Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια

Διάβασα πριν χρόνια την «Αθανασία» του Κούντερα. Εμείς οι άνθρωποι, λέει, όταν κάνουμε κάτι, δεν αντλούμε ευχαρίστηση από αυτό καθ’ εαυτό που κάνουμε, αλλά από την εικόνα του εαυτού μας καθώς το κάνει. Γι’ αυτό και η εικόνα, λέει σε άλλο σημείο, κινεί τον κόσμο.

Από τότε δεν έχω σταματήσει να μας φαντάζομαι όλους μας ερωτευμένους με τους εαυτούς μας. Να είμαστε καλοντυμένοι. Να είμαστε ευδιάθετοι ή σέξι. Να έχουμε το πιο όμορφο σπίτι. Και την πιο cool διάθεση. Και να ρίχνουμε το πιο δυνατό γέλιο στην παρέα και στο καπάκι να βγάζουμε μια selfie γιατί περνάμε γαμάτα!

Όλη μας η ζωή μια ατέλειωτη πόζα στα μάτια του ίδιου του εαυτού μας. Που την ανεβάζουμε και στο fb για να αυτοκαμαρωνόμαστε. Και να μας καμαρώνουν και οι άλλοι, γιατί αλλιώς δεν έχει γούστο.

Στις γιορτές αυτό το πράγμα γιγαντώνεται. Θες το ψηλό δέντρο που αγκομαχάει από το βάρος των στολιδιών και να τιγκάρεις το σπίτι με λαμπάκια και θες ντε και καλά να βάλεις ολοκαίνουργια ρούχα και να σουλατσάρεις από καφέ σε καφέ και από ταβέρνα σε μπαρ. Κι όλη η πόλη γίνεται ένα απέραντο τοπίο που αναβοσβήνει και προσποιείται ότι είναι χαρούμενη. Αλλιώς γιορτές δε γίνονται. Πρέπει ντε και καλά να είσαι στην τρίχα και να χαίρεσαι.

Γι’ αυτό μετά ο άλλος σου λέει ότι παθαίνει κατάθλιψη στις γιορτές. Δεν αντέχει άλλο να βλέπει τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες και τους Άη-Βασίληδες στη μέση του δρόμου και τον κόσμο να πηγαινοέρχεται σαν παλαβός γιατί πρέπει να τα προλάβει όλα πριν τις γιορτές. Τι στο καλό θέλει να προλάβει, δεν κατάλαβα ποτέ.

Αλλά εδώ και μερικά χρόνια δεν έχεις λεφτά ούτε για δώρα ούτε για δέντρα ούτε για εξόδους και πάνε και οι διπλοί μισθοί που ξεπατίκωνες όλη την αγορά και πάει και η παλιότερη γιορτινή διάθεση. Όχι γιατί τώρα δεν μπορείς να νιώσεις τα Χριστούγεννα, αλλά γιατί σου χάλασαν την εικόνα.

Η προηγούμενη ζωή μας, εκείνη με την οποία ήμαστε ερωτευμένοι, έσβησε τόσο απλά και τόσο απατηλά σαν τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια στο τέλος των γιορτών. Και πολλοί δε σκέφτονται ότι η λύση δεν είναι να στεναχωριόμαστε, αλλά να βρούμε καινούργιες εικόνες. Να τις ψάξουμε μέσα μας, να τις δημιουργήσουμε από την αρχή. Να τις εφεύρουμε εν ανάγκη, από το πουθενά. Γιατί δυστυχώς τις εικόνες τις χρειαζόμαστε οπωσδήποτε. Έχει δίκιο ο Κούντερα – πώς αλλιώς θα κινείται ο κόσμος;

Της Χρυσάνθης Ιακώβου Ser-Free #31, Δεκέμβριος 2013

 

Διακοπές σημαίνει Θάσος

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο LIFO Μικροπράγματα

Όχι, δεν είναι υπερβολή. Στη Θάσο μπορείς πραγματικά να βιώσεις τον ορισμό των διακοπών. Θέλεις μπάνιο σε ωραίες παραλίες; Θέλεις κόσμο, κίνηση και ωραία μπαράκια; Θέλεις να τρως το ψαράκι σου πλάι στο κύμα; Θέλεις βουνό και γραφικά ορεινά χωριά; Θέλεις αξιοθέατα, αρχαία μνημεία και μουσεία; Ε ναι, η Θάσος τα έχει όλα αυτά.

Η Θάσος είναι το νησί που ξεκαλοκαιριάζουν όλοι οι βορειοελλαδίτες (είναι απίθανο να συναντήσεις άνθρωπο από την Μακεδονία και την Θράκη που να μην έχει πάει έστω μία φορά) και είναι το νησί που ευελπιστώ ότι κάποτε θα εκτιμήσει και η υπόλοιπη Ελλάδα και θα αρχίσει να συρρέει μαζικά κόσμος από Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο.

Στη Θάσο πηγαίνω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Έχει μείνει ίδια όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς δήθεν προσπάθειες εκσυγχρονισμού για να τραβήξει περισσότερους τουρίστες, χωρίς να αλλοιωθεί η ιδιαίτερη φυσιογνωμία της που την κάνει τόσο ανεπιτήδευτη και τόσο γοητευτική. Παρόλ' αυτά, κάθε φορά που πηγαίνω θα ανακαλύψω κάτι που δεν είχα ξαναδεί: μια παραλία που άρχισε να γίνεται της μόδας, ένα καινούργιο μαγαζάκι, ένα χωριό που δεν είχα ξαναπάει.

Στη Θάσο έχω κάνει τα καλύτερα μπάνια της ζωής μου: Χρυσή Αμμουδιά, Αλυκή, Παχύς, Παράδεισος. Φιλόξενα κολπάκια, όμορφα, με ζεστά και πεντακάθαρα νερά. Είναι τόσο μικρό το νησί που μπορείς κάθε μέρα να πηγαίνεις σε διαφορετική παραλία, χωρίς να χάνεις χρόνο σε μετακινήσεις και να κουράζεσαι άσκοπα.

Εξάλλου, σε όποια παραλία και να πας, θα τη συνδυάσεις με κάποιο μέρος εκεί κοντά. Στην Παναγιά θα πας και θα πιεις τον καλύτερο ελληνικό καφέ στα γραφικά της καφενεδάκια που είναι ντυμένα με πέτρα και αμπέλι. Στο ορεινό χωριό Καζαβίτι θα γοητευτείς από την αρχιτεκτονική των σπιτιών και θα φας μέχρι σκασμού στην πλατεία κάτω από τα πλατάνια. Τα Λιμενάρια δεν είναι παρά ένα μικρό χωριό, αλλά θα σου αρέσει τόσο -ειδικά όταν θα τρως πλάι στη θάλασσα. Ο Ποτός είναι το πιο …κοσμοπολίτικο μέρος, θα σεργιανίσεις στα στενά, θα αγοράσεις αναμνηστικά, θα κάτσεις σίγουρα για καφέ ή ποτό. Και δε θα ξεχάσεις να κάνεις στάση στο Μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που στέκει στην άκρη του γκρεμού και από κάτω σκάει το κύμα.

Και φυσικά ο Λιμένας, η πρωτεύουσα, η καρδιά του νησιού, που σε καλεί να χαθείς στην ιστορία του και στο ηλιοβασίλεμα του. Τα στενά του είναι συνέχεια γεμάτα κόσμο που πηγαινοέρχεται, τρώει, ψωνίζει. Υπάρχουν παντού αρχαία -σε μια πλατεία ένα τσούρμο παιδιών παίζει πλάι στις μαρμάρινες κολώνες. Η αρχαία αγορά, μόλις λίγα μέτρα πάνω από το λιμανάκι, σε προκαλεί να τη διασχίσεις, να περπατήσεις στα μονοπάτια της, να ανεβείς τα σκαλιά που έχουν σχεδόν λιώσει από το πέρασμα τόσων και τόσων ανθρώπων ανά τους αιώνες. Από δίπλα το Αρχαιολογικό Μουσείο: και μόνο μια κλεφτή ματιά στην είσοδο όπου στέκει αγέρωχος ένα πανύψηλος κούρος θα σε πείσει να μπεις. Να βρεις το κουράγιο να ανεβείς μέχρι το αρχαίο θέατρο. Ο δρόμος ανηφορικός, αλλά η μαγεία και η ενέργεια του χώρου θα σε ανταμείψουν -χώρια η θέα!

Και φυσικά το λιμανάκι, το πιο μαγευτικό μέρος ολόκληρης της Θάσου, με τους δύο φάρους, με τα μικρά σκάφη στον κόλπο του και τα ψαροκάικα, με τον ήλιο που βυθίζεται θριαμβευτικά μέσα στη θάλασσα και σου χαρίζει το πιο μεθυστικό ηλιοβασίλεμα που θα δεις ποτέ στη ζωή σου.

Είναι τόσο μαγική η Θάσος. Δε σου υπόσχεται πολλά, αλλά τελικά σου τα δίνει όλα. Και είναι φτιαγμένη από αυτό το υλικό που γεννιούνται οι αναμνήσεις. Να πας και θα με θυμηθείς!

Οι "απρόθυμοι" Έλληνες αναγνώστες και το μάθημα της λογοτεχνίας στο σχολείο

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το tomorrownews.gr

Ας το παραδεχτούμε: οι Έλληνες δεν αγαπάμε ιδιαίτερα το διάβασμα. Σύμφωνα με… όλες τις σχετικές έρευνες, οι μισοί δε διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο και οι άλλοι μισοί διαβάζουν ελάχιστα. Τι μπορεί να φταίει γι' αυτό; Οι γονείς μας που δε δίνουν το καλό παράδειγμα; Η ελλιπής κρατική υποστήριξη σε φορείς που σχετίζονται με τα βιβλία; Η απουσία κάποιας λογοτεχνικής εκστρατείας που θα μπορούσε να κάνει το διάβασμα "της μόδας"; Ή μήπως η ευθύνη βαραίνει περισσότερο το σχολείο που, όπως φαίνεται εκ του αποτελέσματος, αδυνατεί να κάνει τους πολίτες να αγαπήσουν το διάβασμα; Αν σκεφτούμε ότι για τους μισούς Έλληνες -σύμφωνα με τις έρευνες- η μοναδική επαφή που έχουν με τα βιβλία σε όλη τους τη ζωή είναι η λογοτεχνία που διδάσκεται στο σχολείο, τότε ναι, ίσως μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία.

Το σχολείο είναι το μέρος/ο τρόπος/ο χώρος όπου αποκτάς γνώσεις για να βγεις στην κοινωνία μορφωμένος, καλλιεργημένος και με όλα τα εφόδια για να γίνεις ολοκληρωμένος πολίτης. Αυτό που ΔΕΝ κάνει το σχολείο -και που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος- είναι αφενός να αφήσει αρκετά ελεύθερους τους μαθητές ώστε να βιώσουν τη γνώση και αφετέρου να τους δώσει κίνητρα και κατευθύνσεις ώστε να αναζητήσουν κι άλλες γνώσεις μόνοι τους. Αυτό συμβαίνει σε όλα τα μαθήματα, αλλά στο μάθημα της λογοτεχνίας συμβαίνει ακόμα περισσότερο - ή μάλλον εκεί φαίνεται πιο έντονα.

Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, είναι κάτι που βιώνεται, όχι κάτι που διδάσκεται, τουλάχιστον όχι με τη στενή έννοια του όρου. Ασφαλώς και υπάρχουν οι κανόνες, οι θεωρίες, τα ρεύματα, αλλά πέρα από όλα αυτά η ανάγνωση λογοτεχνίας και η επαφή μαζί της είναι κυρίως εμπειρία, μύηση, μια διαδικασία σχεδόν μυσταγωγική. Με λίγα λόγια, δεν έχει τόση σημασία τι λέει το κείμενο, αλλά τι αισθάνεσαι εσύ όταν το διαβάζεις.

Το ελληνικό σχολείο σφάλλει σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι η επιλογή των κειμένων. Ο συντηρητισμός του εκπαιδευτικού συστήματος εξαντλείται στο μάθημα της λογοτεχνίας, καθώς λίγα μόνο κείμενα ξεφεύγουν από τις θεματικές της πατρίδας και της ελευθερίας. Δύσκολο να ιντριγκάρεις έναν έφηβο με κείμενα με τα οποία δεν μπορεί να ταυτιστεί. Το δεύτερο είναι ο τρόπος διδασκαλίας. Η εξουθενωτική διαδικασία της υπερανάλυσης -ειδικά όταν πρόκειται για ποιήματα- δε θα κάνει τους μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα αυτό που διαβάζουν, θα τους κάνει μάλλον να το αντιπαθήσουν.

Ο εντελώς διαστρεβλωμένος τρόπος με τον οποίο το σχολείο προσεγγίζει το εν λόγω μάθημα φαίνεται φυσικά και από την εξέταση, όπου ο μαθητής καλείται να βρει την ΜΙΑ και ΣΩΣΤΗ απάντηση, λες και η λογοτεχνία έχει απαντήσεις.

Η λογοτεχνία δεν έχει απαντήσεις. Η λογοτεχνία είναι αυτή που θέτει τις ερωτήσεις. Είναι αυτή που σε βάζει σε σκέψεις, σου προκαλεί ερωτηματικά, σε παρασέρνει σε αναζητήσεις, σου δημιουργεί διαρκώς απορίες. Αν αφήναμε ελεύθερους τους μαθητές να περιπλανηθούν μέσα στα βιβλία, αν τους ενθαρρύναμε να δώσουν τις δικές τους ερμηνείες και να βγάλουν προς τα έξω κομμάτια του δικού τους εαυτού, θα τους κάναμε να δούνε την λογοτεχνία ως ένα παιχνίδι αυτογνωσίας, ετερογνωσίας και απόλαυσης. Και ασφαλώς, σε βάθος χρόνου, θα είχαμε πολίτες με καλύτερη κριτική ικανότητα και βαθύτερη καλλιέργεια - που θα συνέχιζαν να διαβάζουν βιβλία! Και ίσως τότε η κοινωνία μας να ήταν λίγο καλύτερη.

Γιατί το "1984" του Τζορτζ Όργουελ παραμένει επίκαιρο (και γιατί αυξήθηκε το ενδιαφέρον του κόσμου γι' αυτό το βιβλίο την περίοδο της επιδημίας)

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση από LIFO Μικροπράγματα

Ακόμα και αυτοί που δεν έχουν διαβάσει το "1984", ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάει: κατά το έτος 1984 την εξουσία έχει καταλάβει ένα απολυταρχικό κόμμα που ελέγχει απόλυτα τις κινήσεις των πολιτών - αρχηγός του κόμματος είναι ο Μεγάλος Αδελφός, ο οποίος παρακολουθεί αδιαλείπτως τους πάντες και τα πάντα. Σε αυτήν την εφιαλτική κοινωνία  που περιορίζει κάθε βούληση και που ακόμα και η υπόνοια μιας αντίθετης σκέψης αποτελεί αδίκημα, ένας πολίτης αρχίζει να αμφισβητεί το καθεστώς στο οποίο ζει. Θα καταφέρει να επαναστατήσει ή το κόμμα θα τον λυγίσει;

Ο κόσμος αρέσκεται πάντα να διαβάζει υποθετικά σενάρια για το μέλλον της ανθρωπότητας -όσο πιο τρομακτικά τόσο μεγαλύτερο το ενδιαφέρον-, αλλά η περίπτωση του "1984" είναι ξεχωριστή. Δεν είναι απλώς ένα δυστοπικό μυθιστόρημα με πολλή φαντασία, αλλά μια ιστορία μοντέρνα στην γραφή που περιγράφει την παγκοσμιοποίηση, την παρακολούθηση μέσω τηλε-οθονών, τον… Μεγάλο Αδελφό - και όλα αυτά ενώ γράφτηκε το 1948!

Αυτό που μαγνητίζει τόσο τον κόσμο στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο βαθύτερος φόβος μας ότι η κοινωνία μας αρχίζει να μοιάζει με αυτήν που περιγράφεται στις σελίδες του. Ήδη η παρακολούθηση φαίνεται να είναι γεγονός, καθώς η ιδιωτική μας ζωή χάρη στα social media είναι πλέον… δημόσια, ενώ το θέμα της παραβίασης προσωπικών δεδομένων συζητιέται καθημερινά. Η πλύση εγκεφάλου στην οποία μας υποβάλλουν τα ΜΜΕ, η απροκάλυπτη προπαγάνδα των καναλιών και τα fake news του διαδικτύου θυμίζουν την εξόφθαλμη παραποίηση της αλήθειας και του παρελθόντος που έκανε το κόμμα του Μεγάλου Αδελφού χωρίς καν να το αντιλαμβάνονται οι πολίτες.

Αλλά αυτό που μας τρομάζει πιο πολύ διαβάζοντας το "1984" είναι η αστυνόμευση της ίδιας της σκέψης. Ακόμα και ένας μορφασμός που μπορεί να φανερώνει αποδοκιμασία στις εντολές του κόμματος είναι αρκετός για να σε οδηγήσει έναν ήρωα του βιβλίου στη σύλληψη. Εμείς ασφαλώς δεν φαίνεται να κινδυνεύουμε από κάτι τέτοιο, όμως τα τελευταία χρόνια τίθεται όλο και πιο έντονα το ερώτημα: μετά τους συμβατικούς πολέμους και μετά τους οικονομικούς πολέμους που έχει βιώσει πλέον η ανθρωπότητα, έπεται ο πόλεμος ενάντια στην ελευθερία του πνεύματος; Το "1984" φαίνεται απλώς να απαντά σε αυτήν την ερώτηση.

Γιατί τόσος πολύς κόσμος διάβασε το "1984" μέσα στην καραντίνα;

Και εδώ είναι που ερχόμαστε στην επιδημία. Το "1984" (όπως και "Η φάρμα των ζώων" του ίδιου συγγραφέα) έχει σταθερές πωλήσεις όλα αυτά τα χρόνια, όμως από το διάστημα της καραντίνας και μετά φαίνεται πως οι αναγνώστες έδειξαν εντονότερο ενδιαφέρον προς αυτό.

Για ποιο λόγο; Γιατί σε καιρούς κρίσης οι άνθρωποι, προσπαθώντας να ερμηνεύουν όσα τους συμβαίνουν, τείνουν να στρέφονται στα χειρότερα πιθανά σενάρια. Τείνουν να ξεφεύγουν από τον συνήθη τρόπο σκέψης τους, να γίνονται υπερβολικοί, να φοβούνται για πράγματα που δεν τους είχαν απασχολήσει ποτέ πιο μπροστά. Το ζήσαμε όλο αυτό πολύ έντονα από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο κορονοϊός, με τις δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας που ξεπήδησαν από παντού, με επικρατέστερη φυσικά αυτήν που θέλει τον ιό να είναι ένα τέχνασμα για να ελεγχθούν οι μάζες και να δεχτούν αναγκαστικά τα… μικροτσίπ μέσω του εμβολίου!

Το "1984" πατάει ακριβώς πάνω στο φόβο του ανθρώπου που βιώνει μεγάλες και αναπάντεχες κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες κανείς δεν έχει ιδέα πού θα οδηγήσουν. Και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε τόσες δεκαετίες πριν, το καθιστά όχι απλώς τρομακτικό, αλλά και προφητικό στα μάτια πολλών.

Ασφαλώς βέβαια ο Όργουελ δεν ήταν προφήτης. Εξάλλου, πολλά από αυτά που περιγράφει στο βιβλίο του δεν τα φαντάστηκε, αλλά τα εμπνεύστηκε από γεγονότα της εποχής του (είναι "κοινό μυστικό" ότι το καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού βασίζεται πάνω σε αυτό της Σοβιετικής Ένωσης). Ο Όργουελ είχε απλώς την κριτική ικανότητα για να αντιληφθεί τα βαθύτερα ένστικτα του ανθρώπου, την έννοια της εξουσίας, τη μορφή που μπορεί να πάρει μια κοινωνία αν οι πολίτες της δεν είναι αφυπνισμένοι. Και η φύση του ανθρώπου, όπως αποτυπώνεται στο συγκεκριμένο βιβλίο, μπορούμε να πούμε πως είναι πιο τρομακτική από κάθε θεωρία συνωμοσίας.

Και μετά την καραντίνα τι;

Όταν συμβαίνουν τρομερά γεγονότα σαν αυτό που μας συνέβη τώρα, αυτή η αναπάντεχη επιδημία, μου κάνει πάντα εντύπωση ο τρόπος που αντιδρά ο κόσμος, ο τρόπος που σοκάρεται. Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ είναι δεδομένο πως η ζωή είναι απρόβλεπτη και όλα μπορούν να συμβούν ανά πάσα στιγμή, οι άνθρωποι είναι πάντα απροετοίμαστοι μπροστά σε όσα τους βγάζουν έξω από τον τρόπο ζωής που έχουν συνηθίσει.

Τελικά, αυτό που μας τρομάζει περισσότερο δεν είναι τόσο ο ίδιος ο θάνατος, όσο η αβεβαιότητα, η απώλεια αυτών που θεωρούμε αυτονόητα. Αυτό είναι που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε και αυτό μας σπρώχνει να πιαστούμε από κάπου για να συμφιλιωθούμε με αυτό που μας συνέβη.

Τρόποι συμφιλίωσης υπήρξαν πολλοί. Οι πιο πρακτικοί το έριξαν σε παντός είδους δουλειές για να εκμεταλλευτούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Οι πιο δημιουργικοί αφοσιώθηκαν στην τέχνη τους. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε στο μέλλον καλλιτεχνικά προϊόντα επηρεασμένα από τον κορονοϊό. Άλλοι αναζήτησαν ένα νόημα σε όλο αυτό, θεώρησαν ότι ήρθε η επιδημία για κάποιον "λόγο", για να περάσουμε περισσότερο χρόνο με τις οικογένειες μας και για να εκτιμήσουμε τα απλά πράγματα στη ζωή. (Με το τέλος της καραντίνας, βέβαια, πιστεύω πως όλοι αυτοί ξέχασαν τα περί εκτίμησης και επέστρεψαν στις ζωές τους, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα).

Και φυσικά -καλώς ή κακώς- υπήρξαν και αυτοί που το έριξαν στις θεωρίες συνωμοσίας. Οι συνωμοσιολόγοι βέβαια υπάρχουν πάντα και κάνουν ακόμα πιο έντονη την εμφάνιση τους σε ταραγμένους καιρούς, αλλά το τελευταίο διάστημα μπορούμε να πούμε ότι ξεπέρασαν και τον εαυτό τους. Αυτοί ίσως και να αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το… μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη σκέψη μπροστά σε ένα τρομερό γεγονός.

Οπότε, λοιπόν, τι μας μένει μετά από όλο αυτό το δύσκολο διάστημα; Η θετική σκέψη ότι ωφεληθήκαμε με κάποιον τρόπο;! Ο τρόμος ότι θα γίνουμε μια κοινωνία ελεγχόμενων πολιτών επειδή θα μας βάλουν… τσιπάκια μέσω του εμβολίου; Ο φόβος ότι θα καταστραφούμε οικονομικά αν ξαναέρθει η καραντίνα;

Οι επιδημίες δεν έρχονται για να μας διδάξουν κάτι. Η φύση και η ζωή απλώς πορεύονται και τέτοιου είδους δυσάρεστα πράγματα, όπως ένας θανατηφόρος ιός, απλώς συμβαίνουν. Αν υπάρχει ωστόσο κάτι που μπορούμε να κάνουμε εμείς αυτό είναι η νηφαλιότητα, η ώριμη και κριτική σκέψη, η εγρήγορση.

Θα πρέπει να λαμβάνουμε με μεγαλύτερη προσοχή τις ειδήσεις που διαβάζουμε. Θα πρέπει να αντιστεκόμαστε στην πλύση εγκεφάλου που μας κάνουν τα ΜΜΕ. Θα πρέπει να είμαστε πάντα διαβασμένοι, να καλλιεργούμε το πνεύμα μας, να διευρύνουμε την αντίληψη μας, να οξύνουμε την κριτική μας ικανότητα. Θα πρέπει να έχουμε την ωριμότητα να είμαστε υπάκουοι στις κρατικές οδηγίες, όχι από το φόβο των κυρώσεων, αλλά από ευσυνειδησία και αίσθηση κοινής λογικής.

Και το κυριότερο: θα πρέπει να μάθουμε να προσαρμοζόμαστε και να εξελισσόμαστε. Άλλαξαν πολλά λόγω κορονοϊού και δεν ήταν όλα για κακό. Ας σκεφτούμε μόνο πόσες διέξοδοι βρέθηκαν χάρη στην τεχνολογία, από τις δημόσιες υπηρεσίες που εξυπηρετούν κόσμο ηλεκτρονικά μέχρι την τηλε-εκπαίδευση. Να μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν επαγγελματικοί κλάδοι που ωφελήθηκαν από αυτήν την κατάσταση, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και οι πιο άσχημες συνθήκες κρύβουν μέσα τους ευκαιρίες.

Ήταν δύσκολα και ίσως από το φθινόπωρο να είναι ακόμα χειρότερα. Ας μην επιστρέψουμε στο φόβο των πρώτων εβδομάδων. Ας δούμε τις επιλογές μας και ας πορευτούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στα νέα δεδομένα. Αυτό έκαναν πάντα οι άνθρωποι από γεννήσεως κόσμου, αυτό θα κάνουμε κι εμείς.

Αναδημοσίευση απο το περιοδικό Ser-Free, τ.56, Ιουλιος 2020