Της χάιδεψε τα μαλλιά. Μαύρα μακριά μαλλιά, που χύνονταν ανακατεμένα στα άσπρα σεντόνια. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα έμπαινε η μυρωδιά του ανοιξιάτικου γιασεμιού και μια υποψία φεγγαρόφωτος διέγραφε απόκοσμα τις σιλουέτες των σωμάτων τους στη μισοσκότεινη κάμαρα. Άπλωσε το χέρι του στο κομοδίνο για να πιάσει τα τσιγάρα του. Από το βάθος ακούστηκε το τρένο να διασχίζει πάνω στις ράγες τη νύχτα. Ασυναίσθητα κοίταξε το ρολόι: 11 και 23. Πότε και δεκαοχτώ, πότε και εικοσιένα, καμιά φορά ακόμα και εικοσιεφτά, είχε κάθε βράδυ τη συνήθεια να περιμένει το τρένο να περάσει. Μια παιδιάστικη ανυπομονησία. Μια αίσθηση αθωότητας και νοσταλγίας.
«Έξω από το σπίτι μου στη Ρωσία περνούσανε τρένα. Μεγάλα τρένα, κόκκινα, σοβιετικά. Με το σφυροδρέπανο χαραγμένο πάνω τους».
Γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε. Το σεντόνι άφησε ακάλυπτο το στήθος της που έλαμπε ασημένιο στο φως της σελήνης.
«Έτρεχα στο παράθυρο μου, κρεμιόμουν από το περβάζι και περίμενα να περάσουν. Ιδιαίτερα μου άρεσαν τα εμπορικά τρένα, με τα τεράστια βαγόνια. Με τον αδερφό μου βρήκαμε κι ένα παιχνίδι: κατεβαίναμε στην αυλή, μαζεύαμε πέτρες και τις πετούσαμε. Όταν έφταναν μέχρι το τρένο είχαμε μία χαρά…».
Τράβηξε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του μισοκλείνοντας τα μάτια.
«Μια μέρα μας έπιασε η μάνα μας… Ξύλο που φάγαμε… “Μα μαμά, δεν πετάμε στα τρένα που κουβαλάνε κόσμο…”. Δεν ξαναπέταξα πέτρες από τότε. Αλλά συνέχισα να μαζεύω. Μπορεί να έχω ακόμα κάπου φυλαγμένες μερικές…».
Τον χάιδεψε στο μάγουλο με την ανάποδη του χεριού της.
«Τα δρομολόγια των τρένων έβαζαν πρόγραμμα στη μέρα μου. Δέκα και μισή το πρωί. Εάν το άκουγα σήμαινε πως είμαι άρρωστος και δεν έχω πάει σχολείο. Τέσσερις παρά τέταρτο το μεσημέρι. Έχει έρθει ο μπαμπάς από τη δουλειά, έχουμε φάει και πίνουμε τσάι. Δέκα το βράδυ. Ήρθε η ώρα για ύπνο. Πρέπει να πλύνω τα δόντια μου, να ετοιμάσω τα ρούχα μου και την τσάντα μου για την επόμενη μέρα…».
Έσβησε το τσιγάρο βιαστικά στο τασάκι –ο καπνός έμεινε να ανεβαίνει ασημένιος για μερικά δευτερόλεπτα.
«Κάποτε έτυχε να μην περάσει τρένο για τέσσερις ολόκληρες μέρες! Βλάβη ίσως, ούτε ξέρω… Τα έχασα! Αποσυντονίστηκα εντελώς, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω! Τότε αγόρασα το πρώτο μου ρολόι…».
Πήρε το χέρι του στα δικά της, άρχισε με τον δείκτη της να ζωγραφίζει στο εσωτερικό της παλάμης του.
«Με ένα τέτοιο τεράστιο τρένο ήρθαμε στην Ελλάδα. Η Σοβιετική Ένωση διαλυόταν. Κόσμος έτρεχε συνεχώς στους δρόμους πανικόβλητος, πυροβολισμοί ακούγονταν παντού. Πέφταμε στο πάτωμα μην τυχόν και μας βρει καμιά σφαίρα στο σπίτι… Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που θα φεύγαμε! Που θα ανεβαίναμε σε ένα τεράστιο τρένο και θα ερχόμασταν στην πατρίδα… Δεν είχα ξαναμπεί σε τρένο ποτέ!».
Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, το σεντόνι μπλέχτηκε τσαλακωμένο ανάμεσα στα πόδια του.
«Την ημέρα στο σταθμό τη σκέφτομαι σαν όνειρο. Θυμάμαι μόνο τη μάνα μου να μου σφίγγει το χέρι για να μη χαθώ στο συνωστισμό. Ακόμα αισθάνομαι καμιά φορά το χέρι της όταν ακούω τρένο να σφυρίζει».
Στύλωσε το βλέμμα του απέναντι, σαν να ξανάβλεπε το σταθμό μπροστά του. Κοίταξε κι αυτή, της φάνηκε πως έβλεπε πράγματι.
«Και μετά ξεκινήσαμε… Με ένα σφύριγμα, αργά στην αρχή και μετά πιο γρήγορα και πιο γρήγορα… Άνοιξα το παράθυρο και κρέμασα έξω τα χέρια μου. Ο αέρας μού έκοβε την ανάσα. Ήμουν τόσο χαρούμενος! Και τότε ξαφνικά είδα στο βάθος το σπίτι μας. Το σπίτι μας με τα κόκκινα τούβλα και τα μικρά παράθυρα και την αυλή μας, που είχε στο κέντρο μια μικρή ανθισμένη κερασιά… Και τότε συνειδητοποίησα πως το τρένο δε μας γύριζε στην πατρίδα, αλλά μας έπαιρνε μακριά από το σπίτι μας. Και πως τώρα θα ερχόταν κάποιο άλλο αγόρι και θα έμενε στο δωμάτιο μου και θα κρεμιόταν από το παράθυρο μου για να δει τα τρένα και θα μάζευε πέτρες από την αυλή μας και θα έπινε τσάι στην κουζίνα μας ακούγοντας από το βάθος τον ήχο των βαγονιών… Και εμείς θα έπρεπε να βρούμε ένα άλλο σπίτι, χωρίς κερασιές και χωρίς αυλές, χωρίς κόκκινα τούβλα, χωρίς τρένα…».
Η φωνή του σίγησε τόσο απαλά, σαν να τελείωσαν οι λέξεις. Και στο δωμάτιο απλώθηκε τέτοια βαθιά σιωπή, που νόμιζες πως μπορούσες να την αγγίξεις, σαν την ομίχλη εκείνου του φεγγαρόφωτος.
«Πόσο θα ήθελα να ξανανέβαινα σε ένα τέτοιο τρένο και να γυρνούσα για λίγο πίσω…».
Ακούμπησε το πρόσωπο της στην πλάτη του.
«Θα ξαναγυρίσεις αγάπη μου, μαζί θα πάμε, να βρούμε την αυλή σου, την κερασιά σου».
tovivlio.net, Τρενογραφίες, Οκτώβριος 2015
http://tovivlio.net/%CF%83%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CF%81%CE%AD%CE%BD%CE%B1/