Μα σε τι χρειάζονται οι ποιητές;

Σε τίποτα. Και σε όλα. Και οι δύο απαντήσεις και σωστές και αποδεκτές και δικαιολογημένες.

Αν το καλοσκεφτείς, ο ποιητής δε χρειάζεται απολύτως πουθενά. Σε καιρούς ευημερίας και ευτυχίας (βλ 90s) είσαι πολύ απασχολημένος -και μεθυσμένος- από τη φρενήρη κατανάλωση, από την ανεμελιά της οικονομικής ασφάλειας, από αυτήν τη γλυκιά χαρά του να χτίζεις τη ζωή σου με όσα αντικείμενα θες. Πού καιρός για ενδοσκοπήσεις και υπαρξιακά ερωτήματα και διάφορους μη αναγκαίους προβληματισμούς.

Στην εποχή της κρίσης και της αγωνίας (βλ τώρα), ακόμα χειρότερα. Η ζωή σου έχει γυρίσει τούμπα, δεν ξέρεις από πού να πρωτοκόψεις τα έξοδα, σιχτιρίζεις τη μοίρα σου που κατήντησες έτσι, κοιτάς να ξεκλέψεις κανένα ευρώ για καμιά εκδρομή ή για καμιά καλή αγορά, ποιος ενδιαφέρεται για στίχους και αναλύσεις; Φαντάζει γελοία πολυτέλεια.

Ναι, έτσι όπως χτίσαμε τις ζωές μας, η ποίηση δε χρειάζεται πουθενά. Και οι ποιητές δεν είναι παρά κάτι γραφικοί τύποι που σκαλίζουν ασυναρτησίες στο χαρτί και κανείς δεν ξέρει τι θέλουν να μας πουν και γιατί.

Με αυτή τη λογική βέβαια, ότι η ποίηση είναι μια άχρηστη πολυτέλεια, δεν είναι παράξενο που η ποίηση υπήρχε από πάντα και συνεχίζει να υπάρχει; Ποιητικά είναι τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που γράφτηκαν -το πεζό ήρθε μετά. Και ποίηση εξακολουθεί να υπάρχει, παρά την κυνικότητα, παρά την κρίση, παρά την πτώση στην αγορά του βιβλίου, ποιητική παραγωγή (καλή, κακή, δεν έχει σημασία, αυτό είναι ένα άλλο θέμα) συνεχίζει να υπάρχει.

Και οι ποιητές, οι αναγνωρισμένοι, (γιατί, είπαμε, υπάρχουν και οι …γραφικοί τύποι, σωστά;), δεν περιβάλλονται με έναν μύθο, με μια αίγλη; Ελύτης λες και Ρίτσος και Καβάφης και ένα σωρό άλλους και γεμίζεις με δέος. Ή ακούς έναν στίχο τους τυχαία και σε αγγίζει ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου.

Μην πούμε πάλι τα γνωστά, ότι με την κρίση πρέπει να κοιτάξουμε εντός μας, γιατί η κρίση που διανύουμε είναι κυρίως υπαρξιακή και όχι οικονομική και πρέπει να στραφούμε προς τις τέχνες, γιατί αυτές είναι το μόνο μας καταφύγιο και μόνο αυτές θα μας σώσουν, μπλα μπλα μπλα.

Ας πούμε κάτι άλλο. Ότι η ποίηση -όπως και όλες οι τέχνες δηλαδή- είναι ομορφιά. Η ποίηση είναι η άλλη θεώρηση, η άλλη ερμηνεία, η άλλη όψη του κόσμου. Ο ποιητής, από την πρώτη στιγμή που αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του μέχρι και τη στιγμή που πεθαίνει, είναι σαν να φοράει ένα ζευγάρι γυαλιά και να βλέπει όλα όσα τον περιβάλλουν μέσω αυτών. Προσπαθεί συνεχώς και με αγωνία να ερμηνεύσει και να αποκωδικοποιήσει όσα συμβαίνουν. Άλλα τα βλέπει πιο μαύρα, άλλα πιο χαρούμενα, σίγουρα πάντως τα βλέπει όλα διαφορετικά. Και αυτό το διαφορετικό, αυτή τη νέα αλήθεια, τη νέα εικόνα, το νέο βίωμα, το γράφει για να το βιώσουν και όλοι οι αναγνώστες.

Ναι οκ, η ποίηση είναι πολυτέλεια. Με την ίδια ακριβώς λογική που είναι πολυτέλεια το να ακούσουμε μια ωραία μουσική, να χορέψουμε, να γελάσουμε, να δούμε μια καλή ταινία. Να κάνουμε μια ωραία συζήτηση, έναν περίπατο, να θαυμάσουμε μια όμορφη φωτογραφία.

Προσπαθούμε να κάνουμε όμορφες τις ζωές μας, αλλά πολλές φορές με λάθος τρόπο: αγοράζοντας ωραία ρούχα, αποκτώντας ωραία σπίτια, πηγαίνοντας διακοπές σε ωραίους προορισμούς. Κι αυτά τα θέλουμε και τα χρειαζόμαστε, οκ. Αλλά με αυτόν τον τρόπο σαν να αποστειρώσαμε τις ζωές μας, σαν να τις στεγνώσαμε, μαζέψαμε τόσο πράγματα γύρω μας και μπουκώσαμε.

Ξεχάσαμε κυριολεκτικά να αφήσουμε λίγο πιο ελεύθερη την ψυχή μας και να αναζητήσουμε την ομορφιά γύρω μας, σε άλλα πράγματα, σε αυτήν την άλλη όψη του κόσμου, την εναλλακτική. Και σε αυτό το κομμάτι, ναι, η ποίηση ίσως και να μπορούσε να μας βοηθήσει.

 

Περιοδικό Ser-Free, τ.44, Απρίλιος 2017

Το κάλλος και ο κάλος

Τα ψηλοτάκουνα παπούτσια πέρασαν για κάποιο λόγο ως το απόλυτα θηλυκό ενδυματολογικό trend -λες κι αν δε φοράς τακούνια τίθεται υπό αμφισβήτηση η θηλυκότητα σου.

Το βάσανο ξεκινάει από την εφηβεία. Αν δε μάθεις να τα φοράς από τότε, μετά δεν πρόκειται να τα συνηθίσεις ποτέ. Εκτός αν υποβάλλεις τον εαυτό σου στη δοκιμασία να τα φοράει αυθημερόν, οπότε, πού θα πάει, κάποια στιγμή θα μάθεις να ισορροπείς αποφεύγοντας τον κίνδυνο να σωριαστείς. (Αυτός είναι επιστημονικά αποδεδειγμένα ο τρόπος. Έχω ακούσει γυναίκες να συζητάνε ότι τα φορούσαν με το ζόρι κάθε μέρα μέχρι να τα …συνηθίσουν).

Και δώσ' του οι συμβουλές, και δώσ' του τα άρθρα στα γυναικεία περιοδικά για το πώς να μάθεις να φοράς τα ψηλοτάκουνα χωρίς να υποφέρεις. Και γιατί να μάθω ρε παιδιά και να μην τα αποφύγω εντελώς; Αφού υποφέρω.

Το ψηλοτάκουνο παπούτσι ίσως και να ήταν όντως κάτι υπέροχο, αν δεν ήταν τόσο …υποχρεωτικό. Όλα τα επίσημα παπούτσια, αυτά που συνδυάζονται με τα ωραία φορέματα, είναι αποκλειστικά και μόνο με τακούνι -τουλάχιστον έξι-εφτά εκατοστών. Η αμέσως επόμενη επιλογή είναι αυτά που φοράει η προγιαγιά μου για να πάει την Κυριακή στην εκκλησία ή οι μπότες, που φυσικά και δεν ταιριάζουν με τη φορεματάρα που θέλεις να βάλεις, οπότε θα πέσεις θύμα σχολιασμού και κοινωνικού bullying.

Αν θέλεις δε να παντρευτείς, εκεί χειροτερεύει το πράγμα: τακούνι μικρότερο των 10 εκατοστών σε νυφικό παπούτσι πολύ απλά δεν υπάρχει. Κοντολογίς, αν θέλεις, σε μια επίσημη περίσταση ή σε μια έξοδο να κάνεις αξιοπρεπή εμφάνιση σύμφωνα με τους τρέχοντες ενδυματολογικούς κώδικες (δηλαδή για να μη σε κοιτάνε πλαγίως οι υπόλοιπες γυναίκες), η επιλογή είναι μονόδρομος.

Η πονηριά στην όλη αυτή υπόθεση με τα τακούνια είναι ότι για κάποιο λόγο δεν αμφισβητούνται, θεωρούνται αυτονόητα. Σε αντίθεση με άλλα πράγματα που τίθενται υπό αμφισβήτηση από τις γυναίκες ως σύμβολα καταπίεσης ή που απλά αγνοούνται ή στα οποία υπάρχουν εναλλακτικές, αυτά χαίρουν της απόλυτης υποστήριξης των γυναικών. Πονάνε-δεν πονάνε, μπορούν-δεν μπορούν να περπατήσουν, κουράζονται-δεν κουράζονται μετά από λίγη ώρα ορθοστασίας, θα θαυμάζουν τους εαυτούς τους που τα φοράνε και θα κοιτάνε με μισό μάτι εσένα που δεν τα φοράς.

Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με τα ρούχα, που είναι στενά ή που ταιριάζουν σε πολύ συγκεκριμένους σωματότυπους, συμβαίνει και με τα μαλλιά και με το μακιγιάζ και με τα νύχια και με όλα όσα αφορούν τέλος πάντων τη γυναικεία εμφάνιση, μόνο που στην περίπτωση των παπουτσιών, είπαμε, σχεδόν δεν υπάρχουν εναλλακτικές.

Με τα τακούνια δεν μπορείς να περπατήσεις με άνεση, δεν μπορείς να τρέξεις, δεν μπορείς να μείνεις όρθια πολλή ώρα ή να χορέψεις όση ώρα θέλεις, δεν μπορείς να οδηγήσεις, δεν μπορείς ενδεχομένως να περπατήσεις χωρίς συνοδεία -ή ακόμα κι αν μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά, πολύ απλά τα πόδια σου πονάνε φρικτά. Και όλως περιέργως, σε έχουν πείσει και ότι είναι πολύ καλή ιδέα. Που αναδεικνύει παράλληλα την εμφάνιση σου, τη θηλυκότητα σου, την πέραση σου φυσικά στο άλλο φύλο και εν τέλει την ικανότητα σου που τα έχεις όλα αυτά. Μπράβο, πολύ ωραία πράγματα.

ΥΓ Γράφοντας αυτό το άρθρο και ψάχνοντας κάτι σχετικό στο google, έπεσα και πάνω στην -εμετική- επιλογή φωτογραφιών: ψηλοτάκουνα για παιδιά.

Θα ήταν τελικά τόσο τρομερό αν λέγαμε "ναι" στον Οίκο Gucci;

Έλα μου ντε. Ναι, οκ, με την πρώτη σου έρχεται στο μυαλό "ε όχι που θα μου βεβηλώσουν τον ιερό μου χώρο τα ξερακιανά μοντέλα και τα φορέματα του Gucci", αλλά αν το σκεφτείς πιο ψύχραιμα, είναι τόσο μα τόσο κακό;

Καταρχάς, θα παίρναμε λεφτά. Και πριν αρχίσουν οι φανατικοί Ελληνάρες να λένε ότι δεν πρέπει να ξεπουλάμε την πατρίδα μας και τα ιερά μας μνημεία για το χρήμα, να τονίσουμε σε αυτό το σημείο ότι έχουμε ούτως ή άλλως καταξεπουλήσει και ευτελίσει τη χώρα μας. Μια καθαρά εμπορική συνεργασία με τον Οίκο Gucci μού φαίνεται πολύ πιο αξιοπρεπής από άλλες συμφωνίες στις οποίες έχει προχωρήσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και δε νομίζω ότι τίθεται θέμα ξεπουλήματος ή εξευτελισμού. Πρόκειται εξάλλου για μια τακτική που εφαρμόζεται σε πάρα πολλές χώρες και σε πάρα πολλά μνημεία. Αλλά όποιος έχει τη μύγα, ως γνωστόν, μυγιάζεται.

Έπειτα, δε θα ήταν δα και η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο στην Ακρόπολη. Το έμαθαν πια και οι πέτρες αυτές τις μέρες και όλοι όσοι δεν το ήξεραν τέλος πάντων ότι το 1928(!) η φωτογράφος Nelly's φωτογράφισε μπροστά στα ιερά μας μάρμαρα ΓΥΜΝΑ μοντέλα. Μάλιστα, γυμνά. Και οι φωτογραφίες πλέον θεωρούνται κλασικές, εμβληματικές και θρυλικές και διδάσκονται σε σχολές φωτογραφίες και δε νομίζω να υπάρχει ούτε ένας που να είπε "τι ιεροσυλία είναι αυτή". Αντιθέτως. Πού να γινόταν σήμερα αυτό. Φαντάζομαι ήδη τα tweets. Και οίκος μόδας φωτογραφήθηκε εκεί, ο Dior, το 1951, και -αν είναι ποτέ δυνατόν- η Τζένιφερ Λόπεζ το 2007. Οπότε μήπως ξαφνικά γίναμε πολύ συντηρητικοί;

Εντάξει, δεν είπαμε να εμπορευματοποιήσουμε τα πάντα. Να λέμε ναι σε όλες τις προτάσεις. Να ζητιανεύουμε για μερικά ευρώ ή για λίγη παραπάνω προβολή. Αλλά μού κάνει εντύπωση ο τρόπος με τον οποίον έχει αρχίσει να διαμορφώνεται η σκέψη του μέσου Έλληνα. Η κρίση, αντί να μας κάνει πιο ριψοκίνδυνους, πιο τολμηρούς, πιο ανοιχτούς σε νέους δρόμους, μάς έκανε να μαζευτούμε κι άλλο στο καβούκι μας, στο παρελθόν μας, στους φόβους μας. Κρατιόμαστε από ό,τι θεωρούμε ιερό, όχι τόσο από σεβασμό, αλλά από φόβο. (Από το Ηρώδειο δεν ήταν που είχαν ξεκολλήσει ένα σωρό κιλά τσίχλας;;; Ιδού ο σεβασμός. Αυτό είναι βέβαια μια άλλη κουβέντα).

Φοβόμαστε. Είδαμε ότι όσα θεωρούσαμε σίγουρα τα έχουμε χάσει και έχουμε πιαστεί από μερικά πράγματα σε βαθμό αγκύλωσης. Έχουμε ανάγκη από τα σύμβολα μας και πασχίζουμε να τα διατηρήσουμε ακηλίδωτα και καθαρά. Ναι, ίσως όντως μια επίδειξη μόδας να μη "συνάδει με το χώρο", όπως ειπώθηκε το επιχείρημα για το όχι. Αλλά το γενικότερο πρόβλημα εδώ δεν είναι η επίδειξη μόδας ή η βεβήλωση του χώρου, αλλά το σκεπτικό μας. Είπαμε, έχουμε τη μύγα και δυστυχώς μυγιαζόμαστε.

Ο θρήνος -και η μιζέρια- για τα χαμένα είδωλα

Οκ, ναι, το 2016 δεν ήταν τυχερό για τους σούπερ σταρς. Τι ο David Bowie, τι ο Prince, τι ο George Michael, τι η Carrie Fisher, anyway, χάθηκε κόσμος και ντουνιάς. Κρίμα. Κάθε φορά που πεθαίνει ένας αγαπημένος καλλιτέχνης, ένας καλλιτέχνης με τις μουσικές / τις ταινίες του οποίου έχουμε συνδέσει τις δικές μας στιγμές, πεθαίνει και ένα κομμάτι δικό μας.

Μέχρι εδώ όλα καλά και κατανοητά. Το παράδοξο ξεκινάει όταν γιγαντώνεται ο θρήνος. Και μιλάμε για θρήνο, όχι αστεία. Ποσταρίσματα επί ποσταρισμάτων στο fb, άρθρα, κουβέντες, συζητήσεις, tweets, σχόλια, καβγαδάκια, η υπερβολή σε όλο της το μεγαλείο. (Με αποκορύφωμα τα επακόλουθα του θανάτου του Bowie, όπου μια ιστοσελίδα μάζευε υπογραφές για να ζητήσει από το Θεό να επιστρέψει στη ζωή τον τραγουδιστή!). Που δικός μας άνθρωπος να πέθαινε, έτσι δε θα κάναμε. Επιδειξιομανία; Υπερευαισθησία; Δεν-έχω-με-τι-άλλο-να-ασχοληθώ; Όλα αυτά μαζί. Όμως αυτό δεν είναι εξάλλου τα social media;

Το άλλο μού κάνει εντύπωση εμένα: η μιζέρια που ακολουθεί. Διαβάζω τίτλο άρθρου σε ιστοσελίδα: "Γιατί δε βγαίνουν πια τραγουδιστές σαν τον George Michael;". Ε και γιατί να βγουν δηλαδή; Ότι θα ήταν δηλαδή καλύτερη η παγκόσμια μουσική σκηνή αν γεμίζαμε με κλώνους του Prince ή του Bowie; Ότι αν πεθάνουν οι είκοσι-τριάντα εμβληματικοί καλλιτέχνες των τελευταίων τριάντα ετών, η μουσική -ή ο κινηματογράφος- θα πέσουν σε ύφεση, σε παρακμή, δε θα αξίζουν πια;

Εντάξει, η κάθε γενιά έχει τα δικά της είδωλα, οκ, λογικό. Θες το στίγμα της εφηβείας, θες τα βιώματα, έτσι πάει. Αλλά από το να αγαπάς τα είδωλα σου μέχρι να τα θεοποιείς υπάρχει και μια απόσταση. Οι σημερινοί thirty something κοντεύουν να γίνουν πιο θλιβεροί και από τους παππούδες που αναπολούν τα νιάτα τους και θρηνούν για το χαμένο παρελθόν, όπου "όλα ήταν καλύτερα".

Όχι, δεν είχαμε ούτε τους καλύτερους τραγουδιστές ούτε τους καλύτερους ηθοποιούς. Δε γράφτηκαν στη δική μας εποχή τα καλύτερα τραγούδια ούτε γυρίστηκαν οι καλύτερες ταινίες. Κάθε εποχή έχει τα δικά της αριστουργήματα και τα δικά της σκουπίδια, τα οποία αντανακλούν τους ανθρώπους της και τις ανάγκες της εκάστοτε στιγμής. Ας θρηνήσουμε λοιπόν τους καλλιτέχνες που χάθηκαν και ας δούμε με ενδιαφέρον ό,τι καινούργιο εμφανίζεται.

Overdose

Από μικρή ήδη ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη αδυναμία στα Χριστούγεννα. Τα δώρα, το δέντρο, η οικογενειακή θαλπωρή, (ο Άη-Βασίλης, στον οποίο πίστευα πάντα με επιφύλαξη, γιατί καταβάθος ήξερα ότι δεν υπάρχει…), ωραία ήταν όλα αυτά, αλλά πάντα μου έμενε η αίσθηση ότι κάτι πάει στραβά με τα Χριστούγεννα, ότι κάτι δεν κολλάει με το γενικότερο κλίμα.

Ενώ το Πάσχα… Ω το Πάσχα, με τη μελαγχολική του διάθεση, την κατάνυξη, την πένθιμη ατμόσφαιρα και το συγκρατημένο ενθουσιασμό της άνοιξης, τις ανθισμένες πασχαλιές… Το Πάσχα μάλιστα, είναι μια πραγματική θρησκευτική γιορτή!

Ενώ τα Χριστούγεννα; Έπρεπε να μεγαλώσω αρκετά για να συνειδητοποιήσω ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι τελικά θρησκευτική γιορτή, αλλά εμπορική. Και παράλληλα άκρως καταπιεστική.

Τα Χριστούγεννα πρέπει να είσαι ντε και καλά χαρούμενος. Η ίδια η κοινωνία θαρρείς σε πιέζει, με έναν τρόπο μυστήριο, προς αυτήν την κατεύθυνση. Πρέπει να είσαι χαμογελαστός, ευδιάθετος, ευγενικός με όλον τον κόσμο. Πρέπει να θες να γιορτάσεις, να οργανώσεις μια σπουδαία έξοδο με φίλους ή μια εκδρομή. Πρέπει να είσαι στην τρίχα, οπωσδήποτε με καινούργια ρούχα και ανανεωμένη εμφάνιση. Πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις κάτι ιδιαίτερο.

Η ψυχαναγκαστική αυτή χαρά, που ουδεμία σχέση δεν έχει συνήθως με τα πραγματικά μας συναισθήματα εκείνης της περιόδου, μοιάζει να είναι η ακόμα πιο υπερβολική εκδοχή του σύγχρονου τρόπου ζωής μας. Τα Χριστούγεννα είναι η επιτομή του σύγχρονου τρόπου ζωής (δηλαδή του υπερκαταναλωτισμού και των social media): πρέπει να τα αποκτήσουμε όλα, ώστε να φαίνεται η ζωή μας τέλεια και να μπορέσουμε μετά να την επιδείξουμε ως τέτοια και προς τα έξω.

Γι' αυτό ένας σωρός κόσμος παθαίνει μελαγχολία στις γιορτές (με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που πάρα πολλοί άνθρωποι παθαίνουν κατάθλιψη τα τελευταία χρόνια). Γιατί δεν μπορούν να αντέξουν όλη αυτήν την ψεύτικη χαρά, αυτό το overdose λάμψης και προβολής και επιτυχίας. Γιατί φτάσαμε -ως έθνος, ως κοινωνία, ως ανθρωπότητα ίσως- σε ένα παράδοξο σημείο να μη συμβαδίζει το μέσα μας με το έξω μας.

Τα Χριστούγεννα έπρεπε να είναι η γιορτή της αγάπης και της συγχώρεσης. Και της προσφοράς. Αλλά ακόμα κι όταν τα νιώθουμε αυτά, τα νιώθουμε επιδερμικά. Μέχρι και το φιλανθρωπικό μας αίσθημα εξαντλείται γρήγορα στα δύο και τρία ευρώ -και ξαναξυπνάει τα επόμενα Χριστούγεννα.

Φυσικά και είναι ωραία να απολαμβάνεις λίγη πολυτέλεια παραπάνω τα Χριστούγεννα. Φυσικά και να κάνεις τα ψώνια σου, να πάρεις δώρα, να στολίσεις το σπίτι σου. Να μαγειρέψεις για να συγκεντρωθούν συγγενείς και φίλοι γύρω από το τραπέζι. Ναι, να κανονίσεις την ωραία έξοδο ή την εκδρομή, γιατί αυτά θα τα θυμάσαι για χρόνια. Απλώς, δεν είναι αυτά ο αυτοσκοπός. Κι ούτε χρειάζεται να τα κάνουμε με τόση αγωνία και με τόση υστερία.

(Απο το 43ο τεύχος του Ser-Free, Δεκέμβριος 2016 (Ser-Free)