Γιατί το έγκλημα της 22χρονης είναι κοινωνικό και όχι προσωπικό

Κοιτάζοντας ξανά και ξανά την υπόθεση της 22χρονης -που κράτησε κρυφή την εγκυμοσύνη της από όλους, γέννησε στην μπανιέρα και άφησε το μωρό της στον ακάλυπτο μέχρι που πέθανε- και προτού λιθοβολήσουμε την κοπέλα ως αναμάρτητοι, πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ότι το έγκλημα αυτό δεν είναι προσωπικό, το έγκλημα είναι κοινωνικό.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις το σωστό και πολλοί το λάθος και η κοπέλα κατέληξε τελικά να τα κάνει όλα λάθος, αυτό είναι δεδομένο, δεν υπάρχει ένσταση ως προς αυτό. Ωστόσο, κανείς δε λειτουργεί ανεξάρτητα από την κοινωνία μέσα στην οποία μεγάλωσε και ζει, οπότε και η κοπέλα αυτή -πέρα από το προφανές λάθος και έγκλημα που διέπραξε- δεν είναι κατά κάποιον τρόπο θύμα των κοινωνικών περιστάσεων;

Διαβάζοντας κανείς ολόκληρη την απολογία της (η οποία υπάρχει εδώ: lifo), δεν μπορεί παρά να εντοπίσει μια σωρεία λαθών από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον -η εγκατάλειψη του βρέφους στον ακάλυπτο δεν είναι παρά το κερασάκι στην τούρτα. Πόσο πολύ φοβόταν άραγε η κοπέλα την μητέρα της και δεν έβρισκε το θάρρος να της πει ότι είναι έγκυος; Τι αγωγή έλαβε αυτή η κοπέλα από το σπίτι ώστε να θεωρεί ότι δεν μπορεί να απευθυνθεί στην μητέρα της σε ένα ενδεχόμενο πρόβλημα; Για ποιο λόγο οι γονείς της, αν και χωρισμένοι, δε φρόντισαν να έχουν στενότερη επαφή με το παιδί τους και ο πατέρας ήταν πλέον οριστικά απών;

Από πόσο μεγάλη έλλειψη αυτοπεποίθησης έπασχε η κοπέλα -η οποία δηλώνει ότι είναι ευτραφής και όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμη- ώστε δέχτηκε να έρχεται σε επαφή με τον σύντροφο της χωρίς προφύλαξη, γιατί αλλιώς φοβόταν ότι θα τη χωρίσει; Και γιατί υπάρχουν ακόμα άντρες που πιέζουν τις κοπέλες τους να έρχονται σε επαφή χωρίς προφυλάξεις; Το ότι η κοπέλα δέχτηκε δείχνει απλή ανοησία εκ μέρους της ή έλλειψη ενημέρωσης; Δε δείχνει αυτό πάντως ότι επιβάλλεται να υπάρχει μάθημα σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία; Και για ποιο λόγο, στην τελική, φαίνεται υπεύθυνη για ό,τι έγινε μόνο η κοπέλα και όχι και το αγόρι που διέκοψε κάθε επαφή μαζί της μόλις έμαθε ότι είναι έγκυος;

Το ότι δεν ανέτρεξε σε κάποιον οργανισμό υποστήριξης για ανύπαντρες μητέρες ή κάτι παρόμοιο ήταν άλλη μια βλακεία εκ μέρους της ή πραγματικά δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση από την οικογένεια, το σχολείο, τους φορείς για τέτοιες περιπτώσεις; Και γιατί ούτε η ίδια της η κολλητή δε θέλησε να τη στηρίξει; Σοκαρίστηκε άραγε τόσο πολύ από την "ανηθικότητα" και την ανευθυνότητα της;

Προτού λοιπόν καταδικάσουμε την κοπέλα, ας δούμε πρώτα σε τι είδους κοινωνία ζούμε, ώστε μια νεαρή καταλήγει να κάνει μια σειρά απίστευτων λαθών επειδή δεν ξέρει πού να απευθυνθεί και ποιον να εμπιστευτεί. Αν ήταν βέβαια μια από τις χιλιάδες γυναίκες που κάνουν έκτρωση ετησίως στην Ελλάδα, ούτε γάτα ούτε ζημιά, το πρόβλημα θα λυνόταν προτού γίνει επονείδιστο και δε θα ωρυόμασταν τότε στα social media.

Ας γίνουμε σε μια κοινωνία που είμαστε πιο ανεκτικοί, και ας μάθουμε από την άλλη να αναλαμβάνουμε και τις ευθύνες μας. Και αυτό ισχύει για όλους, ακόμα βέβαια και για την ίδια την κοπέλα, η οποία στο τέλος της απολογίας της μοιάζει να προσπαθεί να αποποιηθεί της ευθύνης της.  Δε δείχνουν πόσο πάσχουμε σαν κοινωνία; Τι άλλη απόδειξη θέλουμε;

The patience stone

The patience stone (Η πέτρα της υπομονής), 2012

Σκηνοθέτης: Ατίκ Ραχίμι

Ηθοποιοί: Γκολσιφτέ Φαραχανί, Χαμίντ Ντζαβαντάν, Μασί Μροουάτ

Σε μια μουσουλμανική χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, μια γυναίκα φροντίζει τον άνδρα της που μετά από σοβαρό τραυματισμό έχει πέσει σε κώμα. Όσο τον φροντίζει του μιλά για όσα δεν του μίλησε ποτέ: για το παρελθόν της, για τα συναισθήματα της και τις επιθυμίες της, για το γάμο τους, για τα μυστικά της. Σύμφωνα με έναν περσικό μύθο, υπάρχει μια μαγική πέτρα στην οποία λες όλα σου τα προβλήματα, ώσπου μια μέρα η πέτρα σπάει και λυτρώνεσαι: αυτή είναι η πέτρα της υπομονής. Ο άντρας της λοιπόν καλείται να παίξει αυτόν τον ρόλο.

Ταινία που βλέπεται με μια ανάσα και με κλιμακωτή ένταση που σε ρουφάει όσο εξελίσσεται. Ο πόλεμος -σε δεύτερο πλάνο- και η εξομολόγηση της γυναίκας -σε πρώτο- αλληλεπιδρούν εύστοχα και συνδέονται με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.

Μέσα από τα λόγια της γυναίκας ξετυλίγεται μπροστά μας ολόκληρη η κουλτούρα των μουσουλμανικών χωρών με τα πρέπει, τις συνήθειες, τους άγραφους νόμους και φυσικά με το ποια θέση έχει η γυναίκα στην κοινωνία. Είναι ενδιαφέρον το πόσο γλαφυρά παρουσιάζεται η ψυχοσύνθεση της γυναίκας, της οποίας τα λόγια είναι αναπάντεχα τολμηρά και ξαφνιάζουν ευχάριστα. Είναι τόσο αληθινή η εξομολόγηση της, που δεν μπορεί παρά να αγγίξει οποιονδήποτε, σε όποιο σημείο της γης κι αν βρίσκεται: δεν είναι τυχαίο εξάλλου που η γυναίκα δεν έχει όνομα, ούτε κανένας άλλος από τους ήρωες, δεν κατονομάζεται καν η χώρα. Η γυναίκα αυτή γίνεται σύμβολο πέρα από το χώρο και το χρόνο.

Σε ολόκληρη την ταινία υπάρχει ένας κλοιός ανελευθερίας: ο πόλεμος που συμβαίνει στην πόλη, στη γειτονιά, σχεδόν μέσα στο σπίτι της ηρωίδας. Ο ετοιμοθάνατος σύζυγος σε ένα σπίτι ρημαγμένο. Οι καταπιεσμένες γυναίκες των μουσουλμανικών χωρών, που έχουν βρει άλλους τρόπους να ελίσσονται, να λειτουργούν, να επιβιώνουν. Παρά το ασφυκτικό κλίμα η ταινία δε σε πνίγει -αντιθέτως μοιάζει να σου κλείνει το μάτι με μια αχτίδα ελπίδας.

Η πέτρα της υπομονής είναι μια αναπάντεχα καλή ταινία, βαθιά ανθρώπινη και υπερβολικά ενδιαφέρουσα. Σε προβληματίζει, σε αγανακτεί, σε λυτρώνει. Όλα αυτά χάρη στο καταπληκτικό σενάριο, χάρη στη σκηνοθεσία και φυσικά χάρη στην πρωταγωνίστρια (η Γκολσιφτέ Φαραχανί, γνωστή και από το ιρανικό "Τι απέγινε η Έλι" και από το "Body of lies"), η οποία δίνει μια άψογη ερμηνεία, ενσωματώνοντας επιτυχώς όλες τις εναλλαγές στη διάθεση της ηρωίδας και την ενδιαφέρουσα εξέλιξη του χαρακτήρα της μέχρι το λυτρωτικό φινάλε.

Κάτι για τον Πέτρο Κωστόπουλο που μας ξεβλάχεψε

Ο Πέτρος Κωστόπουλος, ως γνωστόν, είπε πρόσφατα σε συνέντευξη του ότι μέσω των περιοδικών του, στα οποία έφερε τις τάσεις του ευρωπαϊκού lifestyle, μας ξεβλάχεψε. Ότι δηλαδή σταματήσαμε να είμαστε οι χωριαταράδες που ήμασταν πριν, βάλαμε φιρμάτα ρούχα και αρχίσαμε να πηγαίνουμε Μύκονο και έτσι καταφέραμε να γίνουμε κι εμείς πραγματικοί και μοδάτοι Ευρωπαίοι.

Αφήνοντας στην άκρη την μπούρδα που είπε ο Κωστόπουλος (με την οποία κατάφερε να προσβάλει όλους τους σημερινούς τριαντάρηδες και σαραντάρηδες και φυσικά και τους Βλάχους), ας το δούμε λίγο το πράγμα από την αντίστροφη σκοπιά. Όλοι όσοι συγχυστήκαμε με τη βλακώδη δήλωση του Κωστόπουλου, ακολουθήσαμε ή δεν ακολουθήσαμε τον τρόπο ζωής που πρόβαλε αυτός μέσα από τα περιοδικά του;

Αν πιστεύουν πράγματι μερικοί ότι ο Κωστόπουλος διαμόρφωσε την ιδεολογία και τον τρόπο ζωής μιας ολόκληρης γενιάς και αν και ο ίδιος ο Κωστόπουλος μπορεί να υπερηφανεύεται βλακωδώς ότι είχε τόσο μεγάλη δύναμη μέσω των περιοδικών του ώστε να μας "ξεβλαχέψει", η δική μας η συμμετοχή σε όλο αυτό ποια είναι;

Σε μια εποχή απόλυτης ευημερίας και ξεγνοιασιάς, ο Κωστόπουλος κατάφερε απλώς να βρει πάτημα ώστε να καταστήσει must και modus vivendi το θεαθήναι, την ανάγκη μας για επιδειξιομανία, την καθιέρωση της εικόνας ως εχέγγυο επιτυχίας. Η ανάγκη μας προϋπήρχε, δε μας την δημιούργησε ο Κωστόπουλος, αυτός ήρθε απλώς τη σωστή στιγμή. Κανείς δε μας ανάγκασε να αρχίσουμε να ξοδεύουμε τα λεφτά μας σε ρούχα, ταξίδια και αυτοκίνητα και να χρεώνουμε τις πιστωτικές. Κανείς δε μας ανάγκασε να πηγαίνουμε στα μπουζούκια και να το παίζουμε φίρμες. Κανείς δε μας ανάγκασε να γίνουμε τόσο κενοί και ανόητοι νομίζοντας παράλληλα ότι είμαστε σπουδαίοι. Όλα εμείς τα κάναμε, μόνοι μας.

Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι τώρα που έσκασε η φούσκα της dolce vita και ήρθε η κρίση, όχι απλώς δεν αλλάξαμε μυαλά, αλλά αρχίσαμε να ρίχνουμε ευθύνες στον έναν και στον άλλον, σαν τα παιδιά που τα έπιασαν να κάνουν ζημιές. Φταίνε οι κυβερνήσεις που ήταν διεφθαρμένες. Φταίνε οι τράπεζες που μας τάιζαν δάνεια. Φταίει το ΚΛΙΚ που γίναμε ψωνάρες. Ναι, όλα φταίνε, αλλά φταίμε κι εμείς, που δε θωρακίσαμε το πνεύμα μας, που δεν κρατήσαμε τα μυαλά μας μέσα στα κεφάλια μας.

Όσο για τον Πέτρο Κωστόπουλο, και πολύ ασχοληθήκαμε μαζί του. Από το να ασχολούμαστε με τέτοιους τύπους και με ασημαντότητες φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.

Θανάσης Χειμωνάς

"Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ποτέ δε θα έγραφε, ποτέ δε θα δημιουργούσε"

 

Κύριε Χειμωνά, πείτε μου λίγα λόγια για το τελευταίο σας βιβλίο, "Παραφροσύνη".

Είναι η ιστορία ενός νεαρού δοκιμιογράφου, του Ανδρέα Φανόπολου, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα σε δύο γυναίκες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, η μία ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο, η άλλη είναι μια πολύ διάσημη ηθοποιός, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να γίνει πρόεδρος στο πολιτικό κόμμα που ανήκει, την Πράσινη Θύελλα.

Επιδιώκετε μέσω του βιβλίου σας να κάνετε κάποιο πολιτικό σχόλιο για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας;

Πολιτικό σχόλιο όχι… Ποτέ δεν ήθελα τα βιβλία μου να είναι διδακτικά, να υποδεικνύουν στον αναγνώστη ποιο δρόμο να ακολουθήσει και πώς να σκεφτεί. Αλλά σίγουρα αυτά που έζησα στην πολιτική και στο ΠΑΣΟΚ όλα αυτά τα χρόνια με επηρέασαν, μου δημιούργησαν την ανάγκη να μοιραστώ αυτά που έζησα με τον αναγνώστη, με τη μορφή όμως ενός καθαρά λογοτεχνικού κειμένου.

Είναι αναμενόμενο, βέβαια, τα όσα συμβαίνουν γύρω μας να επηρεάζουν το έργο των λογοτεχνών.

Ναι… Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και το 2000, όταν έγραψα το δεύτερο μου μυθιστόρημα, το "Σπασμένα ελληνικά", που περιέγραφε τον έρωτα ενός Έλληνα με μια Αλβανίδα. Πολλοί είχαν πει ότι ήθελα να γράψω ένα δυνατό αντιρατσιστικό κείμενο. Η αλήθεια όμως είναι ότι εγώ δεν ήθελα να πω στον κόσμο ότι δεν πρέπει να είναι ρατσιστές, απλώς με είχε ενοχλήσει εκείνη την εποχή ο ρατσισμός των Ελλήνων και αυτό ήταν που με οδήγησε να γράψω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Δεν επιλέγω ποτέ τις ιστορίες μου, δε σκέφτομαι "θα γράψω για αυτό ή για εκείνο το ζήτημα", οι ιστορίες επιλέγουν εμένα. Κάποια στιγμή έρχονται ιδέες στο μυαλό μου, τις επεξεργάζομαι και όταν πλέον έχουν αρχή, μέση και τέλος τις βγάζω στο χαρτί.

Θεωρείτε ότι η σύγχρονη γενιά λογοτεχνών, στην οποία ανήκετε κι εσείς, έχει αξιοποιήσει επαρκώς το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας;

Σε μεγάλο βαθμό ναι. Νομίζω ότι το χαρακτηριστικό της δικής μου της γενιάς, των late 90s, του 2000, όπως μας αποκαλούν, αλλά και όσων συγγραφέων ακολούθησαν, είναι ότι υπάρχει ένας πλουραλισμός στον τρόπο έκφρασης και στα θέματα, υπάρχουν πολλά και εντελώς διαφορετικά στυλ, κάτι που δεν το βλέπαμε σε παλιότερους συγγραφείς. Πάντως, πιστεύω ότι εκ των πραγμάτων ο συγγραφέας δίνει το στίγμα της εποχής του, περνάει μέσα από την ματιά του.

Πολλοί κατηγορούν τους νέους για αναλγησία, ειδικά στα πολιτικά ζητήματα. Τι γνώμη έχετε για τη νέα γενιά και ειδικότερα για τη νέα γενιά λογοτεχνών; Θωρείτε ότι προσπαθούν να φέρουν αλλαγές μέσω του γραπτού λόγου;

Υπάρχει όντως μια αποστασιοποίηση των νέων από την πολιτική -αυτό είναι δεδομένο και δεν έχει να κάνει μόνο με τους νέους συγγραφείς ασφαλώς. Και ως έναν βαθμό μπορεί κανείς να πει ότι είναι και δικαιολογημένο. Εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχουν κόμματα που να απευθύνονται στη νέα γενιά, τα κόμματα απευθύνονται σε κομματικές πελατείες, οι ψηφοφόροι έχουν εξελιχτεί σε πελάτες που ψηφίζουν αυτόν που θα τους βολέψει, που θα τους διορίσει, που θα τους μειώσει τους φόρους. Πέρα από την πολιτική πάντως, θεωρώ ότι βγαίνουν συνεχώς εξαιρετικοί νέοι συγγραφείς, οι οποίοι όχι μόνο ασκούν μια κριτική σε αυτά που γίνονται, αλλά παράγουν και πολύ καλά κείμενα.

Είστε αισιόδοξος λοιπόν!

Για τη νέα γενιά λογοτεχνών ναι, για την Ελλάδα όχι!

Θεωρείτε ότι λόγω κρίσης γίνεται όλο και πιο δύσκολο να εκδώσει κανείς ένα βιβλίο; Είναι δύσκολο να είναι κανείς σήμερα συγγραφέας;

Πάντα ήταν δύσκολο να είναι κανείς συγγραφέας. Είναι ελάχιστοι στην Ελλάδα αυτοί που ζούνε μόνο από τα γραπτά τους. Ουσιαστικά η συγγραφή είναι ένα χόμπι που μπορεί κάπου-κάπου να σου δίνει και ένα χαρτζιλίκι… Έχει τύχει να διαβάσω εξαιρετικά μυθιστορήματα, τα οποία δεν μπόρεσαν να βρουν εκδότη… Είναι δύσκολα τα χρόνια, ο Έλληνας γενικά δε διαβάζει και πλέον θα ξοδέψει ακόμα λιγότερα χρήματα για την αγορά βιβλίων. Επίσης, ο Έλληνας γράφει περισσότερο από όσο διαβάζει! Πριν την κρίση έβγαιναν 10000 βιβλία το χρόνο, εξωφρενικός αριθμός για μια χώρα που η πλειοψηφία των κατοίκων της είναι ζήτημα αν διαβάζει ένα με δυο βιβλία ετησίως… Είναι ακόμα πιο δύσκολο για έναν νέο συγγραφέα που δε θα πουλήσει. Τα βιβλία, δηλαδή, που ακολουθούνε συγκεκριμένες συνταγές κουτσά-στραβά  θα βγούνε, ο εκδότης ξέρει ότι θα γίνουν επιτυχία και ότι θα βγάλει χρήματα. Κάποιος που θα γράψει κάτι πιο "δύσκολο", θα ζοριστεί. Αλλά πιστεύω πως πρέπει όλοι να προσπαθούμε, αξίζει τον κόπο.

Εσείς γιατί γράφετε; Ποια είναι η δική σας κινητήρια δύναμη;

Είναι μια ανάγκη η συγγραφή για μένα. Έτσι ξεκίνησε τουλάχιστον πριν εικοσιένα χρόνια. Είχα περάσει μια δύσκολη φάση στη ζωή μου και ένιωσα την ανάγκη να γράψω ένα διήγημα, το "Άλλοθι", το οποίο είχα σκοπό να κρατήσω στα συρτάρια μου, όπως συμβαίνει συχνά με τα πρώτα γραπτά των συγγραφέων. Οι γονείς μου το διάβασαν, τους άρεσε και με πίεσαν να το βγάλω προς τα έξω. Τελικά κυκλοφόρησε το 1997, σε μια συλλογή που κυκλοφόρησαν τότε τα Νέα. Και κάπως έτσι μπήκα κι εγώ στα γράμματα… Είναι πάντως μια ανάγκη που νιώθω ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αν δει κανείς την πορεία μου, θα παρατηρήσει ότι βγάζω ένα βιβλίο κάθε δύο περίπου χρόνια, υπάρχει κάτι μέσα μου που πρέπει να βγει και αυτό είναι το εκάστοτε βιβλίο.

Τι είναι αυτό που δεν έχει βγει ακόμα;

Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι. Κάθε φορά που βγάζω ένα βιβλίο, για έναν περίπου χρόνο αδειάζω εντελώς, αισθάνομαι ότι δε θα ξαναγράψω ποτέ. Αλλά όταν περνά αυτό το διάστημα, δημιουργείται η επόμενη ιδέα που γίνεται το επόμενο μου βιβλίο.

Έχετε δηλώσει σε συνέντευξη σας ότι το γεγονός πως οι γονείς σας ήταν λογοτέχνες δε σας επηρέασε καθόλου στο να γίνετε συγγραφέας. Αληθεύει αυτό;

Συνειδητά τουλάχιστον όχι. Όπως είπα και πριν, μέχρι τα 26 μου δεν είχα γράψει τίποτα και ούτε σκόπευα. Ακόμα και λίγους μήνες πριν γράψω το πρώτο μου διήγημα αν μου έλεγε κάποιος ότι θα γινόμουν συγγραφέας, θα γελούσα. Δεν είχα ποτέ βλέψεις να γίνω συγγραφέας, αθλητικός συντάκτης ήθελα να γίνω, κάτι που τελικά έκανα στο ξεκίνημα της προηγούμενης δεκαετίας. Δε θα έλεγα ότι ζούσα  σε ένα λογοτεχνικό περιβάλλον ούτε με πίεσαν ποτέ οι γονείς μου να διαβάσω κάποιο βιβλίο. Διάβαζα αρκετά ως έφηβος, μετά σταμάτησα για ένα διάστημα και στη συνέχεια ξαναήρθα σε επαφή με την λογοτεχνία λόγω των σπουδών Φιλολογίας στο Στρασβούργο. Αν κάποια πράγματα είχαν πάει καλύτερα στο διάστημα που προηγήθηκε του πρώτου μου διηγήματος, ίσως και να μην είχα γράψει ποτέ.

Θεωρείτε δηλαδή ότι οι πνευματικές ζυμώσεις γίνονται κατά τη διάρκεια κακής ψυχολογίας;

Θεωρώ πως όταν κάποιος γράφει και γενικά όταν δημιουργεί στο χώρο της τέχνης, κάτι δεν πάει καλά, με την έννοια ότι κάτι τον ενοχλεί και τον αναγκάζει να το κάνει. Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος ποτέ δε θα έγραφε, ποτέ δε θα δημιουργούσε. Σε έναν κόσμο που θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι, δε θα υπήρχε τέχνη. Η τέχνη και η συγγραφή είναι μια διέξοδος, ένας τρόπος να περάσεις σε ένα παράλληλο σύμπαν, ένας τρόπος να φύγεις από αυτά που σε βασανίζουν και να πας κάπου όπου αισθάνεσαι πιο άνετα.  

Θεωρείτε ότι το επιτυγχάνετε αυτό;

Όταν γράφω ναι. Αισθάνομαι πολύ όμορφα, αισθάνομαι ότι κάνω κάτι που πρέπει -χωρίς αυτό το "πρέπει" να έχει αρνητική χροιά.

Σε ποιον χώρο θα σας είχαμε δει αν δεν ήσασταν συγγραφέας;

Πολλά πράγματα ήθελα να κάνω. Θα ήθελα να ήμουν ποδοσφαιριστής. Έχω ασχοληθεί με την πολιτική. Έχω ένα συγκρότημα, τους Snob, με τον φίλο και επίσης συγγραφέα, Δημήτρη Σωτάκη. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι είμαι συγγραφέας, δεν αλλάζει αυτό! Αν έχω κάποιο ταλέντο, είναι αυτό.

Μετανιώνετε για κάτι συγγραφικά;

Όχι. Ακόμα κι αν μπορούσα να ξαναγράψω τα βιβλία μου, δε θα άλλαζα τίποτα. Έτσι ένιωσα, έτσι έπραξα, δε θα άλλαζα τίποτα γενικά.

Όνειρα και στόχοι για το μέλλον;

Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Προφανώς να συνεχίσω να γράφω, όσο πάει και όσο αντέξω. Και να συνεχίσουν τα βιβλία μου να έχουν νόημα σε αυτόν που τα διαβάζει. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα εξαιρετικών συγγραφέων, οι οποίοι κάποια στιγμή το έχασαν, αλλά συνέχισαν να γράφουν χρησιμοποιώντας το όνομα τους και για να διατηρήσουν το status του συγγραφέα. Αυτό είναι λυπηρό. Αν κάποια στιγμή διαπιστώσω ότι δεν έχω να γράψω κάτι, θα σταματήσω, δε θα μπω στη λογική να γράφω για πάντα. Αλλά αυτό ελπίζω να μη συμβεί ποτέ.

 

(Περιοδικο vakxikon.gr, τεύχος 41)

Δια μέσου

Πρέπει να περάσεις

μέσα από το χειμώνα, το θάνατο και τη φθορά

για να φτάσεις στο φως και την άνοιξη.

Πώς αλλιώς;

(City zoom, περιοδικο Ser-Free, τ.48)