητά και οι αληθοφανείς σκηνές του δράματος, τουλάχιστον εμένα, με συγκλόνισαν σε μέγα βαθμό κατά τη διάρκεια της γραφής του. Σήμερα νιώθουμε μιαν ικανοποίηση διαπιστώνοντας ότι αυτό πέρασε στο αναγνωστικό κοινό που διάβασε τον "Φταίχτη" και το επικρότησε τελικά όπως δείχνουν οι συζητήσεις περί αυτού.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας; Και με ποιον τρόπο μπορούν να συνυπάρξουν δύο δημιουργοί σε μια τόσο …"ατομική" διαδικασία;

Ε.Μ. Δημιουργήσαμε θα έλεγα με τον Κωστή Σχιζάκη με σχετική ευκολία, τέμπο και δημιουργικό πνεύμα, τον βασικό κορμό του μυθιστορήματος, το οποίο σε δεύτερο στάδιο επιμελήθηκα και δούλεψα μόνη μου, δημιουργώντας συνδετικούς αρμούς όπου χρειάζονταν, σεβόμενη βέβαια τα κείμενα και το ύφος του Κωστή Σχιζάκη στο πλαίσιο του δυνατού. Βίωσα δηλαδή τη χαρά της πνευματικής γενναιοδωρίας και συνύπαρξης, αλλά και την αναπόφευκτη μοναχική πορεία της ενοποίησης και επεξεργασίας των κειμένων μας, πράγμα  απαραίτητο για ένα μυθιστόρημα. Μια διαδικασία που θα ήταν αδύνατο να γίνει από δύο συγγραφείς, λαμβάνοντας υπόψη μας και την θάλασσα που χώριζε τους δύο υπολογιστές μας, μιας και ο Κωστής ζει μόνιμα στην Κρήτη, ενώ εγώ πάλι την επισκέπτομαι σπάνια. 

Κ. Σ. Α ναι... Είναι απίστευτο. Ξέρετε, εγώ έχω ένα Μουσείο. Μια φωλιά στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, όπου γίνονται διάφορα μαγικά πράγματα.  Συνήθως κάνω εκθέσεις ζωγραφικής.  Ανάμεσα στους επισκέπτες των εγκαινίων της έκθεσης με τίτλο "Έρως -Ήρως", ήταν και η Εύα μαζί με την παιδική μου φίλη που τη συνόδευε. Εκεί μου συστήθηκε ως συγγραφεύς κι από κει άρχισε η γνωριμία μας κι ακολούθησε η συνεργασία. Σε ό,τι αφορά την ατομικότητα της γραφής, θα έλεγα ότι δεν εθίγη στο παραμικρό. Δεν θα μπορούσε εξάλλου. Αφενός η απόσταση κι αφετέρου ο σεβασμός βοήθησαν την κοινή προσπάθεια να σταθεί στα πόδια της. Το αποτέλεσμα το κρίνετε εσείς.

Σε ποια σημεία του βιβλίου μπορεί να "διαβάσει" κανείς την Εύα Μαθιουδάκη και σε ποια τον Κωστή Σχιζάκη;

Ε.Μ. Α, ο Κωστής συνεισέφερε σε πολλά. Κυρίως στην πλοκή, αλλά και στα πιο δύσκολα σημεία εντάσεως και κλιμάκωσης του έργου. Ο Κωστής έδωσε σημαντικές νατουραλιστικές πινελιές στο έργο, ενώ εγώ τις πλέον λυρικές. Το σημαντικό είναι ότι δέσαμε και καταφέραμε να φτάσουμε την ιστορία μας, που ξεκίνησε ως πείραμα, μέχρι το τέλος. Τον ευχαριστώ πολύ και από εδώ.

Κ. Σ. Η σωστή απάντηση είναι σε όλα. Κι αυτό το λέω μετά λόγου γνώσεως δεδομένου ότι  δε θα συνέχιζα κάτι από μόνος μου αν δεν λάμβανα το κείμενο που να προσδιορίζει την οποιαδήποτε συνέχεια του έργου από την Εύα. Ανεξαρτήτως αυτού αν θα ήθελε κάποιος να επιμείνει σε παρόμοιες διακρίσεις θα πρέπει να ξεχωρίσει το ύφος των κειμένων. Μόνον  σε αυτό μπορεί να διακρίνει κάτι. Ο ρομαντισμός, η τάση ή η ροπή αν θέλετε προς την λυρικότητα των περιγραφών, η λεπτομέρεια στην αφήγηση, είναι της Εύας. 

Πιστεύετε στον κοινωνικό ρόλο της λογοτεχνίας; Μπορούν τα βιβλία να διαμορφώσουν συνειδήσεις;

Ε.Μ. Μα βέβαια! Διάβαζα πρόσφατα την ρήση της Virginia Woolf ότι η βύθιση σε ένα λογοτεχνικό κείμενο εξαλείφει το εγώ και μας ενώνει με αιώνια δεσμά με έναν άλλο νου… Ναι, αν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες του πάθους προς το βιβλίο, τότε τα βιβλία μπορούν να διαμορφώσουν συνειδήσεις, να αλλάξουν ακόμη και την πορεία της ίδιας μας της ζωής.  

Κ. Σ. Θα μπορούσα να το πιστέψω και να το υιοθετήσω ακόμα. Πόσα και πόσα βιβλία δε σμίλεψαν τη σκέψη μας και δεν παραδειγμάτισαν πολλές μας αποφάσεις. Δεν θα επεκταθώ. Είναι τεράστιο θέμα και θα μπορούσαμε να μιλάμε επί μέρες ολόκληρες.

Τι χρειάζεται η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία; Τοποθετώντας την μέσα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό σύνολο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ικανοποιητική ποιοτικά παραγωγή;

Ε.Μ. Χρειάζεται ίσως εξωστρέφεια και μια πιο οικουμενική επιλογή της θεματολογίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού «Καινούρια μέρα», από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, που βραβεύθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματεύεται το περιθώριο: άστεγοι, μαφία, αλητεία, ναρκωτικά, νεοναζισμός. Θέματα που απασχολούν έντονα την παγκόσμια κοινότητα πέρα από τα λοιπά χαρίσματα του ίδιου του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος. Αυτό βέβαια ως παράδειγμα, αν και θεωρώ ότι παραμένουμε μια εσωστρεφής κοινωνία, ασχέτως αν η παγκοσμιοποίηση έχει τρυπώσει από την πίσω πόρτα χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί.

Κ. Σ. Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Ιδιαίτερα αν λάβει υπόψη του την σημερινή. Όχι, δεν πάει καλά. Καθόλου καλά. Δεν είναι το πλήθος των εκδόσεων, είναι το ανόητο σχεδόν των θεμάτων κι επιπροσθέτως το αδιάφορο. Ας προσθέσω και την έλλειψη γνώσεως της γραφής. Έχουν δημιουργηθεί ένα σωρό σχολές γραφής, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχω δει και κάποιο αποτέλεσμα που να με ενθουσιάσει ή έστω να πω ότι κάτι γίνεται καλύτερο. Δεν είμαι ευχαριστημένος.

Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι έχει επηρεάσει η ελληνική κρίση τη λογοτεχνία; Όχι από άποψη πωλήσεων, αλλά από άποψη παραγωγής και θεματολογίας.

Ε.Μ. Η κρίση ενίσχυσε την παραγωγή νέων βιβλίων, κυρίως διηγημάτων ή και πολύ μικρών διηγημάτων (μπονζάι), περισσότερο ως κραυγή, ως διαμαρτυρία στα τόσα δύσκολα που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια και έφερε κατά την άποψη μου στο προσκήνιο νέους και πολλά υποσχόμενους συγγραφείς. Παρολ' αυτά δεν θεωρώ ότι υπάρχει λογοτεχνία της κρίσης, υπάρχει μόνο καλή και κακή λογοτεχνία.

Κ. Σ. Πιστεύω ότι τα φαινόμενα αυτά δεν έχουν φτάσει στην επιφάνεια ακόμα. Ίσως τα δούμε στην επόμενη δεκαετία. Πρέπει να χωνευθούν αρκετά και η κρίση δεν έχει περάσει ακόμα. Πιστεύω ότι θα φτάσει στην ακμή της τα επόμενα δύο-τρία χρόνια. Δεν βλέπετε ότι ο τραπεζικός μηχανισμός  βρίσκεται πληγωμένος κι ως τρόπο επούλωσης ψάχνει στους πλειστηριασμούς να βρει γιατρειά; Δε βλέπετε τις μεθοδεύσεις που έκαναν οι προηγούμενοι κυβερνήτες κατ' εντολή τους συστήματος προκειμένου να αδρανοποιήσουν οποιαδήποτε αντίσταση κατ' αυτών επινοώντας τα ηλεκτρονικά συστήματα ώστε τα ακίνητα να αλλάζουν χέρι δίχως να καταλαβαίνει ουδείς το τι και πώς; Τώρα, όσον αφορά τους ρυθμούς των εκδόσεων, τι να σας πω… Ο χορός καλά κρατεί. Και έχει απ' όλους τους ρυθμούς η πίστα.

Σύμφωνα με έρευνες, οι Έλληνες δε διαβάζουν αρκετά! Πώς θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σας, να αλλάξει αυτό -εφόσον θα είχε νόημα να αλλάξει;

Ε.Μ. Ναι, η μαγιά των ανθρώπων που διαβάζει είναι μικρή. Ότι στην νοοτροπία μας δεν είναι το βιβλίο με την έννοια ενός paperback που επιλέγουμε μαζί με την εφημερίδα μας, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο οπισθόφυλλο, λίγο πριν μπούμε στο τρένο, το λεωφορείο ή το αεροπλάνο, αυτό είναι βέβαιο. Φυσικά η κρίση, η τεχνολογία μέσω της εύκολης πρόσβασης σε εικόνα και ήχο επιδείνωσαν αυτή την πραγματικότητα. Και μια που από το σπίτι πολλοί λίγοι θα πάρουν αυτό το μικρόβιο της ανάγνωσης, μια πρόταση θα ήταν να εισαχθεί ως σχολική δραστηριότητα η δημιουργική ανάγνωση και όχι απαραίτητα μόνο με λογοτεχνικά αναγνώσματα αλλά σε πλέον διεπιστημονική βάση όπως: ιστορία, ιστορία της τέχνης, ή και φυσική και φιλοσοφία. 

Κ. Σ. Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Θεωρώ ότι το έχεις ή δεν το έχεις.  Δεν είναι απλό να μετατραπείς σε αναγνώστη αν αυτό δεν σε ελκύει, αν δεν έχεις έφεση να το κάνεις. Υπάρχουν ευτυχώς οι φανατικοί αναγνώστες. Η φίλη μου στην Κρήτη διαβάζει ημερησίως τετρακόσιες σελίδες και τις θυμάται. Δε διαβάζει δηλαδή αφηρημένα διότι υπάρχει κι αυτό. Γονείς κυρίως και σχολείο μόνον μπορούν να διαμορφώσουν μια θετική άποψη περί του βιβλίου και γενικότερα της ανάγνωσής του.

Λογοτεχνικά σχέδια για το μέλλον;

Ε.Μ. Συνεχίζω τις μεταφράσεις κλασσικών γερμανικών ποιημάτων μιας ανθολογίας για έφηβους και προχωρώ ένα καινούριο μυθιστόρημα.

Κ. Σ. Ήδη είναι έτοιμες οι παιδικές ασθένειες και περιμένουν να λήξει ο ένας χρόνος από την κυκλοφορία του "Φταίχτη" για να πάρουν σειρά. Επίσης, βρίσκομαι στις διορθώσεις του Παλαιοπωλείου, το οποίο επίσης έχει ολοκληρωθεί δίχως να γνωρίζω πότε θα μπορέσει να δει το φως του. Ακόμα, διορθώνω μια μικρή σειρά ποιημάτων που άρχισα το περασμένο καλοκαίρι κι επεξεργάζομαι ακόμα την τελική τους μορφή. Οι στίχοι αυτοί αρχικά ήταν γραμμένοι στην ιταλική γλώσσα και συνόδευαν μια αρκετά μεγαλύτερη προσπάθεια εκ μέρους  μιας φίλης που θέλησε επίσης να συνεργαστούμε. Δυστυχώς διαφώνησα με την μεταφράστρια κι έκτοτε, απελευθερωμένος από τις απαιτήσεις της ρίμας, προχώρησα μόνος μου. Βλέπετε, είναι δύσκολο να ταιριάξεις με κάποιον στη γραφή και για τούτο είναι επίτευγμα η δημιουργία με την Εύα.

Θάνος Μικρούτσικος

«Στην μεγάλη κρίση η απάντηση είναι η τέχνη»

Συνέντευξη στη Χρυσάνθη Ιακώβου / Περιοδικό Ser-Free τ.4, Μάιος 2009

Κύριε Μικρούτσικε, διετελέσατε υπουργός πολιτισμού. Από τότε μέχρι τώρα τι έχει αλλάξει στο πολιτισμικό σκηνικό της Ελλάδας;

Έχουν δημιουργηθεί αρκετοί θεσμοί τα τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ξεκίνησαν από την δική μου εποχή, από την άλλη μεριά όμως μπορώ να πω ότι έχει βαθύνει μια κρίση σε πανευρωπαϊκή κλίμακα στον πολιτισμό και αυτό οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου ζωής των ανθρώπων. Ο κόσμος συγκεντρώνεται στις μεγάλες πόλεις, οι μεγαλουπόλεις είναι τέτοιες που χάνεται ο συνεκτικός δεσμός των ανθρώπων. Πριν από εκατό-εκατόν πενήντα χρόνια ήταν αλλιώς, στη Βιέννη, στη Φλωρεντία, στο Παρίσι μπορούσε να γίνει τέχνη επειδή οι κάτοικοι είχαν έναν συνεκτικό δεσμό μεταξύ τους. Να φανταστείτε ότι η Πάτρα τον 19ο αιώνα όχι απλά είχε υποδομές, αλλά είχε δύο όπερες, ενώ τώρα σε όλη την χώρα υπάρχει μια. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε κοινό να παρακολουθεί. Το στοιχείο αυτό τώρα έχει αρχίσει να χάνεται. Μόνο σε κάποιες μικρές περιφερειακές πόλεις εξακολουθεί έστω χαλαρά να υπάρχει. Γι’ αυτό κι εγώ όταν ήμουν υπουργός επιχείρησα μια ανάπτυξη του πολιτισμού στην περιφέρεια. Αναφέρομαι στο εθνικό πολιτιστικό δίκτυο πόλεων, για την επίτευξη του οποίου επικοινώνησα με δημάρχους και έκανα καθημερινές συσκέψεις σε περιφερειακές πόλεις της Ελλάδας προσπαθώντας να βοηθήσω στη δημιουργία κάποιου θεσμού, όπως θα ήθελε η πόλη, με στόχο την εξακόντιση της σε πανελλαδική και ενδεχομένως σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Βασιζόμουν στον συνεκτικό δεσμό και στην ύπαρξη μιας ομάδας παθιασμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό το σχέδιο δεν αφορούσε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και έγινε τελικά εφικτό σε κάποιες πόλεις, στην Καλαμάτα, στην Λάρισα, στο Ρέθυμνο, στην Κοζάνη, στη Βέροια, στην Κομοτηνή. Στις Σέρρες μάλιστα υπήρχε θετική ανταπόκριση, αλλά δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί. Ο πολιτισμός επομένως σήμερα υποχωρεί γιατί αλλάζει ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, ή γιατί ασκεί πολύ μεγάλη επιρροή η εικόνα. Είναι εξάλλου φανερό πώς διαμορφώνουν τα ΜΜΕ την συνείδηση και την προτίμηση των ανθρώπων, προς την κατεύθυνση φυσικά του lifestyle και του χαμηλού γούστου. Παράλληλα με την υποχώρηση όμως υπάρχει κι ένα αντίβαρο, ότι είναι δημιουργημένοι και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα αρκετοί θεσμοί που σε μέσο όρο λειτουργούν, όπως είναι  το Μέγαρο Μουσικής, η Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, η Όπερα, το Φεστιβάλ Αθηνών που θεωρείται από τα πέντε καλύτερα της Ευρώπης. Εγώ είχα προτείνει να υπάρχουν θεσμοί σε αρκετές πόλεις, ώστε να έχουμε ένα δίκτυο τέτοιων πραγμάτων.

Τα μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα πώς τα κρίνετε;

Πιστεύω ότι στον χώρο του τραγουδιού υπάρχουν τρεις γενιές, που κρατάνε εξήντα χρόνια και αγγίζουν τον Νεοέλληνα, άλλοτε μειοψηφικά και άλλοτε πλειοψηφικά. Και πρόκειται για ένα τεράστιο διάστημα, δεν υπάρχει μουσική σχολή στην Ευρώπη με μεγαλύτερη διάρκεια από τη δική μας. Αυτή τη στιγμή βέβαια το lifestyle και το τραγούδι το εύκολο, το τυποποιημένο, φαίνεται ότι έχουν κερδίσει την μάχη, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, στην λειτουργία έχει αλλάξει το θέμα. Μπορεί στις τηλεοράσεις να παίζουν 99 το lifestyle και 1 το άλλο, όμως στην κοινωνία δεν είναι αυτή η αναλογία. Οπότε να μην μπλέκουμε την λειτουργία με το “είναι” των πραγμάτων, γιατί είναι διαφορετικά. Και σε αυτό η απάντησή μου είναι κατευθείαν συνομιλία με τον κόσμο.

Έχετε ασχοληθεί και με πολιτικά τραγούδια. Κάποιοι έχουν την άποψη ότι η τέχνη δεν μπορεί ποτέ να είναι στρατευμένη. Εσείς τι απάντηση δίνετε σε αυτό;

Η απάντηση είναι αυτό που κρατώ σαν φυλαχτό από τον αγαπημένο μου φίλο, το δάσκαλό μου, Γιάννη Ρίτσο. Μου έλεγε «γράφε για ό, τι σε καίει, για έρωτα, για ένα πολιτικό ζήτημα, για τη μοναξιά, για ό, τι συναίσθημα σε πνίγει, γράψε. Αλλά πρόσεχε η φόρμα σου να είναι πάντα πρωτότυπη και σύγχρονη. Μόνο τότε θα το εξακοντίσεις στον χρόνο». Αυτό το κρατάω και το προσπαθώ συνεχώς, ως πρόθεση τουλάχιστον. Ως αποτέλεσμα θα δείξει. Το ζήτημα είναι να προσπαθείς να είσαι σύγχρονος, να κοιτάς προς το μέλλον, να μην μιμείσαι το παρελθόν, τότε νομιμοποιούνται όλα. Δεν θα νομιμοποιούνταν η στρατευμένη τέχνη αν επί της ουσίας μετέφερε ένα πολιτικό μήνυμα. Αν όμως πολιτικά έργα έχουν μετουσιωθεί σε τέχνη, είναι αλλιώς. Ποιος θα μπορούσε να πει κάτι για τον Λόρκα, τον Μαγιακόφσκι, το «Μέρες του '36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου; Άρα, οτιδήποτε μπορεί να είναι στρατευμένο στον αγώνα ή στον έρωτα, το θέμα όμως είναι η μετουσίωση σε ένα υψηλού επιπέδου καλλιτεχνικό γεγονός.

Ασχολείστε μεταξύ άλλων με μελοποιημένη ποίηση. Τι θέση μπορεί να έχει η ποίηση και ο καλλιτέχνης γενικά σε μια κοινωνία όπως η σημερινή;

Νομίζω ότι ο μόνος δρόμος σε μια κοινωνία σαν τη σημερινή είναι η τέχνη. Ακριβώς σε στιγμές κρίσης ο πολιτισμός και η τέχνη είναι δρόμος. Και αυτό που φωτίζει αυτόν τον δρόμο είναι η μεγάλη ποίηση. Δηλαδή δεν μπορεί να μην καθοδηγηθούμε από τον Καβάφη, από τον Ρίτσο, από τον Ρεμπώ, σε μια εποχή κρίσης αξιών ή οικονομίας. Τότε είναι που μας χρειάζονται αυτά. Στην μεγάλη κρίση η απάντηση είναι η τέχνη. Γιατί αυτή βοηθάει την ανάπτυξη ενός ανθρώπου, είναι το χνάρι ενός ανθρώπου και η ζώσα ιστορία του. Και δεν το λέω επειδή είμαι καλλιτέχνης, το λέω επειδή είμαι σκεπτόμενος άνθρωπος.

Τι είναι αυτό που έχει δημιουργήσει αυτήν την γενικότερη κρίση στην Ελλάδα και ποια είναι η απάντηση για την έξοδο από αυτήν;

Νομίζω ότι αυτός ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός μιας τέτοιας κοινωνίας, όπου αναπαράγονται αξίες του Εγώ και του Υπερεγώ έναντι του συλλογικού Εμείς, όπου τα πάντα είναι το άγριο κυνήγι του χρήματος από το οποίο προέκυψε και η οικονομική κρίση, όπου όλες οι αξίες του ανθρωπισμού και του ουμανισμού έχουν υποχωρήσει, είναι οι αιτίες αυτής της βαρβαρότητας που ζούμε. Παράλληλα με τη βαρβαρότητα που αφορά στον πόλεμο στο Ιράκ ή στη Γιουγκοσλαβία, υπάρχει και η καθημερινή που βιώνουμε, αυτή η εκτόξευση του χυδαίου από το πρωί μέχρι το βράδυ. Και μπορεί η τηλεόραση να μην διαμορφώνει συνειδήσεις σε ανθρώπους που έχουν πάρει ισχυρές βάσεις, αλλά διαμορφώνει την συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό που θα πρέπει να γίνει είναι ο καθένας από εμάς να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια νησίδα αναπνοής. Κι αν αυτό το κάνουμε όλοι όσοι συνειδητοποιούμε πώς έχει η κατάσταση, τότε οι νησίδες αυτές μπορεί να ενωθούν και αρκετοί άνθρωποι να αναπνέουμε ελεύθερα. Κι όταν αναπνέουμε ελεύθερα πολλοί, τότε μπορεί και να αλλάξει η κατάσταση.

 

Κατερίνα Καριζώνη

"Η συγγραφή είναι ο μόνος τρόπος ζωής που γνωρίζω"

Η Κατερίνα Καριζώνη μιλάει στο vakxikon.gr για το βιβλίο της "Το λυκόφως του Αιγαίου" (Εκδόσεις Καστανιώτη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα, για τη λογοτεχνία του σήμερα και για το χρέος των συγγραφέων απέναντι στην κοινωνία.

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου

Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο, "Το λυκόφως του Αιγαίου".

"Το λυκόφως του Αιγαίου" είναι ένα μυθιστόρημα για την πειρατεία στο Αιγαίο τον 17ο αιώνα. Αναφέρεται σε προσωπικότητες μεγάλων πειρατών που έδρασαν στο Αρχιπέλαγος,  καθώς και σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, χωρίς να λείπει όμως η μυθοπλασία. Αφηγείται τις μάχες των πειρατών, τα ρεσάλτα στα πλοία και στα νησιά, τους έρωτές τους, τις μεταξύ τους συμμαχίες, τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη θάλασσα, τα ήθη και τα έθιμα και τις δοξασίες των νησιωτικών πληθυσμών. Το μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα μιας μακράς έρευνας που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια και μου έδωσε και άλλα τέσσερα βιβλία με σχετικό θέμα: «Το μεγάλο Αλγέρι», τον «Μονόφθαλμο κι άλλες πειρατικές ιστορίες», «Τον χάρτη των ονείρων», ένα μυθιστόρημα για τον Μπαρμπαρόσα και ένα λεύκωμα για την μανιάτικη πειρατεία. Το ζήτημα της πειρατείας είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Η πειρατεία δεν ήταν μια απλή επιχείρηση αρπαγής εχθρικού πλοίου και φορτίου. Αποτελούσε ένα οργανωμένο σύστημα αναδιανομής του πλούτου που περνούσε απ' τους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους του Αιγαίου, σύστημα στο οποίο επένδυαν τα κεφάλαιά τους επιχειρήσεις, ιπποτικά τάγματα, βασιλιάδες, Εκκλησίες και ολόκληρα κράτη. Υπήρχαν νόμοι της θάλασσας, λειοδικεία, δικαστήρια, άδειες πειρατείας και πλεύσης, σημαίες και κανόνες. Ταυτόχρονα, η πειρατεία αποτελούσε κι έναν διαρκή πόλεμο στη θάλασσα ανάμεσα στις θρησκείες, τις ιδεολογίες και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Αυτό ήταν το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έδρασαν και οι Έλληνες πειρατές. Συνεργάστηκαν με τους δυτικούς και κυρίους τους Μαλτέζους εναντίον των Οθωμανών και των Μπαρμπαρέζων κι έγραψαν Ιστορία στη θάλασσα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι μαζί με τις καταδρομές που πραγματοποιούσαν, υποστήριζαν τα απελευθερωτικά κινήματα των κατοίκων των νησιών, κάποια νησιά μάλιστα, όπως την Μήλο την απελευθέρωσαν από τους Τούρκους για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η εξοικείωσή τους με τη θάλασσα και τον ναυτικό πόλεμο και η ελευθερία που απολάμβαναν μέσα απ' την πειρατική τους δραστηριότητα τους έκανε ετοιμοπόλεμους και αξιόμαχους και τους μετέτρεψε με τα χρόνια σε οπλαρχηγούς της Επανάστασης του '21. Οι Έλληνες πειρατές του Αιγαίου αποτέλεσαν τους Κλέφτες και τους Αρματολούς της θάλασσας στα πρώιμα επαναστατικά χρόνια. Το φαινόμενο της ελληνικής πειρατείας λοιπόν είναι άρρηκτα δεμένο με την αντίσταση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς, γι' αυτό και κάποιοι απ' αυτούς πέρασαν στο θρύλο και στα δημοτικά τραγούδια και έγιναν λαϊκοί ήρωες, όπως ο Ιωάννης Κάψης, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου μου. Βέβαια μέσα στο μυθιστόρημα δεν αγιοποιούνται οι πειρατές, ούτε αποκρύπτονται οι βιαιοπραγίες τους. Φωτίζεται όμως η πραγματική εικόνα τους που ήταν ως τώρα θολή και παρεξηγημένη.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με ένα τόσο ιδιαίτερο και απαιτητικό θέμα;

Γράφοντας το μυθιστόρημα «Μεγάλο Αλγέρι», που ήταν η ιστορία της βεντέτας της οικογένειάς μου στη Μάνη, ανακάλυψα ότι οι Μανιάτες ήταν επαγγελματίες πειρατές. Στη δημοτική βιβλιοθήκη της Αρεόπολης την ίδια εποχή βρήκα τυχαία ένα βιβλίο που λεγόταν «Κουρσάροι του Αιγαίου», ήταν γραμμένο στη δεκαετία του '50 και κανείς δεν το είχε ποτέ δανειστεί. Τα φύλλα του ήταν άκοπα και σκονισμένα. Το πήρα λοιπόν, από περιέργεια, το διάβασα και το φωτοτύπησα. Από εκείνη τη μοιραία στιγμή με πήραν οι πειρατές μαζί τους στα καράβια τους και ανοίξαμε πανιά για την Ιστορία. Τότε κατάλαβα πόσο διαστρεβλωμένη εικόνα είχαμε για τους πειρατές, καθώς οι μεν ιστορικοί αποσιωπούσαν το θέμα, οι δε ταινίες μάς έδιναν μια ψεύτικη εικόνα της πειρατείας σύμφωνα με τα αμερικάνικα πρότυπα.

Έχετε ασχοληθεί με πολλά είδη της λογοτεχνίας: μυθιστόρημα, ποίηση, παιδικό βιβλίο. Σε ποιο από αυτά τα είδη αισθάνεστε να κινείστε πιο άνετα και ποιο είναι το πιο απαιτητικό από αυτά;

Το πιο απαιτητικό είναι το μυθιστόρημα, γιατί είναι αφήγημα μεγάλης έκτασης, έχει χαρακτήρες και πλοκή που πρέπει να την παρακολουθείς αυστηρά. Το μυθιστόρημα, απ' την άλλη μεριά, τουλάχιστον αυτό που γράφω εγώ, περιέχει και την ποίηση και το παραμύθι. Βέβαια κανένα είδος δεν είναι εύκολο αν θέλεις να ασχοληθείς σοβαρά μαζί του. Ούτε είναι τόσο απλό να γράψεις παραμύθια. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη ικανότητα να κάνεις την υπέρβαση της λογικής να πλοηγηθείς στο όνειρο και να πεις μια ιστορία που βγάζει νόημα. Δηλαδή να διαχειριστείς το όνειρο με λογικό τρόπο. Το ίδιο η ποίηση. Πρέπει να μετουσιώσεις τις λέξεις σε σύμβολα και να περάσεις ένα μήνυμα κατανοητό στον αναγνώστη. Κι αυτό δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Η ποίηση ωστόσο ήταν και είναι πάντα η αγαπημένη μου ασχολία. Γράφω από παιδί ποιήματα και με τα χρόνια πέρασα και στην πεζογραφία.

Υπάρχουν συγγραφικά απωθημένα; Τι είναι αυτό που δεν έχετε γράψει ακόμα;

Ένα θεατρικό έργο. Αυτό δεν έχω γράψει ποτέ, αν και κάποια παιδικά μου βιβλία έγιναν θεατρικά. Θέλω κάποια στιγμή να γράψω κι ένα θεατρικό.

Γράφετε πολλά χρόνια. Τι έχει αλλάξει στο λογοτεχνικό τοπίο της Ελλάδας από τότε που ξεκινήσατε;

Όταν άρχισα να γράφω υπήρχαν κάποια πρότυπα που δεν μπορούσες να τα αμφισβητήσεις. Σήμερα όλα κρίνονται απ' την αρχή κι αυτό είναι καλό. Η λογοτεχνία προχωράει. Κατά την άποψή μου πρέπει να συναντηθεί και με άλλα γνωστικά πεδία, να δανειστεί εκφραστικούς τρόπους από αλλού και να εμπλουτιστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι κέρδισε έδαφος το ιστορικό μυθιστόρημα στις μέρες μας, η μαθηματική λογοτεχνία και άλλα είδη που μας έρχονται συχνά από το εξωτερικό. Υπάρχει ένας πλουραλισμός στη λογοτεχνία, γράφονται καλά βιβλία στην Ελλάδα και μάλιστα από νέους συγγραφείς.

Τι χρέος έχει ο συγγραφέας απέναντι στο κοινό του; Σκοπός ενός βιβλίου πρέπει να είναι η ψυχαγωγία ή η διαμόρφωση συνειδήσεων;

Είναι και τα δύο. Για μένα όταν μπορεί ένα βιβλίο να διαμορφώσει συνειδήσεις ή να φωτίσει κάποιες σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας και της ζωής ακόμα, είναι ένα ωφέλιμο βιβλίο. Μου αρέσει επίσης να μαθαίνω πράγματα από ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι σαν τα καινούργια παράθυρα που σου ανοίγονται στον κόσμο.

Τι είναι αυτό που επιδιώκετε να εκφράσετε μέσω της συγγραφής; Υπάρχει κάποια κεντρική ιδέα στο πίσω μέρος του μυαλού σας που να εκφράζεται διαφοροποιημένη σε κάθε σας βιβλίο;

Υπάρχει μια κεντρική ιδέα πάντα πριν αρχίσεις να γράφεις ένα βιβλίο. Κατά μία άποψη γράφουμε σ' όλη τη ζωή μας το ίδιο βιβλίο. Εγώ νομίζω όμως ότι κάθε βιβλίο είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, ακόμα και όταν μιλάει για όμοια πράγματα. Υπάρχουν βέβαια και οι συγγραφικές εμμονές που στοιχειώνουν όλους τους συγγραφείς. Είναι ευθύνη του κάθε συγγραφέα να βρει έναν τρόπο να μην επαναλαμβάνεται. Εγώ τι επιδιώκω με την συγγραφή; Για μένα είναι ο μόνος τρόπος ζωής που γνωρίζω.

Σχέδια για το μέλλον; Τι άλλο ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό;

Έχω σχέδια για ένα μυθιστόρημα, αλλά αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δυο θέματα και δεν έχω καταλήξει ακόμα.

Μισέλ Φάις

"Έμπνευση είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο, κάτι λησμονημένο"

 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

 

Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο, "Όπως ποτέ", που κυκλοφορεί απο τις Εκδόσεις Πατάκη.

Εν πρώτοις, κλείνει την τελευταία τριλογία μου. Ταυτόχρονα, είναι ένα βιβλίο μιας χωροταξικής μετατόπισης: από το τελετουργικό δωμάτιο της ψυχανάλυσης («Από το πουθενά», 2015), στο δυστοπικό γκρι στούντιο («Lady Cortisol», 2016) και στο κλειστοφοβικό λαγούμι του εαυτού («Όπως ποτέ», 2019).  Επίσης, το “Όπως ποτέ” είναι ένα βιβλίο, όπως τα περισσότερα βιβλία μου, που επιβεβαιώνει ότι το πώς λες μια ιστορία σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και το τι λέει μια ιστορία, αλλά και γιατί την λες. Ακόμη, το “Όπως ποτέ” επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας του έλκεται περισσότερο από την πρόζα της ποίησης, της φιλοσοφίας, της φωτογραφίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της πολεοδομίας, της μουσικής, ιδίως αυτής, κι ολοένα λιγότερο από την πρόζα της λογοτεχνίας.

Επί του πρακτέου, όμως, το “Όπως ποτέ” μιλάει για ένα κλονισμένο άντρα, μια αινιγματική γυναίκα (τους γονείς του αφηγητή; το αρχετυπικό κι έκπτωτο άρρεν και θήλυ; το άρρεν και το θήλυ εντός του αφηγητή; τη Γραφή και την Πραγματικότητα;) κι ένα δυσοίωνο πλήθος που κινείται ανάμεσα τους άλλοτε πανικόβλητα, άλλοτε ληθαργικά κι άλλοτε φαρσικά (παρ’  ολίγον να πω: φαϊσικά). Το "Όπως ποτέ” είναι βιβλίο που λογοδοτεί στο βλέμμα και στο άγγιγμα του ονείρου, εξού και είναι τόσο ρευστό, μεθοριακό, θρυμματισμένο, κρυπτικό. Κατά βάθος, ένα βιβλίο πτώσης (αυτό, εξάλλου, μαρτυρεί και η ασπρόμαυρη σκάλα του  εξωφύλλου)―πτώση: από το νόημα, από τον εαυτό, από τη μνήμη, από τις οικειότητες, από τις λέξεις. Σαν να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις ταυτόχρονα μια σκάλα (σαν αυτή του εξωφύλλου που εκτός από τη σκάλα του ιατρείου του πατέρα μου στην Κομοτηνή παραπέμπει και στη σκάλα του ονείρου του Ιακώβ) εξού και ο υπότιτλος:  Κωμωδία της κούρασης.

Τι μεσολαβεί από το ένα βιβλίο στο άλλο;

Η ασυνεχής ροή ανάμεσα στα κεφάλαια της αφηγημένης ζωής. Επειδή, ως γνωστόν, η ζωή δεν ζει, η αφήγηση δεν αφηγείται.

Τι αίσθηση σας αφήνει η ολοκλήρωση του κάθε βιβλίου και πώς συναντάτε την έμπνευση για το επόμενο;

Άλλοτε κάτι από ανακούφιση, άλλοτε κάτι από ανία, άλλοτε κάτι από πένθος, άλλοτε κάτι από κωμωδία. Έμπνευση, αν υπάρχει, είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο και απροσδιόριστο, κάτι λησμονημένο, εμποδισμένο ή παραγκωνισμένο, κάτι που ζητάει να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, κάτι που δεν αντέχει να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι.

Ποια είναι μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας; Να βελτιωθεί από βιβλίο σε βιβλίο; Να καταφέρει να δημιουργήσει έναν σταθερό δεσμό με τον αναγνώστη; Να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα;

Στην κρούστα κάποιες από αυτές τις αιτίες. Στο βάθος να αντέξει στις εφήμερες πιέσεις του βιοπορισμού, αλλά και τις μετατοπίσεις ή τις ρωγμές του μέσα χρόνου ώστε να εξασφαλίσει χρόνο, συμπαγή και ατεμάχιστο, για να δοκιμαστεί, πάλι και πάλι, με τους οικείους δαίμονες της μνήμης, της γλώσσας, της επιθυμίας για γραφή.

Εδώ και πολλά χρόνια διδάσκετε δημιουργική γραφή. Σε πόσο μεγάλο βαθμό, αλήθεια, μπορεί να διδαχθεί η τέχνη της γραφής;

Το έχω ξαναπεί. To επαναλαμβάνω. Το αν διδάσκεται ή όχι η γραφή (λογοτεχνική, θεατρική, δοκιμιακή κτλ) δεν με απασχόλησε ποτέ. Αντιθέτως, αυτό που με απασχόλησε και με απασχολεί μέχρι σήμερα, όταν μπαίνω σε μια τάξη δημιουργικής γραφής, είναι η διαθεσιμότητα όλων αυτών που καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι, γύρω από βιβλία, από κείμενα, από ασκήσεις. Αυτό με καίει, αυτό είναι το κρίσιμο: το αναγνωστικό, αφηγηματικό, το ψυχικό τους άνοιγμα. Είναι διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κάποιους κινδύνους; Να αποχαιρετήσουν κάποιες βεβαιότητες; Να δεχτούν την αφηγηματική περιπέτεια, ταυτόχρονα, ως περιπέτεια της αφήγησης και ως περιπέτεια του εαυτού; Και η απάντηση, φυσικά, έρχεται πάντα από τα βιβλία, τις διακρίσεις και τις λογοτεχνικές συντροφιές που αναφύονται και εξαπλώνονται μέσα από τις συναντήσεις δημιουργικής γραφής που εμπλέκομαι εδώ και χρόνια, από τα χρόνια του ΕΚΕΜΕΛ και του ΕΚΕΒΙ μέχρι σήμερα στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

Από την εμπειρία της συναναστροφής σας με επίδοξους συγγραφείς, τι να περιμένουμε από τη λογοτεχνική γενιά του αύριο;

Ό,τι περιμέναμε και από τη γενιά του χθες, ό,τι περιμένουμε από τη γενιά του σήμερα: απαιτητικότερα και πιο ιδιοσυγκρασιακά βιβλία. Βιβλία που βάζουν στην άκρη την αυτοεικόνα τους, αν θα αρέσουν, αν θα προκαλέσουν, αν θα πουλήσουν και άλλα ηχηρά παρόμοια. Βιβλία που βάζουν στοιχήματα με το παρελθόν τους και το μέλλον τους κι όχι περιοριστικά με το εφήμερο παρόν τους.

Σύμφωνα με έρευνες, οι μισοί Έλληνες δε διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο και οι άλλοι μισοί διαβάζουν ελάχιστα. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, αυτό; Θα μπορούσε να αλλάξει;

Μακρά και μάλλον ατελέσφορη κουβέντα. Γενικώς είμαστε λαός αυτοσχέδιος, θορυβώδης και απρογραμμάτιστος. Έτσι μάθαμε, έτσι μας έμαθαν. Από τη μια το ένδοξο ή ηρωικό παρελθόν μας, από την άλλη η μεταπολιτευτική μας ραστώνη. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η οικονομική δυσανεξία βύθισε στην κατάθλιψη όλον αυτόν τον καταστατικό μας διχασμό. Πάντως τώρα είναι πιο καθαρά, πιο τίμια τα πράγματα: οι αναγνώστες αγοράζουν τα βιβλία που θα διαβάσουν κι όχι τα βιβλία που φαντασιώνονται ότι θα διαβάσουν, χωρίς να τα διαβάζουν εντέλει. Το αν, πότε και πώς θα αλλάξει αυτή η κατάσταση… Υπάρχουν πιο αρμόδια χείλη να αποφανθούν περί αυτού. Προσωπικά, όσον με αφορά, στους μαθητές μου επιμένω πως άβιβλος συγγραφέας δεν νοείται.

Σε πόσο μεγάλο βαθμό καταφέρνετε σε κάθε βιβλίο να εκφράσετε αυτά που θα θέλατε; Υπάρχει ταύτιση μεταξύ πρόθεσης και αποτελέσματος;

Γράφω σ' ένα σημείο στο “Όπως ποτέ”: 

Όταν λες μια ιστορία… Ναι… Λέω, όταν λες μια ιστορία, τι λες; Λέω αυτό που συνέβη. Μόνο; Αυτό που συνέβη από τη σκοπιά μου… Μόνο; Κάποιες φορές κι αυτό που ήθελα να συμβεί ή κι αυτό που δεν ήθελα να συμβεί. Αυτό γιατί το κάνεις; Για να κάνω την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα. Μόνο; Χωρίς αιχμές. Να τη στρογγυλέψω. Πιο ανακουφιστική. Για ποιον; Συνήθως για μένα. Τροποποιείς τα δεδομένα, παραλλάσσεις το πλαίσιο, μετατοπίζεις χρόνους και χώρους, μασκαρεύεις πρόσωπα και συμβάντα, αναλόγως σε ποιον λες την ιστορία; Παλαιότερα. Τώρα; Τώρα προσπαθώ να είμαι όσο πιο ακριβής γίνεται. Ακριβής ή αληθινός; Ακριβής. Μεγαλύτερη αλήθεια από την ακρίβεια δεν υπάρχει. Η ακρίβεια έχει κάτι το απόλυτο. Δηλαδή; Κάτι το άυλα απτό. Μάλιστα… Σκέψου, μια καρέκλα. Στέρεη και αναπαυτική. Τη σκέφτεσαι; Την καρέκλα; Αυτή η καρέκλα δεν υπάρχει. Δεν… Αυτή η καρέκλα βγαίνει από κάποιο όνειρο ή από το επέκεινα. Μάλιστα… Η ακρίβεια, λοιπόν, έχει την τεχνική, τη δύναμη, πες το όπως θες, να αποσπά αυτή την καρέκλα από την αχλή ή το άδηλο. Κι όχι μόνο. Να τη φέρνει στον χώρο σου. Να την εμφανίζει μπροστά σου. Πιο πραγματική από την πραγματική. Κατανοητό; Κι όχι μόνο να τη φέρνει σπίτι σου, στο δωμάτιό σου, αλλά να μπορείς, αν θες, αν δεν φοβάσαι, να καθίσεις. Στην καρέκλα από το όνειρο; Ή από το επέκεινα. Να καθίσεις και να διαβάσεις την εφημερίδα σου ή να πιεις το τσάι σου. Ακόμη και να πάρεις έναν υπνάκο μπορείς. Τι να πω… Ό,τι θέλεις… Τι μεσολάβησε, τι άλλαξε από παλιά; Τι εννοείς; Τι σε οδήγησε, τι σε έσπρωξε με τον καιρό, πώς να το πω, στην αγκαλιά της ακρίβειας, στα θέλγητρά της. Πρώτον, το πες πες πολλών ιστοριών. Δεύτερον, οι αντοχές μου. Δεν καταλαβαίνω. Δεν είναι περίπλοκο. Η μειωμένη πλέον συγκέντρωση του ακροατή, η παραδοπιστία των λέξεων, αλλά, κυρίως, η επιθυμία μου να αφηγηθώ κάτι που ενδεχομένως είναι άτεχνο ή ανιαρό, βρίσκεται όμως όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτό που ακριβώς έζησα. Και τα καταφέρνεις; Με πολλή προσπάθεια. Υπάρχουν κάποια τρικ γι’ αυτό; Μπορούμε να τα πούμε κι έτσι… Παράδειγμα; Ότι λέω, αφηγούμαι την τελευταία ιστορία στον κόσμο, την τελευταία ιστορία που μου αναλογεί, κι ότι, αν αποκλίνω από την πραγματική της αίσθηση, θα μου συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό που, έτσι κι αλλιώς, πρόκειται να μου συμβεί. Με άλλα λόγια, μου λες ότι η πραγματική αίσθηση μιας ιστορίας μπορεί να σώσει εσένα, την ιστορία κι αυτόν που σε ακούει; Δεν ξέρω, μπορεί. Λες μια ιστορία για τον εαυτό σου, για τον άλλο ή για την ίδια την ιστορία; Μπορεί και για την ιστορία των ιστοριών. Για την αφανισμένη φάρα των ιστοριών”.

Κάπως, έτσι, λοιπόν.

Σχέδια για το μέλλον; Με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό και τι άλλο ετοιμάζετε;

Ασχολούμαι με τον σχεδόν δίχρονο γιό μου. Το πιο φωτεινό, το πιο ανεξάντλητο, το πιο βαθύ κείμενο της ζωής μου. Παρεμπιπτόντως, αυτός που γράφει κι όταν δεν γράφει γράφει. Οψόμεθα, λοιπόν…