"Μπαρόκ", της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Της Χρυσάνθης Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό www.periou.gr

Αν θα μπορούσε να αποδοθεί ένας μόνο χαρακτηρισμός για το νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου "Μπαρόκ" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018), θα διαλέγαμε τη λέξη πρωτότυπο. Σε αντίθεση με ό,τι συναντάμε συνήθως στη λογοτεχνία, δηλαδή την πορεία μιας ιστορίας από την αρχή της μέχρι το τέλος της και την παράλληλη εξέλιξη των ηρώων μέσα σε αυτήν, εδώ έχουμε ακριβώς το αντίθετο: την αντίστροφη πορεία της ζωής της ηρωίδας, από τη στιγμή που είναι πενήντα ετών μέχρι τη στιγμή της σύλληψης της.

Το "Μπαρόκ" δηλώνεται ως μυθιστόρημα, αλλά είναι τέτοιο με την ευρεία έννοια του όρου˙ αποτελείται από πενήντα κεφάλαια-μικρά διηγήματα, κάθε ένα από τα οποία περιλαμβάνει και ένα περιστατικό από κάθε ηλικία της ζωής της ηρωίδας, αριθμός που φιγουράρει και στον εκάστοτε τίτλο. Εύκολα θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομο το κάθε κεφάλαιο, κι ας δένονται μεταξύ τους με το νήμα της ζωής της ίδιας ηρωίδας.

Είναι ενδιαφέρον το πώς το βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στην (αυτο;)βιογραφία και τη μυθοπλασία, ενώ οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κάθε κεφάλαιο (οι περισσότερες από το προσωπικό αρχείο της συγγραφέως) και υπογραμμίζουν το κείμενο, αλλά και συμβάλλουν στο χτίσιμο μιας οικειότητας με τον αναγνώστη, όπως και επιβάλλεται ίσως σε ένα είδος κειμένου σαν αυτό.

Το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο στο "Μπαρόκ" -εκτός από τη δομή του- είναι η ποικιλία του. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου εξαντλεί κάθε μέσο για να αφηγηθεί την ιστορία της: άλλα κεφάλαια είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, άλλα σε δεύτερο, άλλα σε τρίτο. Άλλα αποτελούνται από διάλογο, άλλα είναι μία επιστολή ή ένα ποίημα ή μια ημερολογιακή καταγραφή, άλλα η περιγραφή ενός ονείρου. Ομοίως έχουμε ποικιλία στο ύφος και στο θέμα: η συγκίνηση εναλλάσσεται με το χιούμορ, τα πιο σπουδαία περιστατικά με τα πιο ασήμαντα, τα κομβικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας με τις πιο προσωπικές στιγμές. Και φυσικά μία από τις πιο μεγάλες προκλήσεις του βιβλίου -χωρίς την επίτευξη της οποίας θα αποτύγχανε το όλο εγχείρημα- είναι η προσαρμογή της γλώσσας στην εκάστοτε ηλικία: η ηρωίδα μας δε μικραίνει μόνο βιολογικά, αλλά και ως προς τον τρόπο που εκφράζεται, μέχρι τη στιγμή που παύει να …μιλά!

Τι είναι αυτό λοιπόν που προσφέρει λογοτεχνικά μια (αυτο;)βιογραφία προς τα πίσω; Αν θέλει να ξεκινήσει κανείς από το τέλος και να προχωρήσει μέχρι την αρχή, και πάλι θα βγαίνει νόημα. Επομένως προς τι αυτή η αντίστροφη πορεία; Η Αμάντα Μιχαλοπούλου, μέσα από το αυτό το πρωτότυπο συγγραφικό τέχνασμα, προσπαθεί να βρει έναν τρόπο να καταδυθεί στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και να εντοπίσει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ηρωίδα της (και κατ' επέκταση ο κάθε άνθρωπος) διαμορφώνει την προσωπικότητά της. Ξεκινάει από το αποτέλεσμα για να καταλήξει στο αίτιο.

Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά την αποσπασματική φυσιογνωμία του βιβλίου (εφόσον πρόκειται για διηγήματα, όχι άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους), την όλη αφήγηση διατρέχουν οι ίδιες ιδέες, οι ίδιες προσδοκίες, τα ίδια πρόσωπα. Ξεκινάμε από την παντρεμένη γυναίκα, την αναγνωρισμένη πλέον συγγραφέα, με την εμπειρία της ώριμης ηλικίας, για να την δούμε στα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα, στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα, με την διστακτική ορμή μιας νεαρής που ονειρεύεται. Το παράδοξο αυτό φέρνει μια αμηχανία στον αναγνώστη, αμηχανία όμως που λειτουργεί ιντριγκαδόρικα για να συνεχίσει το βιβλίο.

Παρότι γραμμένο με ύφος απλό, ανάλαφρο, ευχάριστο, το "Μπαρόκ" καταφέρνει τελικά να είναι ένα βαθύτατα υπαρξιακό μυθιστόρημα, καθώς παρουσιάζει με τρόπο εύστοχο το μεγαλύτερο δράμα της ανθρώπινης φύσης: πού καταλήγουν οι προσδοκίες και τα σχέδια των ανθρώπων, πού οδηγούνται οι ανθρώπινες σχέσεις, πώς το βίωμα μετατρέπεται σε εμπειρία. Το ότι το βλέπουμε αυτό από το τέλος κρύβει μια μικρή ειρωνεία, κρύβει όμως και μια αθωότητα.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με ωραία τοποθετημένες αναφορές στη λογοτεχνία, στην ιστορία, στην πολιτική, κι έχουμε ένα μυθιστόρημα-έκπληξη.

"Νεαρό άσπρο ελάφι", του Χρήστου Χωμενίδη

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

Ο Μηνάς Αβλάμης είναι ένας πρώην συγγραφέας, που εδώ και εφτά χρόνια έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην Κέρκυρα, έχοντας αποκηρύξει το συγγραφικό του έργο και έχοντας αφήσει πίσω του τον ξέφρενο τρόπο ζωής. Τη ρουτίνα της καθημερινότητας θα διαταράξει ένα τηλεφώνημα: τον καλούν από την πόλη της Κυδωνίας, όπου θέλουν να κάνουν μια εκδήλωση προς τιμήν του. Για να τον πείσουν να πάει του υπόσχονται ότι θα του σερβίρουν άσπρο ελάφι, την υπέρτατη γαστρονομική ηδονή. Ο Μηνάς Αβλάμης θα δεχτεί την πρόσκληση, αλλά με το που θα πατήσει το πόδι του στην Κυδωνία θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα απόλυτα παράδοξο σκηνικό, καθώς και με το παρελθόν του.

Στο "Νεαρό άσπρο ελάφι" (Εκδόσεις Πατάκη, 2016) του Χρήστου Χωμενίδη συμβαίνουν απίθανα πράγματα, ο ήρωας μας ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στον ρεαλιστικό και τον σουρεαλιστικό κόσμο και όλα τα γεγονότα είναι σαρκαστικά αστεία ή ελαφρώς τρομακτικά. Ένα ψυχεδελικό ταξίδι για τον αναγνώστη, μια εθιστική αναγνωστική εμπειρία (ο Χωμενίδης εξάλλου έχει το χάρισμα να σε κάνει να θέλεις να ρουφήξεις μονομιάς τα βιβλία του) και μια ιστορία που δεν ξέρεις πού ακριβώς θα σε πάει -ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου ενδιαφέρεται να δώσει όλες τις απαντήσεις.

Στην Κυδωνία ο Μηνάς Αβλάμης θα δει να ζωντανεύει το παρελθόν του, θα συναντήσει πρόσωπα από τα παλιά, θα θυμηθεί περιστατικά της ζωής του και θα αφηγηθεί πράγματα προσωπικά και γεγονότα που θα ήθελε να ξεχάσει, θα προσπαθήσει να πάρει άφεση και να βρει λύτρωση. Ένα μυθιστόρημα βαθύτατα υπαρξιακό, που λειτουργεί την ίδια στιγμή και ως κοινωνικό. Ο Χωμενίδης έχει την ευκαιρία να ρίξει την κριτική του ματιά και να σχολιάσει, πότε διακωμωδώντας και πότε με συναισθηματική φόρτιση, τη δομή της ίδιας της κοινωνίας, τις διάφορες κατηγορίες πολιτών, την ανθρώπινη συμπεριφορά, τον τρόπο ζωής στην Ελλάδα της ευημερίας. Πρόκειται εξάλλου για ένα βιβλίο με πολλές αναγνώσεις.

Παρόλο που το βιβλίο κυλά γρήγορα, η ιστορία ξετυλίγεται αργά αργά, με τις ανατροπές της, τις εκπλήξεις της, τις σταδιακές αποκαλύψεις της στη σωστή στιγμή, δημιουργώντας ένα παιχνίδι που κρατά το ενδιαφέρον συνεχώς ζωντανό. Όπως όλοι οι ήρωες του Χωμενίδη, έτσι και ο Μηνάς Αβλάμης είναι ένας ήρωας διάφανος, καθαρός, ολοζώντανος, σαν να τον έχεις μπροστά σου ή σαν να πρόκειται για κάποιον που τον γνωρίζεις προσωπικά. Γραφή άμεση, γρήγορη, ρεαλιστική με απόλυτα κινηματογραφική αίσθηση - θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει και ταινία. Μια γνήσια λογοτεχνική απόλαυση.

Πόλη στο ημίφως

Κι η πόλη μας

σε μια γωνία του χάρτη

παλεύει με τους φόβους της

τις ελπίδες της

το παρελθόν της

και το μέλλον της.

(City zoom, περιοδικο Ser-Free #52)

Έκλειψη υποκειμένου, του Φώτη Σενδουκά

"Στων παρυφών τη μαύρη γύρη

καθώς σκαρφάλωσα

είδα το ηλιόγερμα να αντανακλά

στων οριζόντων την ατέρμονη λιακάδα

Τότες που φύλλα ξέχωρα και ανόμοια

ανέμισαν και έκαναν

πως ήτανε πουλιά"

 

Με αυτούς τους στίχους σαν πρόλογο ο Φώτης Σενδουκάς ξεκινάει την ποιητική του συλλογή "Έκλειψη υποκειμένου" (Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2016). Ποίηση σκοτεινή, με έντονη πεσιμιστική διάθεση, στην οποία όλα βιώνονται με προβληματισμό, με διάψευση, με την επίγνωση μιας ζοφερής πραγματικότητας.

Ο Φώτης Σενδουκάς παλεύει με έννοιες αφηρημένες -την αλήθεια, τη μνήμη, τον έρωτα- σε ένα περιβάλλον μάλλον εχθρικό ("Κοίτα να δεις / που πια ο ίσκιος των αχτίδων του φωτός / κατάφερε και σκέπασε τη μέρα / Και πλέον οι σκιές μας / γυρτές και γερασμένες / περιπατούν στους στεναγμούς των γιοφυριών / που γκρέμισε ο φόβος"). Είναι διάχυτη η αναζήτηση για κάτι καλύτερο και η αίσθηση ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς, όμως τελικά η ίδια η πραγματικότητα συνθλίβει κάθε προσπάθεια ("Η πραγματικότητα / φαγωμένη απ' τις επιβεβαιώσεις των πολλών / ταίριαξε πια / και τσάκισε βίαια τις ψυχές μας"). Ακόμα και ο έρωτας είναι "ακατάδεχτος" και οι εραστές "αιώνια θαυμάσια θλιμμένοι και ανυπεράσπιστοι".

Γράφοντας άλλοτε σε β' ενικό, άλλοτε σε α' πληθυντικό και άλλοτε σε γ' πρόσωπο, ο Φώτης Σενδουκάς επιχειρεί να δημιουργήσει μια συλλογική φωνή καθώς ανατέμνει και αποδομεί την πραγματικότητα, παρόλ' αυτά η ποίηση του παραμένει εσωτερική. Μέσα από την δική του οπτική, προσπαθεί να βρει τα αίτια, ασκεί κριτική και δημιουργεί κοινωνικές και υπαρξιακές προεκτάσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τοποθετεί έντονα μέσα στην ποίηση του την έννοια του ίδιου του ποιητή.

 

"Νύχτωσε κόσμε

Ενώ τα σκουριασμένα πνευστά των παλμών της πνοής μας

σιωπούν

Κι άνθρωπος, διαλάλησαν οι ποιητές,

αυτός που δεν έχει χρόνο μήτε για τον εαυτό του

μήτε τους κρότους των ναρκών της ψυχής του,

τους ψαλμούς της γαλήνης αυτής να απολαύσει"

 

Ο λόγος του ιδιαίτερα πυκνός, πολύ μεστός, με συχνές απουσίες των ρημάτων, με χρήση πολλών επιθέτων, ουσιαστικών και επιρρημάτων και με παντελή έλλειψη σημείων στίξης, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μικρή έκταση των περισσότερων ποιημάτων, επιτείνουν την αίσθηση της ασφυξίας που επιδιώκει να προσδώσει ο ποιητής στη συλλογή του.

 

"Μένουν θολά και ερειπωμένα

μες στου σπιτιού

του περασμένου χρόνου το ντουλάπι

όσα δεν μπόρεσες ποτέ να ανασύρεις

 

Πώς άραγε ηχεί η φυλλωσιά;

Πότε το φως πονεί να γίνει χρώμα;".

 

Της Χρυσάνθης Ιακώβου / Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

Μισέλ Φάις

"Έμπνευση είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο, κάτι λησμονημένο"

 

Συνέντευξη στην Χρυσάνθη Ιακώβου/ Αναδημοσίευση απο το περιοδικό vakxikon.gr

 

Μιλήστε μου για το τελευταίο σας βιβλίο, "Όπως ποτέ", που κυκλοφορεί απο τις Εκδόσεις Πατάκη.

Εν πρώτοις, κλείνει την τελευταία τριλογία μου. Ταυτόχρονα, είναι ένα βιβλίο μιας χωροταξικής μετατόπισης: από το τελετουργικό δωμάτιο της ψυχανάλυσης («Από το πουθενά», 2015), στο δυστοπικό γκρι στούντιο («Lady Cortisol», 2016) και στο κλειστοφοβικό λαγούμι του εαυτού («Όπως ποτέ», 2019).  Επίσης, το “Όπως ποτέ” είναι ένα βιβλίο, όπως τα περισσότερα βιβλία μου, που επιβεβαιώνει ότι το πώς λες μια ιστορία σε μεγάλο βαθμό καθορίζει και το τι λέει μια ιστορία, αλλά και γιατί την λες. Ακόμη, το “Όπως ποτέ” επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας του έλκεται περισσότερο από την πρόζα της ποίησης, της φιλοσοφίας, της φωτογραφίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της πολεοδομίας, της μουσικής, ιδίως αυτής, κι ολοένα λιγότερο από την πρόζα της λογοτεχνίας.

Επί του πρακτέου, όμως, το “Όπως ποτέ” μιλάει για ένα κλονισμένο άντρα, μια αινιγματική γυναίκα (τους γονείς του αφηγητή; το αρχετυπικό κι έκπτωτο άρρεν και θήλυ; το άρρεν και το θήλυ εντός του αφηγητή; τη Γραφή και την Πραγματικότητα;) κι ένα δυσοίωνο πλήθος που κινείται ανάμεσα τους άλλοτε πανικόβλητα, άλλοτε ληθαργικά κι άλλοτε φαρσικά (παρ’  ολίγον να πω: φαϊσικά). Το "Όπως ποτέ” είναι βιβλίο που λογοδοτεί στο βλέμμα και στο άγγιγμα του ονείρου, εξού και είναι τόσο ρευστό, μεθοριακό, θρυμματισμένο, κρυπτικό. Κατά βάθος, ένα βιβλίο πτώσης (αυτό, εξάλλου, μαρτυρεί και η ασπρόμαυρη σκάλα του  εξωφύλλου)―πτώση: από το νόημα, από τον εαυτό, από τη μνήμη, από τις οικειότητες, από τις λέξεις. Σαν να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις ταυτόχρονα μια σκάλα (σαν αυτή του εξωφύλλου που εκτός από τη σκάλα του ιατρείου του πατέρα μου στην Κομοτηνή παραπέμπει και στη σκάλα του ονείρου του Ιακώβ) εξού και ο υπότιτλος:  Κωμωδία της κούρασης.

Τι μεσολαβεί από το ένα βιβλίο στο άλλο;

Η ασυνεχής ροή ανάμεσα στα κεφάλαια της αφηγημένης ζωής. Επειδή, ως γνωστόν, η ζωή δεν ζει, η αφήγηση δεν αφηγείται.

Τι αίσθηση σας αφήνει η ολοκλήρωση του κάθε βιβλίου και πώς συναντάτε την έμπνευση για το επόμενο;

Άλλοτε κάτι από ανακούφιση, άλλοτε κάτι από ανία, άλλοτε κάτι από πένθος, άλλοτε κάτι από κωμωδία. Έμπνευση, αν υπάρχει, είναι η πίεση που ασκεί πάνω σου κάτι άδηλο και απροσδιόριστο, κάτι λησμονημένο, εμποδισμένο ή παραγκωνισμένο, κάτι που ζητάει να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, κάτι που δεν αντέχει να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι.

Ποια είναι μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας; Να βελτιωθεί από βιβλίο σε βιβλίο; Να καταφέρει να δημιουργήσει έναν σταθερό δεσμό με τον αναγνώστη; Να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα;

Στην κρούστα κάποιες από αυτές τις αιτίες. Στο βάθος να αντέξει στις εφήμερες πιέσεις του βιοπορισμού, αλλά και τις μετατοπίσεις ή τις ρωγμές του μέσα χρόνου ώστε να εξασφαλίσει χρόνο, συμπαγή και ατεμάχιστο, για να δοκιμαστεί, πάλι και πάλι, με τους οικείους δαίμονες της μνήμης, της γλώσσας, της επιθυμίας για γραφή.

Εδώ και πολλά χρόνια διδάσκετε δημιουργική γραφή. Σε πόσο μεγάλο βαθμό, αλήθεια, μπορεί να διδαχθεί η τέχνη της γραφής;

Το έχω ξαναπεί. To επαναλαμβάνω. Το αν διδάσκεται ή όχι η γραφή (λογοτεχνική, θεατρική, δοκιμιακή κτλ) δεν με απασχόλησε ποτέ. Αντιθέτως, αυτό που με απασχόλησε και με απασχολεί μέχρι σήμερα, όταν μπαίνω σε μια τάξη δημιουργικής γραφής, είναι η διαθεσιμότητα όλων αυτών που καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι, γύρω από βιβλία, από κείμενα, από ασκήσεις. Αυτό με καίει, αυτό είναι το κρίσιμο: το αναγνωστικό, αφηγηματικό, το ψυχικό τους άνοιγμα. Είναι διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κάποιους κινδύνους; Να αποχαιρετήσουν κάποιες βεβαιότητες; Να δεχτούν την αφηγηματική περιπέτεια, ταυτόχρονα, ως περιπέτεια της αφήγησης και ως περιπέτεια του εαυτού; Και η απάντηση, φυσικά, έρχεται πάντα από τα βιβλία, τις διακρίσεις και τις λογοτεχνικές συντροφιές που αναφύονται και εξαπλώνονται μέσα από τις συναντήσεις δημιουργικής γραφής που εμπλέκομαι εδώ και χρόνια, από τα χρόνια του ΕΚΕΜΕΛ και του ΕΚΕΒΙ μέχρι σήμερα στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

Από την εμπειρία της συναναστροφής σας με επίδοξους συγγραφείς, τι να περιμένουμε από τη λογοτεχνική γενιά του αύριο;

Ό,τι περιμέναμε και από τη γενιά του χθες, ό,τι περιμένουμε από τη γενιά του σήμερα: απαιτητικότερα και πιο ιδιοσυγκρασιακά βιβλία. Βιβλία που βάζουν στην άκρη την αυτοεικόνα τους, αν θα αρέσουν, αν θα προκαλέσουν, αν θα πουλήσουν και άλλα ηχηρά παρόμοια. Βιβλία που βάζουν στοιχήματα με το παρελθόν τους και το μέλλον τους κι όχι περιοριστικά με το εφήμερο παρόν τους.

Σύμφωνα με έρευνες, οι μισοί Έλληνες δε διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο το χρόνο και οι άλλοι μισοί διαβάζουν ελάχιστα. Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, αυτό; Θα μπορούσε να αλλάξει;

Μακρά και μάλλον ατελέσφορη κουβέντα. Γενικώς είμαστε λαός αυτοσχέδιος, θορυβώδης και απρογραμμάτιστος. Έτσι μάθαμε, έτσι μας έμαθαν. Από τη μια το ένδοξο ή ηρωικό παρελθόν μας, από την άλλη η μεταπολιτευτική μας ραστώνη. Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, η οικονομική δυσανεξία βύθισε στην κατάθλιψη όλον αυτόν τον καταστατικό μας διχασμό. Πάντως τώρα είναι πιο καθαρά, πιο τίμια τα πράγματα: οι αναγνώστες αγοράζουν τα βιβλία που θα διαβάσουν κι όχι τα βιβλία που φαντασιώνονται ότι θα διαβάσουν, χωρίς να τα διαβάζουν εντέλει. Το αν, πότε και πώς θα αλλάξει αυτή η κατάσταση… Υπάρχουν πιο αρμόδια χείλη να αποφανθούν περί αυτού. Προσωπικά, όσον με αφορά, στους μαθητές μου επιμένω πως άβιβλος συγγραφέας δεν νοείται.

Σε πόσο μεγάλο βαθμό καταφέρνετε σε κάθε βιβλίο να εκφράσετε αυτά που θα θέλατε; Υπάρχει ταύτιση μεταξύ πρόθεσης και αποτελέσματος;

Γράφω σ' ένα σημείο στο “Όπως ποτέ”: 

Όταν λες μια ιστορία… Ναι… Λέω, όταν λες μια ιστορία, τι λες; Λέω αυτό που συνέβη. Μόνο; Αυτό που συνέβη από τη σκοπιά μου… Μόνο; Κάποιες φορές κι αυτό που ήθελα να συμβεί ή κι αυτό που δεν ήθελα να συμβεί. Αυτό γιατί το κάνεις; Για να κάνω την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα. Μόνο; Χωρίς αιχμές. Να τη στρογγυλέψω. Πιο ανακουφιστική. Για ποιον; Συνήθως για μένα. Τροποποιείς τα δεδομένα, παραλλάσσεις το πλαίσιο, μετατοπίζεις χρόνους και χώρους, μασκαρεύεις πρόσωπα και συμβάντα, αναλόγως σε ποιον λες την ιστορία; Παλαιότερα. Τώρα; Τώρα προσπαθώ να είμαι όσο πιο ακριβής γίνεται. Ακριβής ή αληθινός; Ακριβής. Μεγαλύτερη αλήθεια από την ακρίβεια δεν υπάρχει. Η ακρίβεια έχει κάτι το απόλυτο. Δηλαδή; Κάτι το άυλα απτό. Μάλιστα… Σκέψου, μια καρέκλα. Στέρεη και αναπαυτική. Τη σκέφτεσαι; Την καρέκλα; Αυτή η καρέκλα δεν υπάρχει. Δεν… Αυτή η καρέκλα βγαίνει από κάποιο όνειρο ή από το επέκεινα. Μάλιστα… Η ακρίβεια, λοιπόν, έχει την τεχνική, τη δύναμη, πες το όπως θες, να αποσπά αυτή την καρέκλα από την αχλή ή το άδηλο. Κι όχι μόνο. Να τη φέρνει στον χώρο σου. Να την εμφανίζει μπροστά σου. Πιο πραγματική από την πραγματική. Κατανοητό; Κι όχι μόνο να τη φέρνει σπίτι σου, στο δωμάτιό σου, αλλά να μπορείς, αν θες, αν δεν φοβάσαι, να καθίσεις. Στην καρέκλα από το όνειρο; Ή από το επέκεινα. Να καθίσεις και να διαβάσεις την εφημερίδα σου ή να πιεις το τσάι σου. Ακόμη και να πάρεις έναν υπνάκο μπορείς. Τι να πω… Ό,τι θέλεις… Τι μεσολάβησε, τι άλλαξε από παλιά; Τι εννοείς; Τι σε οδήγησε, τι σε έσπρωξε με τον καιρό, πώς να το πω, στην αγκαλιά της ακρίβειας, στα θέλγητρά της. Πρώτον, το πες πες πολλών ιστοριών. Δεύτερον, οι αντοχές μου. Δεν καταλαβαίνω. Δεν είναι περίπλοκο. Η μειωμένη πλέον συγκέντρωση του ακροατή, η παραδοπιστία των λέξεων, αλλά, κυρίως, η επιθυμία μου να αφηγηθώ κάτι που ενδεχομένως είναι άτεχνο ή ανιαρό, βρίσκεται όμως όσο πιο κοντά γίνεται σ’ αυτό που ακριβώς έζησα. Και τα καταφέρνεις; Με πολλή προσπάθεια. Υπάρχουν κάποια τρικ γι’ αυτό; Μπορούμε να τα πούμε κι έτσι… Παράδειγμα; Ότι λέω, αφηγούμαι την τελευταία ιστορία στον κόσμο, την τελευταία ιστορία που μου αναλογεί, κι ότι, αν αποκλίνω από την πραγματική της αίσθηση, θα μου συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό που, έτσι κι αλλιώς, πρόκειται να μου συμβεί. Με άλλα λόγια, μου λες ότι η πραγματική αίσθηση μιας ιστορίας μπορεί να σώσει εσένα, την ιστορία κι αυτόν που σε ακούει; Δεν ξέρω, μπορεί. Λες μια ιστορία για τον εαυτό σου, για τον άλλο ή για την ίδια την ιστορία; Μπορεί και για την ιστορία των ιστοριών. Για την αφανισμένη φάρα των ιστοριών”.

Κάπως, έτσι, λοιπόν.

Σχέδια για το μέλλον; Με τι ασχολείστε αυτόν τον καιρό και τι άλλο ετοιμάζετε;

Ασχολούμαι με τον σχεδόν δίχρονο γιό μου. Το πιο φωτεινό, το πιο ανεξάντλητο, το πιο βαθύ κείμενο της ζωής μου. Παρεμπιπτόντως, αυτός που γράφει κι όταν δεν γράφει γράφει. Οψόμεθα, λοιπόν…