Αλκίνοος Ιωαννίδης

Σε ποιο σημείο της καριέρας σας βρίσκεστε; Αισθάνεστε ικανοποιημένος, υπάρχουν πράγματα που δεν κάνατε ακόμα, κάποια απωθημένα ίσως;

Απωθημένα δεν έχω γενικώς, προσπαθώ πάντα να κάνω τα πράγματα που έχω ανάγκη. Ασχολούμαι με πολλά διαφορετικά πράγματα στο χώρο της μουσικής, όχι μόνο με το τραγούδι, που είναι βέβαια και ο κύριος όγκος της δουλειάς και ο τρόπος που με ξέρει ο κόσμος, και πάντα προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος. Όσον αφορά στην καριέρα…. Ποτέ δεν κατάλαβα ότι κάνω καριέρα αλήθεια, δεν το βλέπω έτσι. Απλά άλλες φορές βαλτώνεις, άλλες φορές προχωράς αλματωδώς, κι άλλες φορές κάνεις μια ησυχία και μαζεύεσαι και ίσως αυτή είναι και η πιο δημιουργική περίοδος.

Είστε ένας από τους πιο αγαπητούς τραγουδιστές και τα δικά σας τραγούδια ειδικά αγγίζουν πολύ βαθιά τον κόσμο. Αυτό πώς σας κάνει να αισθάνεστε;

Όταν βλέπω ο κόσμος να αγαπάει τα τραγούδια μου αισθάνομαι μεγάλη χαρά, όπως όταν ένας γονιός βλέπει να αγαπούν το παιδί του και χαίρεται. Αλλά από την άλλη, όταν ηχογραφείς ένα τραγούδι και εκδοθεί, δεν αισθάνεσαι και τόσο πατέρας, έχει πια ελευθερωθεί, έχει ζωή από μόνο του.

Αυτό ακριβώς το έχει πει και ο Σεφέρης, ότι μόλις εκδόσεις ένα ποίημα, δεν είναι δικό σου πια, ανήκει στο κοινό.

Πράγματι, ένα τραγούδι ανήκει σε όσους το αγαπάνε και με αυτήν την έννοια εγώ θεωρώ δικά μου και τραγούδια που δεν έγραψα ο ίδιος.

Πρέπει να είστε άνθρωπος που δεν τα πάτε πολύ καλά με την δημοσιότητα, είστε αποτραβηγμένος και εμφανίζεστε επιλεκτικά.

Όλα αυτά είναι σχετικά. Με ενοχλούσε πάντα η έννοια του δημοσίου προσώπου, μου θυμίζει το ελληνικό δημόσιο, τα δημόσια ουρητήρια... Δεν αισθάνομαι όμως αποτραβηγμένος, εφόσον είμαι ένας άνθρωπος που δίνει τέσσερις-πέντε συνεντεύξεις το χρόνο. Απλά καλό είναι να βγαίνεις όταν έχεις να πεις κάτι καινούργιο. Αν όμως κάποιοι υπερβάλλουν και είναι κάθε μέρα στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Αλλά αποτραβηγμένος είναι αυτός που έχει μεγάλο έργο και δεν βγαίνει ποτέ να μιλήσει για αυτό. Εμείς όλοι που έχουμε φανερώσει στον κόσμο ένα μέτριο όγκο δουλειάς και βγαίνουμε και μιλάμε για αυτό, δεν θα πρέπει να θεωρούμαστε ιδιαίτερα συνεσταλμένοι!

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που υπάρχουν reality, γρήγορη και παροδική επιτυχία, σκυλάδικα, πόσος χώρος υπάρχει για αληθινή τέχνη;

Υπάρχει αληθινή τέχνη, υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που γίνονται σε όλους τους τομείς και σε όλες τις τέχνες. Το τραγούδι τυγχάνει μιας διαχείρισης προνομιακής και οι τραγουδιστές ακόμη περισσότερο, και υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά. Το αν είναι γνωστοί ή όχι στο κοινό αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Δηλαδή είστε ικανοποιημένος από τα μουσικά δρώμενα της Ελλάδας;

Δεν μου λείπουν πολλά πράγματα, αλλά είμαι ανικανοποίητος γενικά από την αισθητική της χώρας μας. Δεν μπορώ να το ταυτίσω αυτό με τις τέχνες αποκλειστικά, έχει να κάνει, παραδείγματος χάριν, και με την αρχιτεκτονική μας. Για παράδειγμα, στις πόλεις βλέπεις τις γνωστές άθλιες πολυκατοικίες, τα πάντα φτιαγμένα από μπετόν, χωρίς καμία αισθητική, αυτό με πειράζει. Και ειδικά όταν είσαι άνθρωπος που ταξιδεύεις στο εξωτερικό και βλέπεις ότι άλλοι έχουν γενικότερα μια καλύτερη αισθητική –ανεξαρτήτως από την προσωπική αισθητική του κάθε ατόμου. Αυτό μου λείπει, και αυτή η έλλειψη αισθητικής υπάρχει πλέον και στην πολιτική, στα ΜΜΕ, στον τρόπο που μιλάμε ο ένας στον άλλον, στον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, στον τρόπο που σπαταλάμε τον χρόνο μας, υπάρχει παντού, άρα και στις τέχνες, με φωτεινές βέβαια πάντα εξαιρέσεις.

Τι σημαίνει για εσάς επιτυχία; Ένας δίσκος που κάνει πωλήσεις, ένα live με πολλά άτομα, ο γάμος σας, οι κόρες σας;

Επιτυχία κατά τη γνώμη μου είναι το να είναι ο άνθρωπος σύμφωνος με τον εαυτό του ή να παλεύει να συμφωνήσει. Από εκεί και πέρα, μεμονωμένες επιτυχίες υπάρχουν. Εξαρτάται όμως πάντα ποιες είναι οι αναφορές και ποιοι οι στόχοι σου.

Μέχρι στιγμής είστε μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης. Φοβάστε ποτέ μήπως η έμπνευση αυτή σταματήσει;

Μου συμβαίνει συνέχεια, οπότε δεν το φοβάμαι. Όποτε δεν δώσω την ευκαιρία στον εαυτό μου να είμαι ανοιχτός, δεν είμαι και δημιουργικός. Πολλές φορές δίνω περισσότερη σημασία σε πράγματα εκτός της μουσικής και ξέρω ότι τότε το παράθυρο της έμπνευσης είναι κλειστό. Μου λείπει όταν συμβαίνει για πολύ καιρό, και έχω γράψει και τραγούδια πάνω σε αυτό, για παράδειγμα «γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω».

Αναφέρεστε στην έμπνευση; Γιατί τα περισσότερα τραγούδια σας δίνουν την εντύπωση ότι είναι καθαρά ερωτικά.

Ποτέ δεν έχω γράψει τραγούδι για έναν άνθρωπο, δηλαδή να μου λείπει μια κοπέλα και να γράψω ένα τραγούδι. Τα περισσότερα είναι υπαρξιακά, μιλούν για αυτήν την έλλειψη συμφωνίας με τον εαυτό μας, άρα και της συμφωνίας με τους άλλους ανθρώπους και με το σύμπαν ολόκληρο. Δεν είναι εγωιστικό να είσαι σύμφωνος με τον εαυτό σου, είναι η προϋπόθεση για να λειτουργήσεις σωστά απέναντι στους άλλους.

Το πολιτικό τραγούδι θα σας ενδιέφερε;

Πολλά τραγούδια που έχω γράψει και εγώ και άλλοι τα θεωρώ πολιτικά, με τρόπο όμως ουσιαστικότερο, χωρίς να φωνάζουν, χωρίς να πετάνε συνθήματα, χωρίς να είναι με τη γροθιά σηκωμένη, καταφέρνουν να δημιουργήσουν ακροατές με ανοιχτή ψυχή και με ανοιχτό μυαλό, που σκέφτονται και αντιλαμβάνονται τον κόσμο με έναν τρόπο που μπορεί να γίνει καθοριστικός για την αλλαγή αυτού του κόσμου, αν υπάρξει ποτέ αυτή η αλλαγή που όλοι ονειρευόμαστε. Οπότε θεωρώ ότι το πολιτικό είναι ένα τραγούδι που μπορεί να κρατήσει τις κεραίες του ακροατή ανοιχτές, ανεξάρτητα αν μιλάει ξεκάθαρα για τα θέματα τα οποία πραγματεύεται.

Τι υπάρχει από την δική σας ψυχή μέσα σε κάθε τραγούδι;

Αυτό δεν μπορώ να το πω. Δεν έχω ιδέα. Το τραγούδι είναι ένας κόσμος ολόκληρος και το σίγουρο είναι ότι τον έχω κατοικήσει αφού το έγραψα, αλλά δεν είναι και σίγουρο ότι βρίσκομαι ολοκληρωτικά εκεί. Δεν γνωρίζουμε ολόκληρο τον εαυτό μας και δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις ποιο μέρος σου είναι μέσα στο τραγούδι και ποιο απ’ έξω!

Ιανουάριος 2009, Εφημερίδα Σερραϊκόν Θάρρος  

Γεράσιμος Σκιαδαρέσης

«Δεν είμαι ο τύπος που χαίρεται τη δημοσιότητα»

Πριν συναντήσω τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση ήξερα περίπου τι να περιμένω. Τον είχα παρακολουθήσει σε πολλές συνεντεύξεις: σοβαρός, μετρημένος, να λέει ότι η δημοσιότητα δεν είναι και το καλύτερο του… Τον συνάντησα ένα βράδυ στο θέατρο, κανένα μισάωρο πριν ανεβεί στη σκηνή, με το μακιγιάζ μισοτελειωμένο στο πρόσωπο και με μια ευχάριστη βαβούρα να πλανιέται στο χώρο. Κόντρα σε αυτά η ευγένεια του –τόσο έντονη που μου έκανε εντύπωση. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα και αρχίσαμε να μιλάμε σοβαρά και χαμηλόφωνα. Ήταν τόση η ηρεμία στην κουβέντα μας που ξέχασα μέχρι και να περάσω από τον πληθυντικό στον ενικό αριθμό.

Τις Σέρρες τις βρίσκει υπέροχες. Έτσι ξεκινήσαμε.

«Μου αρέσουν οι άνθρωποι, το φαγητό, η νυχτερινή ζωή, η φύση γύρω από την πόλη… Ό,τι έχω δει μου αρέσει».

Ο ίδιος είναι από την Πάτρα, μένει εκτός κέντρου Αθηνών και είναι άνθρωπος της φύσης –όλα αυτά τα μαθαίνω σε δευτερόλεπτα, καθώς αυθόρμητα τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις. Περιμένω να ακούσω ότι θα έμενε πρόθυμα και στην επαρχία.

«Άνετα, άνετα, αν μου το επέτρεπε η δουλειά μου. Τώρα δε μου το επιτρέπει».

Πόσο ευέλικτος! Θα άλλαζε, λέει, και δουλειά και δε θα είχε πρόβλημα να κάνει οποιαδήποτε.

«Δε θα τις αγαπούσα βέβαια όλες. Αν πουλούσα καρέκλες, για παράδειγμα, δε θα με γέμιζε, αλλά ασφαλώς και θα το έκανα προκειμένου να ζήσω. Οι δουλειές που αγαπώ είναι φυσικά το θέατρο και κάποιες άλλες ασχολίες που έχω ως χόμπι, όπως η κηπουρική».

Ευθύς, κατασταλαγμένος, μιλά τόσο απλά και ουσιαστικά. Η φωνή του παίρνει μια πιο ζωηρή χροιά μόλις η κουβέντα μας έρχεται στα επαγγελματικά του.

«Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό. Και που κάνω τη δουλειά που αγαπώ και που έχω ακόμα δουλειά».

Μου αρέσει η αίσθηση αυτή του βαθύτατα ικανοποιημένου ατόμου που βγάζει, αλλά σε εκείνο το σημείο γυρνώ και τον κοιτάζω πλάγια: μπορούμε να κάνουμε τόσο ιδανικά τη δουλειά που μας αρέσει χωρίς να βάζουμε νερό στο κρασί μας;

«Ασφαλώς και όχι. Πάντα υπάρχουν συμβιβασμοί. Αλλά και πάλι θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, έχω κάνει λίγους συμβιβασμούς, κι αυτό γιατί έτσι έτυχε, δε χρειάστηκε να κάνω. Αν χρειαζόταν θα έκανα προκειμένου να μη χαλάσω μια συνεργασία ή, για παράδειγμα, για να σπουδάσω τα παιδιά μου».

Πρέπει πάντως, για όποιον μας έβλεπε, να αποτελούσαμε ένα εξαιρετικά αστείο θέαμα: να μιλάμε σιγανά και με απόλυτη σοβαρότητα, την ίδια στιγμή που ο Σκιαδαρέσης είναι μακιγιαρισμένος εντελώς φαιδρά και ντυμένος σαν αρχαίος Έλληνας. Και ισχυρίζεται κιόλας ότι δε θεωρεί τον εαυτό του κωμικό ηθοποιό!

«Όχι, δε θα έλεγα. Πάρα πολύ συχνά μου προτείνουν και δραματικούς ρόλους. Ως κωμικός η αναγνώριση έγινε στο Καφέ της Χαράς. Αλλά μετά ακολούθησε το Χαρά Αγνοείται. Οπότε νομίζω πως ανήκω εξίσου και στα δύο. Και καλύτερα βέβαια, γιατί μου αρέσει να κάνω διαφορετικά πράγματα».

Και όπως δηλώνει αμέσως μετά, αγαπάει εξίσου και τα δύο.

«Φυσικά και διασκεδάζω στην κωμωδία, το ίδιο όμως και στο δράμα. Επειδή είμαι τύπος της πλάκας, το διασκεδάζω εξίσου».

Κι εγώ που αναρωτιόμουν πως αντέχουν οι ηθοποιοί όταν ερμηνεύουν ψυχοπλακωτικούς ρόλους…

«Όχι, από ένα ρόλο δεν επηρεάζομαι ποτέ. Επηρεάζομαι από άλλα πράγματα, από κακές συνθήκες δουλειάς, από κακές συνεργασίες… Υπήρξαν όμως και φορές που αισθανόμουν ότι δεν είχα βρει το ρόλο. Τότε τυραννιόμουν αφάνταστα. Σαν να προσπαθούσα να αγαπήσω έναν άνθρωπο που έπρεπε να μισώ. Ήταν πολύ ψυχοφθόρο».

Δεν είναι η πρώτη φορά που σε κουβέντα με ηθοποιό ακούγεται η λέξη «ψυχοφθόρος»…

«Ναι, είναι ψυχοφθόρα δουλειά, αλλά και ψυχοθεραπευτική παράλληλα. Όταν είναι καλές οι συνθήκες και οι συνεργασίες, είναι ευεργετική. Η δουλειά αυτή γίνεται μόνο αν αγαπάς τους πάντες: το ρόλο, τους συναδέλφους, το σκηνοθέτη, δε γίνεται αλλιώς. Μια κακή συνεργασία σε βασανίζει, δε σε αφήνει να καταθέσεις την ψυχή σου. Γιατί με αυτό παίζεις, με το συναίσθημα, με την ψυχή».

Ακούγοντας τον να μιλάει έτσι, καταλαβαίνω γιατί δεν τον ενδιαφέρει η δημοσιότητα. Η ουσία της δουλειάς του, προφανώς, βρίσκεται αλλού.

«Μου αρέσει μέχρι ενός σημείου, αλλά δεν είμαι ο τύπος που τη χαίρεται… Μου λείπει, για παράδειγμα, που δεν μπορώ να καθίσω κάπου μια ολόκληρη ώρα για καφέ χωρίς να έρθει κάποιος να μου μιλήσει. Όχι πως με ενοχλεί, απλώς δεν είναι κάτι που επιδίωξα, δεν έγινα ηθοποιός για να γίνω γνωστός. Είναι όμως φυσικό επακόλουθο, το ήξερα. Αν δεν ήθελα να με γνωρίζουν, ας μην έκανα τηλεόραση, σωστά;».

Προσπαθώ πάντως τόση ώρα να συμβιβάσω μέσα μου τις δυο εικόνες: τον Σκιαδαρέση που έχω δίπλα μου, σοβαρό, ήρεμο, κατασταλαγμένο, με τους κωμικούς ρόλους στους οποίους τον έχω δει, όπου είναι ανοιχτός, έξω καρδιά, πλακατζής…

«Είμαι και έτσι, αλλά σε δεύτερο χρόνο. Η πρώτη εντύπωση που δίνω πάντα είναι ότι είμαι κλειστός. Θέλω χρόνο για να ανοιχτώ. Από κάτω κρύβεται ένα πολύ γελοίο άτομο. Ένα άτομο που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμο για την όποια γελοιότητα».

Εδώ μου χαρίζει και το πρώτο πλατύ χαμόγελο, είναι σχεδόν έτοιμος να βάλει τα γέλια. Η κουβέντα μας γίνεται πιο οικεία και μου βγαίνει αυθόρμητα να τον ρωτήσω για το γάμο του με την Μπέσυ Μάλφα. Πώς είναι ένας γάμος μεταξύ τόσο διάσημων ηθοποιών; Είναι κάτι που σε δένει, σε χωρίζει; Πρέπει να του το έχουν ρωτήσει αυτό αμέτρητες φορές, αλλά μου απαντά με τη γνωστή ήρεμη φωνή του.

«Ο ένας κατανοεί τους χρόνους και τα προβλήματα του άλλου, τις αγωνίες… Ανταγωνισμό δεν έχουμε. Δεν ξέρω τι θα γινόταν βέβαια αν η Μπέσυ ήταν πρώτο όνομα κι εγώ κομπάρσος, τότε ίσως και να είχα πρόβλημα, δεν ξέρω. Αλλά τώρα χαιρόμαστε ο ένας με την επιτυχία του άλλου».

Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης έχει δώσει ρεσιτάλ θετικής ενέργειας. Τον κοιτώ κατάματα και τον ρωτώ προτού πατήσω το stop: επαγγελματικά απωθημένα; Μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο και μου λέει με ελαφρώς παραπονεμένη φωνή:

«Μόνο ένα: να παίξω Σαίξπηρ. Δεν προέκυψε ποτέ. Είμαι περήφανος για ό,τι δουλειές έχω κάνει και δεν αισθάνομαι να μου λείπουν οι μεγάλοι ρόλοι, αλλά Σαίξπηρ θέλω πολύ να παίξω γιατί μου αρέσει ως συγγραφέας. Πιστεύω πως κάποια στιγμή θα τύχει!».

 

Περιοδικό Ser-Free, #35, Δεκέμβριος 2014

Χάρρυ Κλυνν

Ο Χάρρυ Κλυνν και η θεατρική ομάδα «Τα παιδιά της Σαλονίκης» ξαναζωντάνεψαν μετά από πενήντα χρόνια την κωμωδία των, λεγόμενων Διόσκουρων, Σακελάριου-Γιαννακόπουλου «Ένας ήρωας με παντόφλες» και ο γνωστός κωμικός ενσάρκωσε, μισό αιώνα μετά τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον θρυλικό στρατηγό Λάμπρο Δεκαβάλα. Το έργο γράφτηκε και ανέβηκε το 1948, στο τέλος δηλαδή περίπου του εμφυλίου, και η κινηματογραφική του εκδοχή, σκηνοθετημένη από τον Σακελάριο, παίχτηκε δέκα χρόνια μετά.

Τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Χάρρυ Κλυνν να αναστήσει το έργο πρωταγωνιστώντας και σκηνοθετώντας; Μιλώντας στο Σερραϊκό Θάρρος, είπε:

«Ένα έργο που ασχολείται με τη διαφθορά των ηθών και μάλιστα σε μια περίοδο δύσκολη όπως ήταν εκείνη, απαιτούσε και αρετή και τόλμη, και από τους συγγραφείς και από τον πρωταγωνιστή. Το έργο δημιούργησε προηγούμενο και είχε τεράστια επιτυχία στην Αθήνα, φανέρωσε και τις αρετές που έχει ως θεατής ο ελληνικός λαός».

Παρόλ’ αυτά, το έργο δεν ξανανέβηκε στο θέατρο έκτοτε. Ο Χάρρυ Κλυνν εικάζει πως αυτό οφείλεται σε έναν φόβο εκ μέρους των ερμηνευτών για μια ενδεχομένη σύγκριση με τον αξεπέραστο Λογοθετίδη, πόσο μάλλον όταν αυτός ο ρόλος είχε γραφτεί τότε για τον συγκεκριμένο ηθοποιό. Ο ίδιος όμως δεν φοβήθηκε μια τέτοια σύγκριση;

«Έχω πάρει πολλές φορές ρίσκο, η σιγουριά δεν χαρακτηρίζει ανθρώπους προοδευτικούς. Εγώ απλά ερμηνεύω το ρόλο με τον τρόπο που αισθάνομαι και γι’ αυτό πιστεύω πως κανείς δεν κάνει σύγκριση. Υπήρχε βέβαια ένα φόβος, ο οποίος όμως διαλύθηκε με την πρεμιέρα της παράστασης. Έγινε μεγάλη επιτυχία».

Η υπόθεση του έργου τραγικά κλασσική: ένας απόστρατος στρατηγός, φτωχός πλέον αλλά ηθικά ακέραιος, δέχεται την τιμή να στηθεί άγαλμα του σε μια πλατεία. Αργότερα όμως μαθαίνει ότι η κίνηση αυτή δεν έγινε για να τον τιμήσουν, αλλά για να εισπράξουν οι πολιτικοί λεφτά από την κατασκευή του αγάλματος. Ένα έργο τόσο επίκαιρο, σαν να γράφτηκε χθες, μέσα από το οποίο περνά πλήθος μηνυμάτων: η διαφθορά των πολιτικών, η δύναμη του χρήματος, η ιδεολογία και η ακεραιότητα -που ωστόσο δεν ανταμείβονται.

Ο Χάρρυ Κλυνν βρίσκει αισιόδοξο το μήνυμα της παράστασης.

«Αυτό που προκύπτει είναι ότι δεν είναι τα πάντα ισοπεδωμένα. Δεν είναι όλοι ίδιοι, υπάρχει ελπίδα. Ο διεφθαρμένος πολιτικός υπάρχει, αλλά υπάρχει και ο αντίποδας, δηλαδή ο έντιμος χαρακτήρας. Ό, τι κακό και να γίνει θα υπάρξει στον αντίποδα και το καλό».

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που έσπευσαν στο θέατρο για να παρακολουθήσουν την παράσταση. Μπορεί το θέατρο να μην ήταν γεμάτο, αλλά το κοινό ήταν πάρα πολύ θερμό, και λόγω των κωμικών στοιχείων, αλλά και λόγω της αμεσότητας που δημιουργούσε η ερμηνεία του Χάρρυ Κλυνν. Για την ανταπόκριση του κόσμου γενικά, ο ηθοποιός σχολίασε:

«Ενώ οι περισσότεροι δεν έχουν δει το έργο, αντιδρούν σαν να το γνωρίζουν. Το έργο μιλάει στο υποσυνείδητό τους, τους θυμίζει πράγματα οικεία».

Ο αγαπημένος κωμικός για τα μελλοντικά του σχέδια δήλωσε μόνο το εξής:

«Δεν κάνω ποτέ σχέδια. Υγεία μόνο να έχουμε και υπάρχει χρόνος να συνεχίσουμε αυτό ξεκινήσαμε, το οποίο το βλέπω κυρίως ως προσφορά και λιγότερο ως αμοιβή. Διαφορετικά, όπως είπε ο Στανισλάφσκι, παύει να είναι ιερέας του πάθους και της ομορφιάς ο ηθοποιός και γίνεται ένας ψυχρός έμπορος. Εγώ δεν έχω καταντήσει ακόμη έτσι!».

 

Εφημερίδα Σερραϊκόν Θάρρος, Ιούλιος 2009

Θανάσης Χειμωνάς

"Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ποτέ δε θα έγραφε, ποτέ δε θα δημιουργούσε"

 

Κύριε Χειμωνά, πείτε μου λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο, "Παραφροσύνη".

Είναι η ιστορία ενός νεαρού δοκιμιογράφου, του Ανδρέα Φανόπολου, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, η μία ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο, η άλλη είναι μια πολύ διάσημη ηθοποιός, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να γίνει πρόεδρος στο πολιτικό κόμμα που ανήκει, την Πράσινη Θύελλα.

Επιδιώκετε μέσω του βιβλίου σας να κάνετε κάποιο πολιτικό σχόλιο για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας;

Πολιτικό σχόλιο όχι… Ποτέ δεν ήθελα τα βιβλία μου να είναι διδακτικά, να υποδεικνύουν στον αναγνώστη ποιο δρόμο να ακολουθήσει και πώς να σκεφτεί. Αλλά σίγουρα αυτά που έζησα στην πολιτική και στο ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια με επηρέασαν, μου δημιούργησαν την ανάγκη να μοιραστώ αυτά που έζησα με τον αναγνώστη, με τη μορφή όμως ενός καθαρά λογοτεχνικού κειμένου.

Είναι αναμενόμενο, βέβαια, τα όσα συμβαίνουν γύρω μας να επηρεάζουν το έργο των λογοτεχνών.

Ναι… Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και το 2000, όταν έγραψα το δεύτερο μου μυθιστόρημα, το "Σπασμένα ελληνικά", που περιέγραφε τον έρωτα ενός Έλληνα με μια Αλβανίδα. Πολλοί είχαν πει ότι ήθελα να γράψω ένα δυνατό αντιρατσιστικό κείμενο. Η αλήθεια όμως είναι ότι εγώ δεν ήθελα να πω στον κόσμο ότι δεν πρέπει να είναι ρατσιστές, απλώς με είχε ενοχλήσει εκείνη την εποχή ο ρατσισμός των Ελλήνων και αυτό ήταν που με οδήγησε να γράψω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Δεν επιλέγω ποτέ τις ιστορίες μου, δε σκέφτομαι "θα γράψω για αυτό ή για εκείνο το ζήτημα", οι ιστορίες επιλέγουν εμένα. Κάποια στιγμή έρχονται ιδέες στο μυαλό μου, τις επεξεργάζομαι και όταν πλέον έχουν αρχή, μέση και τέλος τις βγάζω στο χαρτί.

Θεωρείτε ότι η σύγχρονη γενιά λογοτεχνών, στην οποία ανήκετε κι εσείς, έχει αξιοποιήσει επαρκώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας;

Σε μεγάλο βαθμό ναι. Νομίζω ότι το χαρακτηριστικό της δικής μου της γενιάς, των late 90s, του 2000, όπως μας αποκαλούν, αλλά και όσων συγγραφέων ακολούθησαν, είναι ότι υπάρχει ένας πλουραλισμός στον τρόπο έκφρασης και στα θέματα, υπάρχουν πολλά και εντελώς διαφορετικά στυλ, κάτι που δεν το βλέπαμε σε παλιότερους συγγραφείς. Πάντως, πιστεύω ότι εκ των πραγμάτων ο συγγραφέας δίνει το στίγμα της εποχής του, περνάει μέσα από την ματιά του.

Πολλοί κατηγορούν τους νέους για αναλγησία, ειδικά στα πολιτικά ζητήματα. Τι γνώμη έχετε για τη νέα γενιά και ειδικότερα για τη νέα γενιά λογοτεχνών; Θωρείτε ότι προσπαθούν να φέρουν αλλαγές μέσω του γραπτού λόγου;

Υπάρχει όντως μια αποστασιοποίηση των νέων από την πολιτική -αυτό είναι δεδομένο και δεν έχει να κάνει μόνο με τους νέους συγγραφείς ασφαλώς. Και ως έναν βαθμό μπορεί κανείς να πει ότι είναι και δικαιολογημένο. Εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχουν κόμματα που να απευθύνονται στη νέα γενιά, τα κόμματα απευθύνονται σε κομματικές πελατείες, οι ψηφοφόροι έχουν εξελιχτεί σε πελάτες που ψηφίζουν αυτόν που θα τους βολέψει, που θα τους διορίσει, που θα τους μειώσει τους φόρους. Πέρα από την πολιτική πάντως, θεωρώ ότι βγαίνουν συνεχώς εξαιρετικοί νέοι συγγραφείς, οι οποίοι όχι μόνο ασκούν μια κριτική σε αυτά που γίνονται, αλλά παράγουν και πολύ καλά κείμενα.

Είστε αισιόδοξος λοιπόν!

Για τη νέα γενιά λογοτεχνών ναι, για την Ελλάδα όχι!

Θεωρείτε ότι λόγω κρίσης γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εκδώσει κανείς ένα βιβλίο; Είναι δύσκολο να είναι κανείς σήμερα συγγραφέας;

Πάντα ήταν δύσκολο να είναι κανείς συγγραφέας. Είναι ελάχιστοι στην Ελλάδα αυτοί που ζούνε μόνο από τα γραπτά τους. Ουσιαστικά η συγγραφή είναι ένα χόμπι που μπορεί κάπου-κάπου να σου δίνει και ένα χαρτζιλίκι… Έχει τύχει να διαβάσω εξαιρετικά μυθιστορήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να βρουν εκδότη… Είναι δύσκολα τα χρόνια, ο Έλληνας γενικά δε διαβάζει και πλέον θα ξοδέψει ακόμα λιγότερα χρήματα για την αγορά βιβλίων. Επίσης, ο Έλληνας γράφει περισσότερο από όσο διαβάζει! Πριν την κρίση έβγαιναν 10000 βιβλία το χρόνο, εξωφρενικός αριθμός για μια χώρα που η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι ζήτημα αν διαβάζει ένα με δυο βιβλία ετησίως… Είναι ακόμα πιο δύσκολο για έναν νέο συγγραφέα που δε θα πουλήσει. Τα βιβλία, δηλαδή, που ακολουθούνε συγκεκριμένες συνταγές κουτσά-στραβά  θα βγούνε, ο εκδότης ξέρει ότι θα γίνουν επιτυχία και ότι θα βγάλει χρήματα. Κάποιος που θα γράψει κάτι πιο "δύσκολο", θα ζοριστεί. Αλλά πιστεύω πως πρέπει όλοι να προσπαθούμε, αξίζει τον κόπο.

Εσείς γιατί γράφετε; Ποια είναι η δική σας κινητήρια δύναμη;

Είναι μια ανάγκη η συγγραφή για μένα. Έτσι ξεκίνησε τουλάχιστον πριν εικοσιένα χρόνια. Είχα περάσει μια δύσκολη φάση στη ζωή μου και ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα διήγημα, το "Άλλοθι", το οποίο είχα σκοπό να κρατήσω στα συρτάρια μου, όπως συμβαίνει συχνά με τα πρώτα γραπτά των συγγραφέων. Οι γονείς μου το διάβασαν, τους άρεσε και με πίεσαν να το βγάλω προς τα έξω. Τελικά κυκλοφόρησε το 1997, σε μια συλλογή που κυκλοφόρησαν τότε τα Νέα. Και κάπως έτσι μπήκα κι εγώ στα γράμματα… Είναι πάντως μια ανάγκη που νιώθω ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αν δει κανείς την πορεία μου, θα παρατηρήσει ότι βγάζω ένα βιβλίο κάθε δύο περίπου χρόνια, υπάρχει κάτι μέσα μου που πρέπει να βγει και αυτό είναι το εκάστοτε βιβλίο.

Τι είναι αυτό που δεν έχει βγει ακόμα;

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι. Κάθε φορά που βγάζω ένα βιβλίο, για έναν περίπου χρόνο αδειάζω εντελώς, αισθάνομαι ότι δε θα ξαναγράψω ποτέ. Αλλά όταν περνά αυτό το διάστημα, δημιουργείται η επόμενη ιδέα που γίνεται το επόμενο μου βιβλίο.

Έχετε δηλώσει σε συνέντευξη σας ότι το γεγονός πως οι γονείς σας ήταν λογοτέχνες δε σας επηρέασε καθόλου στο να γίνετε συγγραφέας. Αληθεύει αυτό;

Συνειδητά τουλάχιστον όχι. Όπως είπα και πριν, μέχρι τα 26 μου δεν είχα γράψει τίποτα και ούτε σκόπευα. Ακόμα και λίγους μήνες πριν γράψω το πρώτο μου διήγημα αν μου έλεγε κάποιος ότι θα γινόμουν συγγραφέας, θα γελούσα. Δεν είχα ποτέ βλέψεις να γίνω συγγραφέας, αθλητικός συντάκτης ήθελα να γίνω, κάτι που τελικά έκανα στο ξεκίνημα της προηγούμενης δεκαετίας. Δε θα έλεγα ότι ζούσα  σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον ούτε με πίεσαν ποτέ οι γονείς μου να διαβάσω κάποιο βιβλίο. Διάβαζα αρκετά ως έφηβος, μετά σταμάτησα για ένα διάστημα και στη συνέχεια ξαναήρθα σε επαφή με την λογοτεχνία λόγω των σπουδών Φιλολογίας στο Στρασβούργο. Αν κάποια πράγματα είχαν πάει καλύτερα στο διάστημα που προηγήθηκε του πρώτου μου διηγήματος, ίσως και να μην είχα γράψει ποτέ.

Θεωρείτε δηλαδή ότι οι πνευματικές ζυμώσεις γίνονται κατά τη διάρκεια κακής ψυχολογίας;

Θεωρώ πως όταν κάποιος γράφει και γενικά όταν δημιουργεί στο χώρο της τέχνης, κάτι δεν πάει καλά, με την έννοια ότι κάτι τον ενοχλεί και τον αναγκάζει να το κάνει. Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ποτέ δε θα έγραφε, ποτέ δε θα δημιουργούσε. Σε έναν κόσμο που θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι, δε θα υπήρχε τέχνη. Η τέχνη και η συγγραφή είναι μια διέξοδος, ένας τρόπος να περάσεις σε ένα παράλληλο σύμπαν, ένας τρόπος να φύγεις από αυτά που σε βασανίζουν και να πας κάπου όπου αισθάνεσαι πιο άνετα.  

Θεωρείτε ότι το επιτυγχάνετε αυτό;

Όταν γράφω ναι. Αισθάνομαι πολύ όμορφα, αισθάνομαι ότι κάνω κάτι που πρέπει -χωρίς αυτό το "πρέπει" να έχει αρνητική χροιά.

Σε ποιον χώρο θα σας είχαμε δει αν δεν ήσασταν συγγραφέας;

Πολλά πράγματα ήθελα να κάνω. Θα ήθελα να ήμουν ποδοσφαιριστής. Έχω ασχοληθεί με την πολιτική. Έχω ένα συγκρότημα, τους Snob, με τον φίλο και επίσης συγγραφέα, Δημήτρη Σωτάκη. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι είμαι συγγραφέας, δεν αλλάζει αυτό! Αν έχω κάποιο ταλέντο, είναι αυτό.

Μετανιώνετε για κάτι συγγραφικά;

Όχι. Ακόμα κι αν μπορούσα να ξαναγράψω τα βιβλία μου, δε θα άλλαζα τίποτα. Έτσι ένιωσα, έτσι έπραξα, δε θα άλλαζα τίποτα γενικά.

Όνειρα και στόχοι για το μέλλον;

Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Προφανώς να συνεχίσω να γράφω, όσο πάει και όσο αντέξω. Και να συνεχίσουν τα βιβλία μου να έχουν νόημα σε αυτόν που τα διαβάζει. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα εξαιρετικών συγγραφέων, οι οποίοι κάποια στιγμή το έχασαν, αλλά συνέχισαν να γράφουν χρησιμοποιώντας το όνομα τους και για να διατηρήσουν το status του συγγραφέα. Αυτό είναι λυπηρό. Αν κάποια στιγμή διαπιστώσω ότι δεν έχω να γράψω κάτι, θα σταματήσω, δε θα μπω στη λογική να γράφω για πάντα. Αλλά αυτό ελπίζω να μη συμβεί ποτέ.

 

(Περιοδικο vakxikon.gr, τεύχος 41)

Πάνος Καρκανεβάτος

Πάνος Καρκανεβάτος, σκηνοθέτης

«Σε συνθήκες κρίσης και πίεσης οι προτάσεις που προκύπτουν είναι ακόμα πιο προωθημένες»

 

Κατάγεστε από τις Σέρρες, αλλά εδώ και πάρα πολλά χρόνια δε μένετε εδώ.

Από τις Σέρρες έφυγα μικρός, ούτε καν το Λύκειο δεν τελείωσα εδώ. Αλλά είχα πάντα μια σχέση με τον τόπο μου -και μέσα από τις ταινίες μου. Πατρίδα μου είναι οι Σέρρες, αυτό δεν αλλάζει.

Ποια είναι η αλήθεια σας, που θέλετε να προβάλλετε μέσα από τις ταινίες σας;

Θεωρώ ότι οι ταινίες γενικά πρέπει να περιέχουν προσωπική και βιωμένη αλήθεια και αυτό να μπορεί να μιλάει στους ανθρώπους. Μια έντιμη και ειλικρινής σχέση με τον κόσμο και τα πράγματα μπορεί να παράξει αλήθεια. Τότε μόνο η ταινία έχει την ελπίδα να κινηθεί σε ευρύτερες περιοχές… Διαφορετικά, οι ταινίες γίνονται όχι απλώς προσωπικές, αλλά ιδιωτικές δηλώσεις και τάσεις, που δεν ξέρουν και κατά πόσο αφορούν κάποιον.

Ως σκηνοθέτης έχετε φτάσει στο σημείο που θα θέλατε;

Η αναζήτηση δε σταματά ποτέ. Είναι ένα βάσανο, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια διαδικασία δημιουργική, το να αισθάνεσαι ότι δεν έφτασες ακόμα σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αυτό είναι που με κινητοποιεί –νιώθεις ότι πρέπει να συνεχίσεις και να συναντήσεις κάτι παραπέρα!

Δεν μπορεί όμως αυτή η συνεχής αναζήτηση να οδηγήσει στο αίσθημα του ανικανοποίητου;

Δεν έχει να κάνει με το αίσθημα του ανικανοποίητου, έχει να κάνει με το να συναντήσεις έναν καλύτερο εαυτό σε ένα επόμενο βήμα.

Στόχοι σας, λοιπόν, για το μέλλον;

Το μέλλον άδηλον, με όλα αυτά που ζούμε… Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, μπορώ να θυμηθώ και δυσκολότερες συνθήκες. Όχι βέβαια πως τα πράγματα αυτή τη στιγμή είναι ευνοϊκά, απλώς, σε αυτή τη δουλειά, έχουμε μάθει να μην εξαρτάται ο αγώνας μας και η θέληση μας από τις συνθήκες. Επηρεάζεται ασφαλώς, αλλά προσπαθούμε να μην καθορίζεται καταλυτικά.

Υπάρχουν, δηλαδή, περιθώρια για έκφραση και δημιουργία.

Πάντα υπάρχουν. Οι τρόποι έκφρασης είναι πολλαπλοί και πολυεπίπεδοι, είναι ένα πεδίο πάντα ανοιχτό. Και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης και πίεσης οι προτάσεις που προκύπτουν είναι ακόμα πιο προωθημένες. Αλλά η κρίση, από την άλλη, μπορεί να γίνεται και άλλοθι για την απραξία.

Έχουμε καινούργιες φωνές αυτή τη στιγμή στον ελληνικό κινηματογράφο;

Υπάρχουν φωνές και υπάρχουν και πολλά πράγματα που περνούν απαρατήρητα –τα οποία ίσως να είναι και τα πιο ενδιαφέροντα. Είναι πολύ σημαντικό να μην είναι τα πράγματα μονοσήμαντα, να μην κινούνται δηλαδή μέσα από μία «μόδα» και να μην στρέφουν τον κόσμο προς μία κατεύθυνση. Θέλει αντιστάσεις αυτό, το να μην μπαίνει κανείς στο χώρο ανάλογα με τη «μόδα». Καλό είναι να στέκεσαι νηφάλιος και να απευθύνεσαι σε ένα πεδίο πιο πλατύ, πιο ευρύ.

Η τελευταία σας ταινία «Όχθες» είναι η τρίτη που γυρίζετε στις Σέρρες, μετά το «Μεταίχμιο» και το «Χώμα και νερό». Προς τι η επιλογή;

Για την τελευταία ταινία ο λόγος ήταν ο Στρυμώνας. Χρειαζόμασταν ένα ποτάμι και το συγκεκριμένο ήταν ό,τι έπρεπε. Γενικά έχω επιλέξει το νομό Σερρών για γυρίσματα και γιατί το τοπίο ταίριαζε στις ιστορίες των συγκεκριμένων ταινιών, αλλά και για λόγους …συναισθηματικούς. Μπορεί κανείς να σκεφτόταν ότι αυτό γίνεται για λόγους ευκολίας, αλλά η αλήθεια είναι ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, ότι εδώ είναι ίσως ακόμα πιο δύσκολο απ’ ότι θα ήταν οπουδήποτε αλλού. Είναι αυτό που έλεγα πριν για τη βιωμένη αλήθεια. Κάτι που το έχεις ζήσει και το έχεις δει το προσεγγίζεις καλύτερα. Και ένιωθα ότι αυτό μπορεί να ισχύσει και εδώ. Έπειτα, η περιοχή των Σερρών έχει ένα δυναμικό χώρων συγκλονιστικό. Έχει πολλά πρόσωπα, πολλές εκδοχές, και σε τόσο μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Σε άλλα μέρη έχεις ένα στοιχείο, εδώ δέκα! Είναι ένα απέραντο πλατό! Στο εξωτερικό βέβαια συμβαίνει και το άλλο, δηλαδή οργανώνονται υποδομές ώστε να προσελκύουν γυρίσματα, παραγωγές, και αυτό φυσικά έχει μια πολλαπλασιαστική επίδραση. Αλλά αυτά δε συμβαίνουν εδώ…

Τι θα ήσασταν αν δεν είχατε γίνει σκηνοθέτης;

Α, δεν ξέρω. Απλώς δεν είχα σκεφτεί ποτέ κάτι άλλο. Από πολύ μικρός ήταν η μόνη μου επιλογή, ένας μονόδρομος.

Πώς πήρατε την απόφαση;

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι είχε ανοίξει ένα σινεμά στη μέση του πουθενά, είχα δει εκεί εκατοντάδες ταινίες, και μάλιστα ιδιαίτερες, απορώ πραγματικά πώς έφταναν εδώ. Τότε το σινεμά ήταν ένα παράθυρο στον κόσμο, μια σπουδή. Πολύ μικρός βρέθηκα έξω και μου ήταν όλα γνωστά, οικεία… Δεν το αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης, δεν το σκέφτηκα καν, ήρθε αυτονόητα.

Η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας σας;

Δεν είναι μία στιγμή, είναι κάποια πράγματα μικρά και αδιόρατα και προσωπικά. Είναι κάτι που επαναλαμβάνεται με όλες τις ταινίες, όταν μετά από τη διαδρομή των τριών-τεσσάρων χρόνων, από τη στιγμή που υπάρχει μια ιδέα μέχρι τη στιγμή που η ταινία είναι έτοιμη, κάθομαι μόνος μου στην αίθουσα και είμαι ο πρώτος θεατής. Είναι μια ιδιαίτερη και πολύ μοναχική στιγμή, που κρύβει παράλληλα και έναν μεγάλο αγώνα. Και μετά από αυτό αυτονομούνται τα πράγματα, δε σε χρειάζονται πια, έχουν δικό τους παλμό και πορεύονται και διαγράφουν την πορεία τους σε βάθος χρόνου.

 

(Περιοδικό Ser-Free, #38, Οκτώβριος 2015)