7 τύποι ανθρώπων που προέκυψαν από την πανδημία του κορονοϊού

Οι μενουμεσπιτάκηδες

Εντάξει, εννοείται πως πρέπει να μείνουμε σπίτι, αλλά κάποιοι έχουν πάρει ΠΟΛΥ προσωπικά την υπόθεση. Είναι αυτοί που έχουν βάλει το λογότυπο του "Μένουμε σπίτι" στα προφίλ τους, ανεβάζουν κάθε τρεις και λίγο αυστηρές προτροπές και κατακεραυνώνουν αυτούς που βγαίνουν έξω. (Γι' αυτούς που πάνε εκκλησία δεν λένε τίποτα). Αλήθεια, εσείς πού τους βλέπετε αυτούς που βγαίνουν έξω; Σπίτι δεν είστε;

Οι επαναστάτες

Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν οι ανένταχτοι, οι κουλ, οι υπέρανω. Αυτοί που δεν καταδέχονται να ακολουθήσουν τα πρέπει και τα μη. Είναι αυτοί που δεν έχουν αγοράσει ακόμα 15 πακέτα κωλόχαρτα και αυτοί που βγαίνουν έξω γιατί "έλα μωρέ εντάξει". Στην προκειμένη περίπτωση μπορείς να τους πει πολύ απλά και ηλίθιους. Πάντως, θα έχει πλάκα αν αυτοί κολλήσουν μετά από όλους τους άλλους.

Οι έντρομοι γονείς  

Η πλειοψηφία των γονιών έχει τρομοκρατηθεί με την καραντίνα, όχι μόνο γιατί φοβούνται μην κολλήσουν τα παιδιά τους, αλλά κυρίως γιατί δεν έχουν ιδέα πώς να τα απασχολήσουν μέσα στο σπίτι. Πράγμα που γεννά εύλογα την απορία: δεν έχουν ξαναμείνει με τα παιδιά τους στο σπίτι; Δεν είναι δικά τους αυτά τα παιδιά; Πού βρίσκονταν αυτά τα παιδιά πιο μπροστά; Δεν ασχολούνταν ήδη μαζί τους; Τα άφηναν να μεγαλώνουν μόνα τους; Τι συμβαίνει τέλος πάντων με αυτά τα παιδιά; Ας απαντήσει κάποιος έντρομος γονιός υπεύθυνα.

Οι υπερβολικά πιστοί  

Στο ευρωπαϊκό κράτος του 21ου αιώνα που λέγεται Ελλάδα κλείνουν τα πάντα, αλλά οι εκκλησίες μένουν ανοιχτές. Οι πιστοί, αν και υπερβολικά πιστοί και υπερβολικά θρήσκοι, δε γνωρίζουν ότι ο Θεός στον οποίο πιστεύουν τους ακούει από παντού και μπορούν να προσευχηθούν από οπουδήποτε. Προτιμούν να πιστέψουν τον παπά της ενορίας τους που τους λέει ότι με την Θεία Κοινωνία δεν κολλάς, παρά τους γιατρούς. Δεν τους έχει κλονίσει καν η τραγική ειρωνεία του γεγονότος ότι οι αμαρτωλοί Πατρινοί καρναβαλιστές δεν κόλλησαν τίποτα αλλά οι ευσεβείς εκδρομείς στους Αγίους Τόπους την πάτησαν για τα καλά.

Οι "δράττοντας την ευκαιρία"

Είναι αυτοί που έχουν διαφημίσεις στην τηλεόραση και πουλάνε μάσκες με το αζημίωτο, αυτοί που πουλάνε αλοιφές και θαυματουργά φάρμακα μυστηριώδους σύστασης. Είναι αυτοί που ανεβάζουν τις τιμές προϊόντων που έχουν ζήτηση. Είναι ακόμα κι αυτοί που κυκλοφορούν απίστευτα πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες τους για να πουλήσουν παραπάνω και αυτοί που δημοσιεύσουν τραγικά clickbait άρθρα για να αυξήσουν την επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα τους. Η εξυπνάδα τους είναι ανάλογη με την ηλιθιότητα των καταναλωτών τους.

Οι ψεκασμένοι

Φυσικά δε θα μπορούσε να υπάρξει ολόκληρη πανδημία χωρίς θεωρίες συνομωσίας. Είναι αυτοί που έχουν αντιληφθεί τι παιχνίδια και σκοπιμότητες κρύβονται πίσω από την εξάπλωση του ιού: οικονομικός πόλεμος, βιολογικός πόλεμος, τρόπος μείωσης του πληθυσμού, κοινωνικό πείραμα. Κι όλα αυτά τα γνωρίζουν φυσικά έτσι από μόνοι τους, χωρίς να έχουν τεκμήρια ή αποδείξεις.

Οι (υπερ)αισιόδοξοι

Είναι αυτοί που βρίσκουν μια χαραμάδα φως στην σκοτεινιά των ημερών. Αυτοί που θαυμάζουν τους γιατρούς για την ανθρωπιά τους και θέλουν να εκφράσουν δημόσια την ευγνωμοσύνη τους. Αυτοί που συγκινούνται με τους Ιταλούς που τραγουδούν στα μπαλκόνια και οργανώνουν και για εδώ κάτι αντίστοιχο. Αυτοί που υπομένουν στωικά όσα συμβαίνουν, βλέποντας την καραντίνα ως μια ευκαιρία για αυτοβελτίωση. Με λίγα λόγια, αυτοί που την σπάνε σε όλους τους υπόλοιπους.

Ανασκόπηση 2010-2019: Πόσο άλλαξαν οι ζωές μας την τελευταία δεκαετία;

Υπάρχουν περίοδοι στην παγκόσμια ιστορία που είναι πιο υποτονικές, πιο αδιάφορες αν θες, που κυλούν αργά, που ο κόσμος προχωρά σχετικά ομαλά. Και υπάρχουν και περίοδοι που συμπυκνώνουν μέσα τους σαρωτικές αλλαγές, που σπρώχνουν την πορεία του κόσμου σε άλλη κατεύθυνση, που διαμορφώνουν ένα εντελώς διαφορετικό αύριο από αυτό που είχαμε φανταστεί. Η δεκαετία που αυτή τη στιγμή φτάνει στη δύση της ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία.

Ήταν ακριβώς το 2010 όταν είδαμε στις οθόνες μας τον τότε Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου να φέρνει στην Ελλάδα το πρώτο μνημόνιο. Και κάπως έτσι ξεκίνησε επισήμως η ελληνική κρίση, που μας έκανε να αποχαιρετίσουμε (για πάντα;) τον ξέφρενο τρόπο ζωής με τα μπουζούκια, τα ακριβά αυτοκίνητα και τους αμέτρητους διορισμούς στο δημόσιο. Η οικονομική κρίση δεν άλλαξε απλώς τον τρόπο που ζούμε, αλλά μας έφερε μπροστά στην κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος αξιών μας: ιδιόκτητο ακίνητο, εξοχικό, αυτοκίνητο, σταθερή δουλειά, ρούχα μάρκας, ακριβό κινητό, διακοπές το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά και τον χειμώνα στα ελληνικά βουνά.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η ασύλληπτη ευημερία των προηγούμενων ετών μας είχε αφήσει τόσο φτωχούς πνευματικά που το πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε μπροστά στα νέα δεδομένα δεν ήταν μόνο πρακτικό, αλλά και ψυχολογικό. Βυθιστήκαμε σε κατάθλιψη, όχι μόνο για τα αντικειμενικά προβλήματα που προέκυψαν, αλλά και γιατί δεν μπορούσαμε πλέον να ακολουθήσουμε τον προηγούμενο ξέγνοιαστο τρόπο ζωής μας. Η δε γενιά των σημερινών 30 plus που τότε ήταν έτοιμη να αναλάβει τα ηνία μπορούμε να πούμε ότι κατά κάποιον τρόπο καταστράφηκε: βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη μπροστά στις νέες συνθήκες και αφέθηκε να την πάρει το ρεύμα.

Το παράδοξο με την δεκαετία της κρίσης στην Ελλάδα είναι ότι βρεθήκαμε φτωχοί και κατ' επέκταση στάσιμοι σε μια εποχή που η παγκόσμια τεχνολογική ανάπτυξη υπήρξε ραγδαία. Μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι δεν εκμεταλλευτήκαμε καθόλου τις νέες δυνατότητες του διαδικτύου για να βγούμε από το εργασιακό μας τέλμα, αλλά παρόλ' αυτά πέσαμε με τα μούτρα στο ίντερνετ. Η δεκαετία αυτή μάς έφερε τα smart phones και τα social media και εμείς ενημερωνόμαστε, επικοινωνούμε και διασκεδάζουμε μέσα από την οθόνη του κινητού μας. Δίπλα στους πραγματικούς μας εαυτούς υπάρχουν πλέον και οι ψηφιακοί, που σε άλλες περιπτώσεις ταυτίζονται μεταξύ τους και σε άλλες αποκλίνουν.

Είναι προφανές ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι δυτικές κοινωνίες έχουν ως κέντρο τους τον άνθρωπο, τάση που εντάθηκε και βρήκε την πλήρη της εφαρμογή χάρη στα social media. Η αυτοπροβολή μας και ο εγωκεντρισμός μας έχουν χτυπήσει κόκκινο μιας και πλέον όλοι έχουμε φωνή που ακούγεται και είμαστε εν δυνάμει celebrities χωρίς ουσιαστικά να κάνουμε τίποτα.

Παρόλο που η κρίση δεν έφερε τελικά μια μεγάλη κοινωνική επανάσταση (επανάσταση με την ευρεία έννοια του όρου) και μας έκανε περισσότερο μίζερους παρά μαχητικούς και αντιδραστικούς, οι κοινωνικές -αλλά και οι πολιτικές- αναταραχές ήταν πιο έντονες από ποτέ. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από τα επεισόδια που συμβαίνουν στην πρωτεύουσα κατά καιρούς, αλλά από τις τεράστιες αλλαγές στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού: το ΠΑΣΟΚ πήρε την κατιούσα, εκλέχτηκε για πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση, η Χρυσή Αυγή μπήκε στη Βουλή. Αντιστοίχως διαμορφώθηκαν διάφορες ιδεολογίες, που απελευθέρωσαν ακραίες φωνές και δημιούργησαν βαθιά χάσματα (οι εκπρόσωποι όλων αυτών ξεκατινιάζονται κάθε μέρα στο facebook).

Η πολιτική και κοινωνική αυτή αναταραχή φυσικά δεν είναι εγχώρια υπόθεση, αλλά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με μια παγκόσμια αναταραχή, καθώς παραπλήσια φαινόμενα συμβαίνουν σε όλον τον κόσμο. Με τις ισορροπίες να μπορούν να διασαλευτούν ανά πάσα στιγμή (και δεν ήταν λίγες οι φορές που κόντεψε να συμβεί αυτό), ήρθε ως αποκορύφωμα και ο πόλεμος στη Συρία, τον αντίκτυπο του οποίου δεχτήκαμε κι εμείς με τους χιλιάδες πρόσφυγες που έφτασαν στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα για εμάς; Μεταξύ άλλων, ακόμα μεγαλύτερη πόλωση απόψεων.

Κι ενώ φτάσαμε παγκοσμίως σε έντονες ιδεολογικές ακρότητες, αναπτύχθηκε παράλληλα μια τάση επιβολής της δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, το politically correct. Δεν είναι ανεκτό πλέον να μειώνονται και να προσβάλλονται άνθρωποι για τα κιλά τους, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις, την καταγωγή τους, το χρώμα τους, κοντολογίς έχει ξεκινήσει ένα ισχυρό κύμα αποδοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας. Σε όλα αυτά ήρθε και κούμπωσε το 4ο κίνημα φεμινισμού, ενώ παράλληλα η ΛΟΑΤΚΙ Κοινότητα διεκδικεί πιο έντονα από ποτέ τα δικαιώματα της.

Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια είμαστε πιο ευαισθητοποιημένοι σε θέματα για τα οποία πριν δεν πολυνοιαζόμασταν και ότι προσπαθούμε να τηρήσουμε μια πιο υπεύθυνη στάση. Φροντίζουμε περισσότερο την υγεία μας, σεβόμαστε το περιβάλλον, προστατεύουμε τα ζώα, προσπαθούμε να έρθουμε σε πιο στενή επαφή με τη φύση. Όλα αυτά φαίνονται από τους νόμους που αφορούν την προστασία των ζώων, από το κίνημα του βιγκανισμού, από τους αυστηρούς κανονισμούς για τους χώρους εργασίας ή τις προδιαγραφές προϊόντων, ακόμα και από τον αντικαπνιστικό νόμο ή από την ευρύτερη χρήση ποδηλάτου, ενώ έχουν γίνει πιο ισχυρές από ποτέ οι φωνές για την επιτακτική ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος.

Η δεκαετία του 2010 υπήρξε μια δεκαετία ραγδαία στην εξέλιξη της και με πολύ έντονες και γρήγορες ζυμώσεις. Η ταχύτητα αυτή -σε συνδυασμό πάντα με την ευρύτατη χρήση του ίντερνετ και των social media- έδωσε έναν πιο γρήγορο ρυθμό ακόμα και στην ίδια μας τη ζωή, ακόμα και στην καθημερινότητα μας. Η πληροφόρηση (και η παραπληροφόρηση) ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα (για να μην πω ότι γίνεται σχεδόν live), η επικοινωνία μας χάρη σε κινητό, social media, viber και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είναι αμεσότατη, οι δραστηριότητες της καθημερινότητας μας (εξόφληση λογαριασμών, αγορές) μπορούν να γίνουν εύκολα και γρήγορα από το ίντερνετ.

Η ταχύτητα αυτή, ο ανταγωνισμός στις προσφερόμενες υπηρεσίες, η υπερπληθώρα πληροφοριών και επιλογών σε όλους τους τομείς μάς έκανε πιο απαιτητικούς, πιο υπερβολικούς και, το κυριότερο, πιο ανυπόμονους. Θέλουμε το γρηγορότερο ίντερνετ στο κινητό, πίνουμε βιαστικά καφεδάκια στα αμέτρητα stand up καφέ που έχουν ανοίξει, δεν έχουμε την υπομονή να ακούσουμε έναν ολόκληρο δίσκο αλλά πεταγόμαστε από τραγούδι σε τραγούδι στο youtube - ακόμα και οι (καταπληκτικές) σειρές που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια μάς κάνουν όλο και λιγότερο απρόθυμους να δούμε μια ολόκληρη δίωρη ταινία.

Τελικά τι μας έμεινε από αυτήν την δεκαετία (εκτός από τις χιλιάδες selfie στο κινητό); Η σκοτεινιά της μας ρούφηξε ή μας έδωσε ώθηση για δημιουργία και εξέλιξη; Οι κυρίαρχες ιδεολογίες μας ανάγκασαν να διαλέξουμε στρατόπεδο, διαμόρφωσαν τη σκέψη μας, ή επαναπαυτήκαμε στις θεωρίες συνωμοσίας; Ωριμάσαμε; Γίναμε σοφότεροι; Καταφέραμε να βρούμε μια θέση σε έναν χαώδη κόσμο που κινείται ιλιγγιωδώς; Και το κυριότερο: είμαστε προετοιμασμένοι για αυτό που έρχεται; Το οποίο, πρέπει να παραδεχτούμε αν δε θέλουμε να ζούμε με αυταπάτες, δε φαίνεται καθόλου ελπιδοφόρο.

Περιοδικό Ser-Free τ. 55, Δεκέμβριος 2019

Μα σε τι χρειάζεται ο φεμινισμός; (Δεν έχουμε ήδη ισότητα;)

Με το 4ο κίνημα του φεμινισμού να βρίσκεται σε εξέλιξη, αυξήθηκαν παράλληλα, όπως είναι αναμενόμενο, και οι… μισογύνηδες, αυτοί που δε βλέπουν με θετικό μάτι τις αντιδράσεις των γυναικών, που τις θεωρούν υπερβολικές, που νομίζουν ότι οι γυναίκες θέλουν να πάρουν το πάνω χέρι. (Να διευκρινίσουμε εδώ ότι ο φεμινισμός έχει ως στόχο την ισότητα και όχι την… μητριαρχία). Οκ, δεν προκαλεί καμιά εντύπωση αυτό. Το ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση είναι ότι υπάρχουν παράλληλα κι αυτοί που δεν είναι εναντίον του φεμινισμού, αλλά δε βλέπουν τον λόγο ύπαρξης του κινήματος. Μα τι θέλουν τέλος πάντων οι γυναίκες; Αφού ψηφίζουν, αφού εργάζονται, αφού είναι ανεξάρτητες, δεν υπάρχει ήδη ισότητα;

Ναι, φαινομενικά υπάρχει ισότητα. Οι γυναίκες πλέον μπορούν να κάνουν -σχεδόν- ό,τι και οι άντρες. Έχουν όμως την ίδια αντιμετώπιση; Απολαμβάνουν τα ίδια προνόμια; Ή -για να το δούμε και αλλιώς- οι άντρες κάνουν ό,τι και οι γυναίκες;

Ισότητα δεν υπάρχει ακόμα εφόσον:

- Οι δουλειές του σπιτιού θεωρούνται αποκλειστικά ευθύνη της γυναίκας. Ακόμα κι όταν δουλεύει, ακόμα κι όταν δουλεύει τις ίδιες ώρες με τον σύντροφό της, ακόμα κι όταν φροντίζει παράλληλα τα παιδιά. Υπάρχουν βέβαια άντρες που βοηθούν στις δουλειές, αλλά προσέξτε λίγο την επιλογή του ρήματος: βοηθούν. Αυτό τι σημαίνει; Ότι είναι υποχρέωση της γυναίκας να αναλάβει το σπίτι και ο άντρας βοηθάει -από την καλή του την καρδιά- αν και όποτε θέλει. Αν δε θέλει καθόλου, κανένα πρόβλημα. Κανείς δε θα του την πει που δεν αστράφτει η κουζίνα ή που δεν υπάρχει φαγητό στην κατσαρόλα.

- Τα παιδιά είναι επίσης δουλειά της γυναίκας. Τα παιδιά εξάλλου θέλουν… την μαμά τους. Η γυναίκα μετά τη γέννα πρέπει να τα βολέψει με τη δουλειά, πρέπει να παρατήσει τις προσωπικές της δραστηριότητες και πρέπει να αφοσιωθεί στο παιδί. Και ο άντρας βέβαια βοηθάει με το παιδί (ίδιο ρήμα πάλι, ε;), αλλά κανείς δεν έχει την απαίτηση να παρατήσει την δουλειά του ή να σταματήσει να βγαίνει για τσίπουρα με τους φίλους του. Ο άντρας που λείπει όλη μέρα από το σπίτι επειδή δουλεύει φροντίζει για την οικογένεια του. Η γυναίκα που κάνει το ίδιο πράγμα είναι αυτομάτως κακή μάνα. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το 47% των γυναικών αφήνουν οριστικά την δουλειά τους μετά την απόκτηση παιδιού, σε αντίθεση με το αντίστοιχο 4% των ανδρών.

- Οι γυναίκες σκοτώνονται. Κυριολεκτικά. Δολοφονούνται. Στατιστικά, η πλειοψηφία των γυναικών που δολοφονούνται είναι θύματα του συντρόφου τους, σε αντίθεση με τους δολοφονημένους άντρες που δράστης είναι συνήθως κάποιος άγνωστος άντρας. Οι γυναικοκτονίες συνδέονται ασφαλώς με τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι η γυναίκα έχει σκοπό ύπαρξης την ευχαρίστηση και την εξυπηρέτηση του άντρα. Γυναίκες βιάζονται και δολοφονούνται. Γυναίκες κακοποιούνται και στο τέλος δολοφονούνται. Γυναίκες θέλουν να τερματίσουν τη σχέση με τον σύντροφο τους και δολοφονούνται.

- Οι γυναίκες φοβούνται μήπως πέσουν θύμα βιασμού. Οι γυναίκες φοβούνται να γυρίσουν το βράδυ στο σπίτι μόνες τους, φοβούνται μήπως κάποιος τους ρίξει κάτι στο ποτό, φοβούνται μήπως κάποιος τις εκμεταλλευτεί αν πιούνε λίγο παραπάνω. Και μετά φοβούνται να το καταγγείλουν στην αστυνομία, γιατί η πρώτη ερώτηση που θα ακούσουν θα είναι "τι φορούσες;"

Δεν είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιος ότι έχουμε ισότητα όταν οι γυναίκες πέφτουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στη δουλειά (40-50% των γυναικών στις χώρες της ΕΕ έχει υποστεί διάφορες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας) ή στο δρόμο, όταν δεν προτιμώνται σε σημαντικές θέσεις στον εργασιακό τους χώρο ή στην πολιτική, όταν δεν λαμβάνουν τον ίδιο μισθό με τους άντρες συναδέλφους τους, όταν δεν τους "επιτρέπεται" να είναι το ίδιο σεξουαλικά απελευθερωμένες με τους άντρες, όταν τις κακοσχολιάζουν επειδή δε θέλουν να παντρευτούν ή να κάνουν παιδιά, όταν σε ένα σοκαριστικά υψηλό ποσοστό πέφτουν θύματα κακοποίησης (το 43% των γυναικών στην ΕΕ έχουν βιώσει σωματική ή/και σεξουαλική βία από το σύντροφό τους).

Την επόμενη φορά που θα σκεφτείτε ότι υπάρχει ισότητα, αναλογιστείτε πώς αντιμετωπίζουμε έναν άντρα και πώς μία γυναίκα στα πιο απλά καθημερινά περιστατικά, τι προσδοκίες έχουμε από το κάθε φύλο, τι προνόμια απολαμβάνει το καθένα. Η πατριαρχία πλέον βρίσκεται στις λεπτομέρειες.

(Περιοδικό Ser-Free τ.55, Δεκέμβριος 2019)

Πού μπορεί να οφείλεται η τεράστια επιτυχία του "Joker";

Η ταινία "Joker" είναι επισήμως η εμπορικότερη ταινία της δεκαετίας στην Ελλάδα. Πώς έφτασε σε αυτή τη θέση και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το σινεμά στη χώρα μας.

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο mikropragmata.lifo.gr

Πριν από λίγους μήνες ανακοινώθηκαν οι εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας στην Ελλάδα (κι εμείς γράψαμε αυτό εδώ το άρθρο). Φυσικά, κανένας δε φανταζόταν ότι στο πάρα πέντε κυριολεκτικά της συμπλήρωσης της δεκαετίας θα ερχόταν μία ταινία που θα έσπαγε τα ελληνικά ταμεία και θα σκαρφάλωνε άνετα στην κορυφή του box office, ρίχνοντας το "Ένας άλλος κόσμος" του Χριστόφορου Παπακαλιάτη από την πρώτη θέση. Ο λόγος φυσικά για το "Joker", που έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 800.000 εισιτήρια και συνεχίζει.

Ασχέτως αν το "Joker" είναι μια καλή ή όχι ταινία (εντάξει, είναι καλή, νομίζω πως όλοι συμφωνούμε πως δεν είναι κακή ταινία), αποτελεί αυτή τη στιγμή κινηματογραφικό φαινόμενο: αναλύσεις επί αναλύσεων, αμέτρητες κριτικές σε περιοδικά και sites, συζητήσεις σε σινεφίλ πηγαδάκια, μια μικρή φρενίτιδα που όμοια της βλέπουμε σπάνια (τελευταία ταινία που απασχόλησε τόσο πολύ το κοινό ήταν το "La La Land" του 2014, όμως οι συζητήσεις περί αυτού δεν έφτασαν στο βάθος του "Joker"). Ακόμα και η έφοδος της αστυνομίας στις κινηματογραφικές αίθουσες για να απομακρύνει τους ανήλικους θεατές άλλο δεν έκανε από το προσθέσει ακόμα περισσότερο μύθο στο φαινόμενο "Joker".

Τι είναι λοιπόν αυτό που έκανε τους Έλληνες να τρέξουν μαζικά στον κινηματογράφο, περισσότερο από ότι έτρεξαν για κάποια ελληνική ταινία (παραδοσιακά οι ελληνικές παραγωγές τραβάνε πάντα το ενδιαφέρον του κοινού), περισσότερο απ' ότι έτρεξαν για εμβληματικές ταινίες, όπως το "James Bond" ή το "Harry Potter" ή το "Star Wars" και το "Avengers";

Για να δώσουμε μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα, θα πρέπει καταρχάς να λάβουμε υπόψη το είδος του κοινού που συνηθίζει να πηγαίνει σινεμά. Ανατρέχοντας στη λίστα με τις είκοσι εμπορικότερες ταινίες της δεκαετίας, σινεμά πηγαίνουν κατεξοχήν οι λάτρεις των ταινιών με υπερήρωες και των ταινιών δράσης. Εμπίπτει το "Joker" σε αυτές τις κατηγορίες; Αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον στοιχείο στην όλη υπόθεση: και ναι και όχι.

Κάνοντας μια ταινία για τον Τζόκερ, έχεις αυτομάτως ένα σίγουρο κοινό: αυτό που λατρεύει τα κόμικ, αυτό που λατρεύει το σύμπαν των υπερηρώων, αυτό που αγαπάει τον …Μπάτμαν. Το "Joker" όμως δεν είναι μια τέτοια ταινία, είναι μια ταινία κυρίως κοινωνική, ψυχογραφική -και πολιτική ακόμα αν θέλεις με την ευρεία έννοια του όρου-, που εστιάζει σε έναν ψυχικά ασθενή άνθρωπο, ο οποίος καταβυθίζεται στην τρέλα λόγω του περίγυρού του. Με αυτήν την θεματολογία, το "Joker" κερδίζει και την …άλλη μισή μερίδα θεατών, αυτών που θέλουν κάτι πιο βαθύ, πιο μεστό, πιο ουσιαστικό, ικανό να πυροδοτήσει συζητήσεις και να δώσει τροφή για σκέψη. Με λίγα λόγια, έχουμε μ' ένα σμπάρο-δυο τρυγόνια.

Το "Joker" έρχεται να ενώσει, κατά κάποιον τρόπο, δύο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη: είναι μια "βαριά" από άποψη περιεχομένου ταινία, που χρησιμοποιεί όμως έναν ευρέως διαδεδομένο και δημοφιλή ήρωα, έναν ήρωα οικείο, "αγαπητό" και δοκιμασμένο, κατά κάποιον τρόπο, τόσο από τα κόμικ όσο και από άλλες ταινίες (μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι δε θα υπήρχε τόσο ενδιαφέρον για τον Τζόκερ στις μέρες μας αν δεν είχαν προηγηθεί ο Χιθ Λέτζερ του "Σκοτεινού Ιππότη" και ο Τζακ Νίκολσον του "Μπάτμαν"). Στη συγκεκριμένη ταινία λοιπόν ο ήρωας μας θα μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, χωρίς να αλλάξει καθόλου η πλοκή ή το τέλος. Το ότι είναι ο Τζόκερ όμως είναι που έκανε την (εισπρακτική) διαφορά.

Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, ήταν σε πρώτη φάση αρκετό για να τραβήξει το ενδιαφέρον του κοινού και να το φέρει μέχρι την σκοτεινή αίθουσα. Σε δεύτερη φάση όμως, που η ταινία διαδίδεται από στόμα σε στόμα, χρειάζεται και κάτι παραπάνω για να έχει μαζική επιτυχία. Τι ήταν αυτό το κάτι παραπάνω στην περίπτωσή μας; Το ότι το "Joker" καταπιάνεται με δύο πολύ ενδιαφέροντα θέματα: αυτά της ψυχικής ασθένειας και της κοινωνίας Ή, ακόμα καλύτερα, καταπιάνεται με το διαχρονικά φλέγον θέμα της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και κοινωνίας.

Είτε πρόκειται για τέχνη είτε πρόκειται για την πραγματικότητα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να έλκονται από αυτούς που παρεκκλίνουν από τα όρια της "φυσιολογικής" συμπεριφοράς, από αυτούς που είναι πολύ διαφορετικοί για να ενταχτούν στους κοινωνικούς κανόνες, από τους διαταραγμένους, τους ψυχικά ασθενείς, τους κατατρεγμένους. Είναι κάτι ανοίκειο, που προκαλεί τρόμο και γοητεία ταυτόχρονα. Στην περίπτωση του "Joker" αυτό λειτουργεί με δύο τρόπους: έχουμε έναν ήρωα σκοτεινό που πάσχει από ψυχική ασθένεια, ο οποίος παράλληλα πέφτει συνεχώς θύμα κακομεταχείρισης, αδιαφορίας και επιθετικής συμπεριφοράς. Μπορείς να τρομάξεις και να ταυτιστείς συνάμα.

Αυτό που προσθέτει η συγκεκριμένη ταινία στην ήδη γνωστή και χιλιοειπωμένη ιστορία του Τζόκερ είναι ότι τον παρουσιάζει ως θύτη και θύμα ταυτόχρονα. Όσο κι αν μέσα σου διαφωνείς με τη βία και την εγκληματική συμπεριφορά, δυσκολεύεσαι να μη συμπαθήσεις και πολύ περισσότερο να μη συμπονέσεις έναν κινηματογραφικό ήρωα που δεν γεννήθηκε κακοποιός, αλλά ήταν η κοινωνία αυτή που τον ώθησε στα άκρα. Σε αντίθεση με άλλες εκδοχές του Τζόκερ, εδώ δεν έχουμε έναν φύσει κακό άνθρωπο, αλλά ένα πρόσωπο μελαγχολικό, αδικημένο, κατατρεγμένο.

Και κάπου εδώ υπεισέρχεται η άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση της ταινίας: η κοινωνική. Το Γκόθαμ Σίτι είναι το κατεξοχήν μέρος ανομίας, αλλά ίσως εδώ, για πρώτη φορά, δεν παρουσιάζεται ως μία σουρεαλιστική κοινωνία όπου συμβαίνουν απίστευτα πράγματα με φανταστικούς "κακούς", αλλά ως μια πόλη σε αναβρασμό που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η δική μας. Πολιτικοί διεφθαρμένοι, πλουσιόπαιδα που νομίζουν ότι μπορούν να φέρονται όπως θέλουν, απουσία κρατικής μέριμνας, δυσαρεστημένοι πολίτες, αδιαφορία, μοναξιά, αποξένωση, μισαλλοδοξία, φόβος. Η κοινωνία του "Joker" δεν είναι απλώς μια κοινωνία που μας αφορά όλους, είναι -δυστυχώς- η δική μας κοινωνία.

Σε όλα αυτά μπορούμε να προσθέσουμε και την απίθανη ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ, καθώς και το καλό επίπεδο παραγωγής σε όλους τους τομείς: φωτογραφία, σκηνοθεσία, καστ, μουσική. Αξίζει όμως να είναι το "Joker" στην κορυφή των εμπορικότερων ταινιών της δεκαετίας στην Ελλάδα; Είναι, δηλαδή, η "καλύτερη" ταινία της δεκαετίας; Μάλλον όχι. Αν καταφέρουμε να τη δούμε με μια πιο νηφάλια ματιά, απογυμνωμένη από τον ντόρο και το hype, θα διαπιστώσουμε πιθανότατα ότι αποτελεί απλώς μια καλογυρισμένη ταινία με ιντριγκαδόρικο στόρι και έναν ενδιαφέροντα κεντρικό ήρωα.

Πέρα από όλα αυτά όμως, το να κατέχει την πρωτιά μια ταινία σαν το "Joker" τι μπορεί να σημαίνει για το σινεμά στην Ελλάδα; Δύο πράγματα. Από τη  μια, το ότι μία ταινία κοινωνικού περιεχομένου κατάφερε να ενθουσιάσει και να κερδίσει τόσο κόσμο είναι μια αισιόδοξη εξαίρεση στον καταιγισμό επιτυχίας των ταινιών που είναι γεμάτες εφέ και προσφέρονται για θέαμα και όχι για προβληματισμό. Από την άλλη, το ότι η επιτυχία της οφείλεται κυρίως στο όνομα "Τζόκερ" αποδεικνύει ότι πολύ δύσκολα μπορεί να σταθεί εμπορικά μια ταινία αν δεν ανήκει σε ένα φραντσάιζ ή σε ένα ευρύτερο κινηματογραφικό σύμπαν. Και αυτό δεν ξέρω πόσο αισιόδοξο μπορεί να είναι για το μέλλον της κινηματογραφικής αίθουσας.

Να υπερασπιστούμε τη νέα γενιά

Ένας καθηγητής που μας δίδασκε ιστορία στη Φιλολογία μας είχε πει πως όταν οι προοδευτικοί έρθουν στην εξουσία, γίνονται σιγά σιγά συντηρητικοί. Αυτό βέβαια το είπε αναφερόμενος στην πολιτική, αλλά αν το καλοσκεφτείς δεν ισχύει για όλα;

Την σκέφτομαι συχνά αυτήν τη φράση, ειδικά όταν βλέπω τη νέα και την παλιά γενιά. Η "παλιά" γενιά, αυτή που έχει φτάσει πλέον στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητάς της και της κατάκτησης των στόχων της, είναι σε αυτό το λεπτό μεταίχμιο που από τη μια μπαίνει στην ώριμη φάση της και από την άλλη ρίχνει κλεφτές ματιές σε αυτούς που ετοιμάζονται να την διαδεχτούν.

Και τι βλέπει; Παιδιά που είναι όλη μέρα κολλημένα στις οθόνες τους, στα social media και στο netflix, που βαριούνται να χορέψουν στα μαγαζιά, που προτιμούν να φλερτάρουν μέσω fb παρά τετ-α-τετ. Που δεν τους νοιάζει τίποτα, που δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα. Προτού κουνήσουμε αποδοκιμαστικά το κεφάλι, πρέπει να αναρωτηθούμε: είναι όντως έτσι; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Το θέμα μας όμως δεν είναι τι κάνει η νέα γενιά, αλλά για ποιο λόγο ενοχλείσαι εσύ από αυτά που κάνει η νέα γενιά.

Η κάθε εποχή έχει τα δικά της. Εμείς βλέπαμε όλη μέρα τηλεόραση, λιώναμε στις καφετέριες με τους φραπέδες στο χέρι, ξημεροβραδιαζόμασταν στα μπαράκια και στα μπουζούκια, η μεγαλύτερη μάστιγα ήταν τα ναρκωτικά. Οι γονείς μας και οι παππούδες μας είχαν απηυδήσει, φαντάζομαι, από την χαλαρότητα μας και την αδιαφορία μας, μας έλεγαν κακομαθημένους και ότι τα έχουμε βρει όλα έτοιμα στη ζωή και είχαν πάντα να μας διηγηθούν ένα σωρό ιστορίες για όλα τα σπουδαία που έκαναν αυτοί στη δική μας ηλικία. Και το ίδιο ακριβώς γινόταν και με τους παππούδες μας από τους δικούς τους γονείς και πάει λέγοντας μέχρι που φτάνουμε στη δημιουργία του κόσμου.

Δεν υπάρχει απαραίτητα σωστό και λάθος όταν μιλάμε για τις συνήθειες μιας γενιάς. Ούτε υπάρχει παρακμή μήτε έκλυση των ηθών. Υπάρχει μόνο προσαρμογή στις νέες συνθήκες, εξέλιξη, φυσική πορεία μέσα στο χρόνο. Κάθε εποχή έχει τα καλά της και τα κακά της. Ναι, κάποιες γενιές ίσως υπήρξαν πιο δημιουργικές, ίσως να άφησαν πιο πολλά στους επόμενους, αλλά είμαστε σίγουροι ότι η δική μας είναι μία από αυτές; Έχουμε το δικαίωμα να κοιτάμε αφ' υψηλού τους επόμενους;

Στο κάτω-κάτω, εμείς δεν μεγαλώνουμε τη νέα γενιά; Πάνω σε αυτά που εμείς της προσφέρουμε δεν πατάει την εξέλιξη της; Οπότε, ας αναρωτηθούμε πρώτα τι έχουμε δώσει στους νέους μέχρι τώρα. Τους έχουμε δώσει τεχνολογία, κινητά, ίντερνετ, από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Τους έχουμε προσφέρει τόσες πολλές πληροφορίες που δεν είναι πλέον διαχειρίσιμες. Τους έχουμε εκθέσει σε έναν καταιγισμό εικόνων. Δεν τους έχουμε δώσει σωστή παιδεία, ενημέρωση, τέχνη, ιδέες, βιβλία. Τους μεγαλώνουμε μέσα στην κρίση, σε ένα οικονομικά ασταθές περιβάλλον. Τους φέραμε σε ένα κράτος όπου σχεδόν τίποτα δεν λειτουργεί σωστά και όπου δεν υπάρχουν ευκαιρίες, ακόμα κι αν τα κάνεις όλα σωστά. Και θα τους αφήσουμε σε έναν κόσμο άδικο, σκληρό, ταραγμένο, σε έναν πλανήτη που κινδυνεύει. Οπότε, μπορούμε να κατηγορήσουμε για κάτι τη νέα γενιά;

Αν οι νέοι φέρονται σήμερα με έναν συγκεκριμένο τρόπο καλό ή κακό, δεν έχει αυτό σημασία είναι γιατί έτσι διαμορφώθηκαν από εμάς και από την κοινωνία, της οποίας εμείς έχουμε αυτή τη στιγμή τα ηνία. Προτού κατηγορήσουμε τους νέους, ας τους κατανοήσουμε. Ή μάλλον όχι, το να τους κατανοήσουμε είναι σχεδόν αδύνατον, καμία γενιά δεν μπορεί να κατανοήσει απόλυτα την επόμενη ή την προηγούμενη. Καλύτερα ας τους αγαπήσουμε. Ας τους αγαπήσουμε και ας τους υπερασπιστούμε. Ας προσπαθήσουμε να τους εφοδιάσουμε με όση περισσότερη αυτοπεποίθηση, ορμή και γνώση γίνεται. Ας τους ρίξουμε στον κόσμο έτοιμους και θαρραλέους, μήπως και μπορέσουν να κάνουν κάτι καλύτερο από αυτό που κάναμε εμείς.

(Περιοδικο SER-FREE, τ.54, Νοέμβριος 2019)